Μετά τον Κώδικα της Πτωχοποίησης των ευάλωτων ΜικροΜεσαίων, το νέο Αντεργατικό νομοσχέδιο: “H επίθεση στις πλειοψηφίες και στα μικρομεσαία στρώματα συνεχίζεται”
——————————
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΚΡΗ
Δικηγόρου,
Συντονιστή της Ν.Ε. Μεσσηνίας
του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
——————————
Η κυβέρνηση της ΝΔ, μετά τον Κώδικα της Πτωχοποίησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των επαγγελματιών, των ευάλωτων νοικοκυριών και φυσικών προσώπων, τον οποίο έφερε και ψήφισε τον Οκτώβριο του 2020, ΜΕΤΑ την πολιτική της “ελάχιστης δαπάνης” που ακολουθεί ακόμη και σήμερα (την ώρα μάλιστα που επιχειρείται να βγει η οικονομία από την κατάψυξη) έναντι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, ολοκληρώνει σήμερα, έναν πρώτο κύκλο επίθεσης στα λαϊκά και ΜικρόΜεσαία στρώματα. Στη λεγόμενη μεσαία τάξη, δηλαδή, τον οποίο κι άνοιξε από την αρχή της θητείας της αλλά εντατικοποίησε την περίοδο των lockdown! Το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, αν ψηφιστεί, είναι δεδομένο ότι θα αλλάξει δραματικά τους όρους εργασίας και τις ζωές χιλιάδων εργαζομένων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα.
Και ιδού το οξύμωρο: ΣΗΜΕΡΑ, παρότι η χώρα έχει εξέλθει της μνημονιακής επιτήρησης και των περιορισμών, αλλά και παρότι έχουν παρέλθει 135 χρόνια από την Εργατική πρωτομαγιά του Σικάγο, το σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ύπνο, 8 ώρες ξεκούραση» καθίσταται ξανά επίκαιρο στην δημόσια συζήτηση! Κι όμως, στην περίοδο των μνημονίων επικρατούσε στον δημόσιο διάλογο, η συζήτηση για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού των νέων εργαζόμενων και την αύξηση του κατώτατου μισθού, τα οποία μπόρεσε κι έκανε πράξη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το επικείμενο οπισθοδρομικό νομοσχέδιο ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ, που έρχεται με απόντες τους φορείς των εργαζομένων και δίχως κανένα διάλογο, καταργεί το 8ωρο, θεσμοθετεί την 10ωρη εργασία χωρίς πρόσθετη αμοιβή και δίχως τη σύμφωνη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων, μέσα από ατομικές συμβάσεις μεταξύ εργοδότη κι εργαζόμενου. Να, λοιπόν, η “νέα κανονικότητα” που οραματίζεται η κυβέρνηση για τις εργασιακές σχέσεις.
Και όσο κι αν ο Υπουργός Εργασίας επιχειρεί να “εξωραΐσει” την θεσμοθέτηση της «κατάργησης του 8ώρου», κάνοντας λόγο για διευθέτηση του χρόνου εργασίας, «κατόπιν και μόνον, αιτήματος του εργαζόμενου», η διαρροή της σχετικής ρύθμισης τον προδίδει. Αφού προβλέπει ότι, σε επιχειρήσεις που θα κάνουν χρήση του μέτρου, «ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της επιπλέον εργασίας, μόνο αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη, με την καλή πίστη», επιβαρύνοντας έτσι τελικά τον εργαζόμενο με το «τεκμήριο» της υποχρέωσης της επιπλέον εργασίας.
Αλλά και πέρα τούτου, ενώ ο αριθμός των ανέργων έχει υπερβεί το 1 εκ., με πασίδηλες, δυστυχώς, τις αυξητικές τάσεις, μετά τη λήξη των αναστολών των συμβάσεων εργασίας, η κυβέρνηση προχωράει και σε νέες αντεργατικές ρυθμίσεις με το νομοσχέδιο που φέρνει τις επόμενες ημέρες, όπως:
- Στην περαιτέρω «απελευθέρωση» του αριθμού των επιχειρήσεων, που θα έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν τις Κυριακές. Έτσι χιλιάδες εργαζόμενοι, θα πρέπει να ξεχάσουν την ανάπαυση της Κυριακή, ενώ είναι ζήτημα και για τους επαγγελματίες, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα καταστήματα του εμπορίου αν θα αντέξουν τον ανταγωνισμό με τις μεγάλες επιχειρηματικές κι εμπορικές αλυσίδες στο ίδιο πλαίσιο της Κυριακάτικης λειτουργίας
- Σε διπλασιασμό του ορίου των υπερωριών ετησίως με εξαντλητικές συνθήκες εργασίας και μικρότερες απολαβές.
- Σε σοβαρές αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο 1264/82 που αποδυναμώνουν εξαιρετικά τους συνδικαλιστικούς φορείς και περιορίζουν το δικαίωμα στην απεργία.
- Στην περαιτέρω συρρίκνωση και αποψίλωση του ρόλου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) με τη μεταφορά της αρμοδιότητας των «εργατικών διαφορών» στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Σ’ έναν οργανισμό, δηλαδή, που στερείται οποιουδήποτε μηχανισμού ελέγχου και τήρησης της εργατικής νομοθεσίας!
Ας θυμηθούμε εξάλλου ότι ήταν η ίδια η σημερινή κυβέρνηση, που αμέσως μετά την εκλογή της, υποβάθμισε το ΣΕΠΕ σε απλό αντικείμενο της γενικής γραμματείας του υπουργείου εργασίας, αφαιρώντας από αυτό την οργανωτική και επιχειρησιακή αυτονομία που διέθετε στο παρελθόν - Στην κατάργηση του 2ου βαθμού διαιτησίας, ενώ ήταν η ίδια αυτή σημερινή κυβέρνηση που κατάργησε – αντισυνταγματικά – την δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία. Καταδικάστηκε, μάλιστα, για τον λόγο αυτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει την απαξίωση και την fast track αντιμετώπιση συνολικά της διαιτητικής διαδικασίας που οδηγεί στην σύναψη ΣΣΕ.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τους εργαζόμενους και το εισόδημά τους, αντιστρέφοντας την τάση απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων που είχε επιβληθεί την περίοδο των μνημονίων. Μετά την έξοδο από τα μνημόνια, επανέφερε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 11% και κατάργησε τον υποκατώτατο. Θέσπισε τον βάσιμο λόγο απόλυσης, κατά το Ευρωπαϊκό πρότυπο, επιδιώκοντας έτσι να θέσει φραγμό στις καταχρηστικές απολύσεις. Μια ρύθμιση που όμως η κυβέρνηση της ΝΔ έσπευσε να καταργήσει αμέσως μετά τις εκλογές του 2019. Με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, η κυβέρνηση, κάνει ένα ακόμα άλμα προς τα πίσω, στοχεύοντας να απελευθερώσει περαιτέρω τις καταχρηστικές απολύσεις.
Αποδεδειγμένα, οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, συνέβαλαν στη μεγάλη μείωση της ανεργίας κατά 10%, οδηγώντας τελικά το 2019, στην αύξηση του μέσου μισθού κατά 4,6%, χρήματα που βέβαια έπεσαν στην αγορά, αυξάνοντας την ζήτηση και την κατανάλωση των νοικοκυριών.
Αντίθετα, την έκρηξη της υγειονομικής πανδημίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη την αντιμετωπίζει, από την αρχή της κρίσης, ως μια ευκαιρία βίαιης αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Ως ευκαιρία απορρύθμισης της αγοράς εργασίας σε βάρος των πολλών ΜικροΜεσαίων επαγγελματιών κι εργαζόμενων και προς όφελος των λίγων μεγάλων επιχειρήσεων. Με βασική, βεβαίως, στρατηγική επιδίωξη την περαιτέρω συγκεντροποίηση της αγοράς σε λίγους ισχυρούς ομίλους και την μετάλλαξη της ελληνικής επικράτειας σε μια Ειδική Οικονομική Ζώνη (Ε.Ο.Ζ.) φθηνής απασχόλησης και ευάλωτων εργαζομένων. Όπως ακριβώς ορίζει, δηλαδή, το σχέδιο ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ που η ίδια παρήγγειλε κι εφαρμόζει. Στις ΕΟΖ έχει αναφερθεί ιδιαίτερα κολακευτικά, εξάλλου, ο νυν Υπουργός Εργασίας στο παρελθόν.
Αυτός είναι και ο λόγος που κατά την περίοδο της υγειονομικής πανδημίας, με τις περισσότερες επιχειρήσεις κλειστές, η κυβέρνηση δεν στήριξε την πραγματική οικονομία και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επέλεξε την επιδότηση της ανεργίας ως μόνη πολιτική, αντί της στήριξης της εργασίας, τροφοδοτώντας έτσι τον φαύλο κύκλο της ύφεσης, της μείωσης της ζήτησης, της ανεργίας, της φτώχειας και της ανασφάλειας.
Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση αρνείται και δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι η εργασία δεν συνιστά κόστος, αλλά αναπτυξιακό κεφάλαιο: Και ο εργαζόμενος, αλλά και ο αυτοαπασχολούμενος και ο μικρός εργοδότης είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, που πλήττονται εξίσου όταν κλονίζονται τα δικαιώματα – είτε του ενός είτε του άλλου – στην επαγγελματική και εργασιακή αξιοπρέπεια. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η ανεργία και η μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων είναι δεδομένο πως θα πλήξει ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες προς όφελος ιδίως των ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων και των μεγάλων αλυσίδων του λιανεμπορίου.
Κι είναι έτσι – πράγματι – σήμερα, μια από εκείνες τις κρίσιμες ιστορικές περιόδους, που τα συμφέροντα των ΜικροΜεσαίων, του κόσμου της εργασίας και της καθημερινής επαγγελματικής βιοπάλης, είναι τόσο κοινά κι αλληλένδετα.