Άννα Παπαδημητρίου – Τσάτσου
Με όρους σεβασμού και ειλικρίνειας οφείλω να μοιραστώ δημόσια πως δεν είμαι πλέον μέλος του Σύριζα ΠΣ, γιατί αυτά με τα οποία διαφωνώ (περιεχόμενο, τρόπος άσκησης πολιτικής και πρόσωπα στην ηγετική ομάδα) έγιναν περισσότερα από αυτά με τα οποία συμφωνώ. Σίγουρα ως μέλος δεν προσέφερα πάντοτε το καλύτερο. Η αυτοκριτική του καθενός και της καθεμιάς μας είναι απαραίτητη ιδίως μετά από μία συντριπτική ήττα. Ιδιαίτερα η προσωπική, και όχι αυτή που με ευκολία από πολλούς προβάλλεται σε άλλους.
Στον Σύριζα πήγα τον καιρό της Συμφωνίας των Πρεσπών και συμμετείχα ως υποψήφια ευρωβουλευτής μετά την τιμητική πρόταση του Αλέξη Τσίπρα. Η προσέγγισή μου με τον Σύριζα προήλθε από προσωπική μου πρωτοβουλία σε μία εποχή που η πολιτική δυσοσμία στη χώρα και η τεράστια κρίση στην κοινωνία με είχαν ευαισθητοποιήσει έντονα από καιρό. Ο καθένας έχει τον χαρακτήρα του, τη ζωή του, την κοινωνική του ένταξη, τις ρίζες του, τα βαρίδια του και εντέλει τη συνολική προσωπικότητά του ΠΟΥ ΜΕ ΑΥΤΗ ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ. Αυτά τα διαφορετικά δεδομένα κάνουν τη συμπερίληψη του καθενός και της καθεμιάς μας σε έναν πολιτικό οργανισμό μοναδική διαδικασία.
Φυσικά ζητούμενο θα έπρεπε να είναι και για το κάθε κόμμα να προσπαθεί ΕΚΕΙΝΟ να αφομοιώνει τους ανθρώπους ανάλογα με τις ικανότητες τους, ώστε να είναι πιο παραγωγικοί. Η ώσμωση με το διαφορετικό δημιουργεί έναν πλούτο θετικό για τη διαμόρφωση της πολιτικής του εκάστοτε κόμματος. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ανθρώπους με περισσότερα ερωτηματικά, αναζητήσεις και λιγότερη περίκλειστη σιγουριά κατοχής της αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Eντέλει, η κομματική ένταξη, εφόσον δεν ανήκει κάποιος σε ομάδες, παρέες ή οργανωμένα συμφέροντα, εμπεριέχει αρκετή μοναξιά.
Σε κάθε περίπτωση, τα κόμματα, ακόμα και εάν διανύουν περίοδο μεγάλης απονομιμοποίσης στην κοινωνία, αποτελούν θεμέλιο της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος. Οσο δύσκολα δημιουργούνται και ριζώνουν στην κοινωνία, τόσο εύκολα διαλύονται, ιδίως τα νεότερα. ‘Έτσι, και η διάσπαση του Σύριζα ΠΣ αποτελεί αρνητική εξέλιξη για το ίδιο το κόμμα, με βασικότερη συνέπεια -προς το παρόν- την απώλεια της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θέση που κατείχε ως αριστερό κόμμα μόνο ο Σύριζα στην Ευρώπη, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αμελητέο πολιτικά.
Πάντως, το όποιο καινούργιο πολιτικό σχήμα για να πείσει οφείλει να είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ καινούργιο. Όταν συγκροτείται από στελέχη πρώτης γραμμής που μέχρι χθες από κοινού με εκείνα που παρέμειναν στον Σύριζα συναποφάσιζαν σχεδόν πάντοτε ομόφωνα για τα πιο κρίσιμα ζητήματα, τόσο κατά τη διακυβέρνηση όσο και μετά μέχρι την εκλογική ήττα, πώς αλήθεια μπορούν να πείσουν για το καινούργιο, όσο και αν προσπαθούν να αρθρώσουν έναν σοβαρό πολιτικό λόγο; Για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, πώς γίνεται να έχει περάσει ΟΜΟΦΩΝΑ από την ΚΕ η δυνατότητα να είναι υποψήφιος πρόεδρος του κόμματος, πολίτης μη μέλος του κόμματος ή μέλος της ΚΕ; Η επιπολαιότητα κάποιες φορές έχει ολέθριες συνέπειες πολύ σοβαρότερες από τον προσωπικό ορίζοντα του κάθε στελέχους ξεχωριστά, όπως ζούμε τον τελευταίο καιρό.
Παραμένω στην πολιτική οικογένεια των ανθρώπων εκείνων που θεωρούν πως σήμερα με όρους αρκετά σκληρούς εντείνονται οι ανισότητες, πολλαπλασιάζονται σε γνωστά, αλλά και σε αχαρτογράφητα πεδία, και έτσι μία συνολική, εφαρμόσιμη πρόταση για δικαιότερη κοινωνία είναι το ζητούμενο όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε όλον τον κόσμο. Όσο όμως οι δυνάμεις αυτής της πολιτικής οικογένειας (αριστερά, σοσιαλδημοκρατία και οικολογία) μένουν κατακερματισμένες με σαθρή πολλές φορές πολιτική ταυτότητα, με αρχηγισμούς και προσωπικές ατζέντες, το μέλλον της όποιας αλλαγής για τους πολίτες είναι ζοφερό.
Η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου και αξιόπιστου αφηγήματος παραμένει διακύβευμα και μία δύσκολη εξίσωση παγκοσμίως. Μόνο που τα κενά στην πολιτική δεν μένουν αναπάντητα από την κοινωνία. Στον τόπο μας προστίθενται οι ιδιαιτερότητες και τα κακώς -διαχρονικά- κείμενα, με αποτέλεσμα να φαντάζει σχεδόν αδύνατο να αρκεί η πολιτική αλλαγή για να λυθούν όλες οι παθογένειες που τόσο συχνά επικαλείται το σύνολο του πολιτικού συστήματος, χωρίς ούτε να μπορεί ούτε όμως νομίζω και να θέλει να διορθώσει. Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να μονοπωλούνται από το μπλοκ των συντηρητικών δυνάμεων, αλλά πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος της ευρείας προοδευτικής παράταξης, ενός προγράμματος που θα προκύψει από κοινωνικές και πολιτικές συγκλίσεις προς όφελος φυσικά των πολιτών και της χώρας.