Γράφει ο Γιώργος Δημητρούλιας
Εκδότης “το Αντίδοτο”,
τ. δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας
Η Παγκοσμιοποίηση δείχνει τα δόντια της μα πολλούς τρόπους και ένας τρόπος εσχάτως είναι το #me too. Τι είναι αυτό και πως μας προέκυψε; «Το Κίνημα Me Too, ή #MeToo, μαζί με όλες τις παρόμοιες εκδοχές του ανά την υφήλιο, είναι ανεξάρτητο κοινωνικό κίνημα ενάντια στη σεξουαλική κακοποίηση και παρενόχληση, αλλά και στην κακοποίηση, βία ή/και παρενόχληση οποιασδήποτε μορφής (λεκτικής, ψυχολογικής-ψυχικής, σωματικής, εκφοβισμού εργασιακού ή μη) σε ανήλικους και ενήλικες, που δρα κυρίως μέσω της προτροπής δημοσιοποίησης των περιστατικών στα κοινωνικά δίκτυα. Η Αμερικανίδα ακτιβίστρια Ταράνα Μπερκ ξεκίνησε το κίνημα Me Too το 2006. Η Μπερκ άρχισε να χρησιμοποιεί το “Me Too” για να βοηθήσει Αφροαμερικανικής καταγωγής γυναίκες, ιδίως έφηβες, με δραματικές εμπειρίες βιασμού, σωματικής και λεκτικής βίας, σεξουαλικής παρενόχλησης και κατάχρησης εξουσίας, ώστε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να διαμαρτυρηθούν δημόσια. Η ίδια η Μπερκ είχε υπάρξει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης κατ’ επανάληψη». Οι Ελληνίδες βρήκαν ένα νέο τρόπο να επικρατήσουν και να προβληθούν και έτσι έγιναν της μοδός. Βλέποντας όλα αυτά τα νεόφερτα καραγκιοζιλίκια σκέφτηκα το ποίημα του αγαπημένου της Αριστεράς Καβάφη, που δίνει μια ηρωική διάσταση της γυναίκας. Το ποίημα λέγεται «Εν Σπάρτη» και μας φέρνει κοντά σε ένα ιστορικό γεγονός όταν ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ο Γ’ (236 – 222 π.χ.) ζήτησε από τον Πτολεμαίο Γ’ Ευεργέτη βοήθεια στον πόλεμο κατά της Αχαϊκής Συμπολιτείας και της Μακεδονίας (της Ελληνικής γιατί οι Σλάβοι ήταν ακόμα και για πολλούς αιώνες ακόμα στα δένδρα) και δέχτηκε να σταλεί στην Αίγυπτο για εγγύησιν της συμφωνίας η μητέρα του Κρατησίκλεια και τα παιδιά του.
Γράφει ο Καβάφης:
«Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε –
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πως να πει
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί και αυτή
εις Αίγυπτον να φυλάττεται
λίαν ταπεινωτικόν ανοίκειον πράγμα.
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει κι όλο σταματούσε.
Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κόλας κάτι διαδόσεις σχετικές)
και τον ενθάρρυνε ν εξηγηθεί.
Και γέλασε κ’ είπε βεβαίως πηγαίνει.
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε να’ ναι
στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.
Όσο για την ταπείνωση – μα αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός,
όθεν κ’ η απαίτησις του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
επιφανή ως αυτήν, Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα».