Υπόμνημα θέσεων & προτάσεων του μικρού εμπορίου για το νέο Φορολογικό σύστημα των μικρών επιχειρηματιών του Λιανικού Εμπορίου απέστειλε η Πελοποννησιακή Ομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (Π.Ο.Ε.Ε.), προς τους Βουλευτές Πελοποννήσου.
«Σας καλούμε να χρησιμοποιήσετε τη θέση σας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ώστε να υπερασπιστείτε ουσιαστικά τους ψηφοφόρους που σας εξέλεξαν σ’ αυτή τη θέση, για να εκπροσωπήσετε τα ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ νόμιμα και δίκαια συμφέροντα», σημειώνεται στο υπόμνημα προς τους βουλευτές, με το οποίο ζητούν «Να στηρίξετε το δικαίωμά τους να ζήσουν τις οικογένειές τους και να φορολογούνται με βάση την αρχή της αναλογικότητας στη φοροδοτική ικανότητα και όχι αυθαίρετα».
Επίσης εφιστούν στους βουλευτές «την προσοχή ότι θα γίνει το νομοσχέδιο αυτό αιτία για να υπάρξει ένα νέο κύμα κλεισίματος των μικρών επιχειρήσεων και τελικής ερημοποίησης της περιοχής μας».
Ειδικότερα το υπόμνημα της Π.Ο.Ε.Ε. έχει ως εξής:
«Σας υποβάλλουμε το υπόμνημα που η Πελοποννησιακή Ομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας συνυπογράφει με όλες τις Ομοσπονδίες πανελληνίως και την ΕΣΕΕ, σχετικά με το φορολογικό νομοσχέδιο που συζητείται στη Βουλή.
Σας εφιστούμε την προσοχή ότι θα γίνει το νομοσχέδιο αυτό αιτία για να υπάρξει ένα νέο κύμα κλεισίματος των μικρών επιχειρήσεων και τελικής ερημοποίησης της περιοχής μας.
Σας καλούμε να χρησιμοποιήσετε τη θέση σας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ώστε να υπερασπιστείτε ουσιαστικά τους ψηφοφόρους που σας εξέλεξαν σ’ αυτή τη θέση, για να εκπροσωπήσετε τα ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ νόμιμα και δίκαια συμφέροντα. Να στηρίξετε το δικαίωμά τους να ζήσουν τις οικογένειές τους και να φορολογούνται με βάση την αρχή της αναλογικότητας στη φοροδοτική ικανότητα και όχι αυθαίρετα.
«Ενσωματώνοντας την διάταξη περί των νέων “τεκμηρίων φορολόγησης” των ελεύθερων επαγγελματιών – η οποία βρίθει άδικων και αναποτελεσματικών ρυθμίσεων – στο κατά τα λοιπά και κατά γενική ομολογία θετικό και καινοτόμο φορολογικό νομοσχέδιο που έρχεται ενώπιον της Επιτροπής, το Υπουργείο Οικονομικών θέτει σε σοβαρή αμφιβολία τον βασικό επιδιωκόμενο στόχο του, εκείνον της μείωσης της φοροδιαφυγής. Υποτάσσοντας, δε, την ουσία της φορολογικής δικαιοσύνης σε αμφίβολες φοροεισπρακτικές στοχεύσεις προκαλεί ρήγμα στη σχέση εμπιστοσύνης της αγοράς με τη φορολογική διοίκηση, την οποία οι εμπορικές επιχειρήσεις οικοδόμησαν με κόπο και κόστος τα τελευταία χρόνια, παραμένοντας σταθερά στην πρωτοπορία της ψηφιοποίησης των συναλλαγών και των φορολογικών ελέγχων. Επιπλέον, η υιοθέτηση απαρχαιωμένων μεθόδων δεν δύναται να διασφαλίσει την ισότιμη φορολογική μεταχείριση τόσο μεταξύ μεγάλων και μικρότερων επιχειρήσεων όσο και μεταξύ μικρών επιχειρηματιών και μισθωτών. Οι υπό κρίση διατάξεις, χωρίς πειστικό λόγο και ουσιαστικά έσοδα για το Δημόσιο, αναμένεται να ευνοήσουν αυτούς που μαζικά φοροδιαφεύγουν με ένα μικρό επιπλέον τίμημα σε σχέση με τα ανεπίσημα έσοδά τους, ενώ θα αποτελέσει θηλιά για τους χιλιάδες μικρούς επιχειρηματίες του εμπορίου που είναι στο όριο των δυνατοτήτων βιωσιμότητάς τους.
Η ΕΣΕΕ θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ την αλλαγή φιλοσοφίας της επίμαχης διάταξης των νέων «τεκμηρίων» φορολόγησης, εμμένοντας σταθερά στην αξιοποίηση των ήδη υφιστάμενων καθώς και των νέων ηλεκτρονικών ελεγκτικών εργαλείων που θα ενισχύσουν το ψηφιακό οικοσύστημα της φορολογικής διοίκησης από τις αρχές του 2024.
Συνεπώς, ένας κλάδος που λειτουργεί με ανοιχτές πόρτες, έχει πλήρως υπαχθεί στους ηλεκτρονικούς μηχανισμούς διασταύρωσης του συνόλου της οικονομικής τους δραστηριότητας και υπόκειται ήδη σε αυστηρούς και συνεχείς ελέγχους, όπως εκείνος του Λιανικού Εμπορίου, πρέπει να εξαιρεθεί ρητά από τις προβλέψεις του νέου Φορολογικού.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την παραπάνω βασική αρχή, στην οποία το ελληνικό εμπόριο είναι ανυποχώρητο και στην οποία επιμένουμε, ακολουθούν οι κυριότερες νομοτεχνικές παρατηρήσεις μας επί των συγκεκριμένων υπό ψήφιση διατάξεων περί υπολογισμού του «τεκμαρτού εισοδήματος» στο σχέδιο νόμου:
1) Διασύνδεση ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος με τον Κατώτατο μισθό
α) Για τον αντικειμενικό υπολογισμό του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι καθαρές και όχι οι μεικτές μηνιαίες απολαβές του Κατώτατου μισθού. Τα 780€/μήνα περιλαμβάνουν ασφαλιστικές εργατικές εισφορές ύψους 108,2€, οι οποίες πρέπει να αφαιρεθούν. Ως βάση υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος θα έπρεπε να λαμβάνονται οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του Κατώτατου μισθού, δηλαδή τα 671,8€ (780€ – 108,2€).
β) Οι παραπάνω μηνιαίες πληρωτέες (προ φόρου εισοδήματος) αποδοχές του κατώτατου μισθού θα έπρεπε να πολλαπλασιαστούν με 12 και όχι 14 μήνες, καθώς οι μικροί επιχειρηματίες δεν λαμβάνουν δώρα + επίδομα αδείας (+2 μισθοί στον ιδιωτικό τομέα). Βάσει των σημείων α + β το ετήσιο τεκμαρτό ελάχιστο φορολογητέο εισόδημά τους θα έπρεπε να είναι 8.061,6€ (671,8€ * 12 μήνες) και όχι 10.920€, όπως ορίζεται στο Σ/Ν.
Συμπέρασμα Προκύπτει μία επιπλέον ετήσια φορολογική επιβάρυνση των +376,9€. Η επιλογή: α) των μεικτών έναντι των καθαρών αποδοχών και β) των 14 έναντι των 12 μηνών αποσκοπεί στη φορολόγηση των υπόχρεων και με τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή του 2ου κλιμακίου (22% έναντι 9%) για το υπερβάλλον των 10.000€ ποσό (δηλ. τα 920€).
Η συνολική πρόταση της ΕΣΕΕ παραμένει ωστόσο η πλήρης αποσύνδεση του ελάχιστου εισοδηματικού τεκμηρίου από τον Κατώτατο μισθό του Ιδιωτικού τομέα, καθώς αποτελεί ανόμοιο πληθώρα στρεβλώσεων και υπέρμετρων επιβαρύνσεων.
2) Επικείμενη αύξηση Κατώτατου μισθού
Η υιοθέτηση του κατώτατου μισθού, ως βάσης υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος ενέχει ακόμη έναν κίνδυνο για τις ατομικές επιχειρήσεις. Όπως έχει ήδη προαγγελθεί, την άνοιξη του 2024 επίκειται νέα αύξησή του, με αποτέλεσμα την ανοδική αναπροσαρμογή, του minimum τεκμαρτού εισοδήματος & επαγωγικά του minimum φόρου εισοδήματος των μικρών επιχειρηματιών.
3) Αντιφατικότητα διατάξεων
Η Πολιτεία από τη μία πλευρά υποχρεώνει τους φορολογουμένους να τηρούν βιβλία και να εκδίδουν στοιχεία, διαδικασίες που συνεπάγονται μεγάλα κόστη για τους επιχειρηματίες και από την άλλη έρχεται να αναιρέσει αυτά που η ίδια έχει ήδη νομοθετήσει. Συνεπώς, αγνοεί τα αποτελέσματα που προκύπτουν, βάσει αντικειμενικότερων και κοινά αποδεκτών διαδικασιών (βιβλία επιχειρήσεων), αποδίδοντας μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυθαίρετα και στρεβλωτικά κριτήρια/τεκμήρια.
4) Προσαύξηση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος, βάσει της παλαιότητας της επιχείρησης
Στο σχέδιο νόμου ορίζεται, για μάλιστα πρώτη φορά, η προσαύξηση έως και +30% του ελάχιστου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος των ατομικών επιχειρήσεων, αναλόγως των ετών λειτουργίας τους. Είναι πρωτοφανές μία παλαιά ατομική επιχείρηση (με πάνω από 12 έτη λειτουργίας) που έχει περάσει μία σειρά καθοριστικών κρίσεων (οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή/ακρίβεια), με μνημονιακά μέτρα, υπέρμετρη φορολόγηση, πτώση τζίρου, άνοδο των τιμών και απροθυμία του καταναλωτικού κοινού και –παρόλα αυτά- έχει κατορθώσει να σταθεί όρθια, να τιμωρείται – με προσαυξημένο μάλιστα +30% ελάχιστο φορολογητέο τεκμήριο. Υπό κανονικές συνθήκες, ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα θα έπρεπε να επιδιώκει την ελάφρυνση αντί τη διόγκωση των ελάχιστων τεκμηρίων/ελάχιστης αμοιβής των σχετικών επιχειρήσεων με τουλάχιστον 7 έτη λειτουργίας.
5) Διασύνδεση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος με τον μισθό των εργαζομένων της επιχείρησης
Η εν λόγω πρόβλεψη κινείται και αυτή με τη σειρά της σε λάθος κατεύθυνση, καθώς μετά τις μάχες που όλοι μας έχουμε δώσει για την καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, έρχεται ένα μέτρο που μπορεί να ωθήσει έναν αριθμό επιχειρήσεων σε αυτές τις μη νόμιμες επιλογές. Παράλληλα, οι έννοιες των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και του κέρδους του επιχειρηματία είναι παντελώς ασύμβατες και θα προκαλέσουν στρεβλώσεις και αστάθεια στην αγορά εργασίας, συνιστώντας αντικίνητρο διατήρησης του προσωπικού ή χορήγησης αυξήσεων στους μισθούς των εργαζομένων. Τούτων δοθέντων, η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να εξαλειφθεί από το φορολογικό Σ/Ν.
6) Διασύνδεση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος με τον μέσο όρο του τζίρου του κλάδου/ΚΑΔ που δραστηριοποιείται η επιχείρηση
Η συγκεκριμένη διάταξη παρουσιάζει αρκετά «τρωτά» σημεία. Κατ’ αρχήν, η κάθε επιχείρηση δεν είναι εφικτό να γνωρίζει εκ των προτέρων τον μέσο ετήσιο τζίρο του ΚΑΔ που δραστηριοποιείται, προκύπτει δηλαδή σημαντικό έλλειμμα πληροφόρησης. Επιπροσθέτως, επέρχεται πλήρης εξομοίωση των μικρών και περιορισμένων δυνατοτήτων Ατομικών επιχειρήσεων της επαρχίας/ακριτικών περιοχών με τις πολύ μεγαλύτερες που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα αστικά κέντρα, εξέλιξη που προκαλεί έντονες στρεβλώσεις, υπονομεύοντας τον πυρήνα του θεμιτού αλλά και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Συν τοις άλλοις, η υπέρβαση έστω και κατά 1 ευρώ του μέσου τζίρου επιφέρει προσαύξηση του τεκμαρτού εισοδήματος κατά +5%, απαξιώνοντας στην ουσία ένα βασικό εργαλείο ελάφρυνσης των μικρών επιχειρηματιών, εκείνου των εκπιπτόμενων δαπανών.
7) Πληθώρα πολύπλοκων ελεγκτικών διαδικασιών & αλλεπάλληλων διασταυρώσεων – Αδυναμία Φοροδιαφυγής μικρών Εμπορικών Ατομικών επιχειρήσεων
Το σύνολο των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου είναι πλήρως εναρμονισμένο με το καθεστώς των Ηλεκτρονικών βιβλίων/MyData και της πληθώρας των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά. Η ηλεκτρονική τιμολόγηση και διαβίβαση δεδομένων/παραστατικών, ανεξαρτήτως καναλιού διαβίβασης πρέπει να διεκπεραιώνεται εντός ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος με τις ποινές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης να είναι ιδιαιτέρως αυστηρές. Αν μάλιστα συνυπολογιστούν και οι επικείμενες σχετικές υποχρεώσεις, όπως εκείνη που αφορά στην αναγραφή QR code στις αποδείξεις λιανικής, του ηλεκτρονικού «κλειδώματος» της δήλωσης ΦΠΑ – αναλόγως των εισροών της επιχείρησης που έχουν δηλωθεί στο MyData και κυρίως η εντός του 2024 διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS, είναι απορίας άξιο πως είναι ανθρωπίνως δυνατό, μέσω τόσων ελέγχων και διασταυρώσεων, να καταφέρνουν οι ατομικές επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου να φοροδιαφεύγουν.
8) Αδυναμία ελεγκτικών μηχανισμών
Ο οριζόντιος κεφαλικός φόρος που επιβάλλεται με το σχέδιο νόμου αναδεικνύει την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών να φέρουν εις πέρας το έργο τους, να εξακριβώσουν δηλαδή την πραγματικά υφιστάμενη φορολογητέα ύλη. Πέραν των ήδη υφιστάμενων άδικων και παρωχημένων τεκμηρίων διαβίωσης/εξωλογιστικού προσδιορισμού εισοδημάτων, οι μικρές επιχειρήσεις, μετά από διαδοχικές και συνεχείς κρίσεις, θα πρέπει να υποστούν έναν παράλογο και χωρίς ίχνος ρεαλισμού υπολογισμό των εισοδημάτων τους. Από τη στιγμή όμως που είναι διαθέσιμα στην ΑΑΔΕ όλα τα απαραίτητα τεχνολογικά προηγμένα εργαλεία (ψηφιακές διασταυρώσεις συναλλαγών με πιστωτικά ιδρύματα, ειδικοί αλγόριθμοι εντοπισμού περιπτώσεων φοροδιαφυγής και ξεπλύματος χρήματος, κ.α.), τίθεται το αναπόδραστο ερώτημα, γιατί προτιμάται και πάλι η οριζόντια λύση του τεκμαρτού προσδιορισμού των κερδών; Τα παραπάνω προοιωνίζουν ένα ακόμη ασφυκτικότερο κλίμα στην αγορά με εξαΰλωση της όποιας ρευστότητας, με ολοένα και διογκούμενες υποχρεώσεις και την παγίωση μίας έντονα αρνητικής ψυχολογίας που θα επηρεάσει συνολικά την ελληνική αγορά και οικονομία.
9) Άνιση φορολογική μεταχείριση μικρών επιχειρηματιών – μισθωτών
Προκαλεί πραγματική εντύπωση πως αυτό το άδικο φορολογικό σύστημα που εισάγεται για τους μικρούς επιχειρηματίες εργαλειοποιείται ελαφρά τη καρδία ως μέσο αποκατάστασης της δήθεν φορολογικής αδικίας που υφίστανται οι μισθωτοί. Προς αποκατάσταση της αλήθειας, η σύγκριση σε επίπεδο φορολογικών επιβαρύνσεων μεταξύ μισθωτών και μικρών επιχειρηματιών δεν είναι καν συμβατή. Οι μεν πρώτοι απολαμβάνουν σημαντικής έκπτωσης φόρου και κάρπωσης ετήσιου αφορολόγητου ορίου ύψους 8.636€, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τις μικρές επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι ατομικοί επιχειρηματίες δεν έχουν σταθερό/δεδομένο και προκαθορισμένο εισόδημα όπως οι μισθωτοί, ενώ σε πλείστες των περιπτώσεων φορολογούνται για ποσά που δεν έχουν καν εισπράξει αλλά τους οφείλονται. Τέλος και σε αντίθεση με τα όσα έχουν υποστηριχθεί, αναφορικά με την ύπαρξη ή μη αφορολόγητων ορίων στις λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μικροί επιχειρηματίες αρκετών κρατών – μελών απολαμβάνουν και αυτοί αφορολόγητων ποσών εισοδημάτων, όπως ακριβώς και οι μισθωτοί.
10) Δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των Ατομικών επιχειρήσεων έναντι των Εταιρειών (ΝΠ)
Συνιστά εύλογη απορία το γεγονός πως -βάσει του νέου φορολογικού- υποχρεώνονται μονάχα οι Ατομικές επιχειρήσεις και όχι οι Εταιρείες να εμφανίζουν ετήσια κερδοφορία. Από τη στιγμή που η μεγάλη πλειοψηφία των προσωπικών και κεφαλαιουχικών εταιρειών εμφανίζουν ζημιογόνες χρήσεις, δεν θα έπρεπε και αυτές – στη βάση της ισότιμης μεταχείρισης – να υπαχθούν στις διατάξεις του νέου φορολογικού συστήματος; Πως θα παταχθεί η φοροδιαφυγή των μεγάλων πολυεθνικών/εταιρειών, όταν δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του νέου φορολογικού;
11) Εμφάνιση ζημιογόνων χρήσεων και βιωσιμότητα Ατομικών επιχειρήσεων
Η διατύπωση της άποψης πως η εμφάνιση ζημιογόνων χρήσεων απαιτεί το κλείσιμο των συγκεκριμένων επιχειρήσεων καθώς είναι επιρρεπείς στην απόκρυψη εισοδημάτων, πέρα από λανθασμένη είναι και ενδεικτική της άγνοιας του τρόπου λειτουργίας της αγοράς. Όσοι εισηγούνται και ασπάζονται τη συγκεκριμένη άποψη δεν έχουν γνώση των κινδύνων που συνεπάγεται η ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Η εγγύηση έστω και ενός ελάχιστου ποσοστού κέρδους είναι ουτοπική, για τον πολύ απλό λόγο πως η ζήτηση/τζίρος δεν μπορεί να προκαθοριστεί και συνεπώς η εμφάνιση ζημιών ή χαμηλών κερδών είναι απολύτως φυσιολογικό γεγονός και δεν θα πρέπει να ξενίζει κανέναν. Η διατήρηση της δυνατότητας μεταφοράς ζημιών και συμψηφισμού με μελλοντικές κερδοφόρες χρήσεις, τήρησε τουλάχιστον τα προσχήματα, αποτρέποντας την πλήρη αποδόμηση της έννοιας του επιχειρείν.
12) Κάλυψη ελάχιστου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος
Πέραν των εισοδημάτων από μισθούς, συντάξεις και αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα θα έπρεπε να προσμετρούνται και άλλες πηγές εσόδων, όπως τα ενοίκια και οι αποδοχές από παράλληλη επιχειρηματική δραστηριότητα, στην κάλυψη του ελάχιστα οριζόμενου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος.
13) Υπέρμετρες επιβαρύνσεις εξαιτίας συσσώρευσης πληθώρας τεκμηρίων
Το νέο ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα των μικρών επιχειρηματιών που εισάγεται, δεν καταργεί τα παρωχημένα τεκμήρια διαβίωσης και δεν εξαλείφει πλήρως το τέλος επιτηδεύματος. Η φοροδοτική ικανότητα που προκύπτει όχι από τα πραγματικά δηλωμένα εισοδήματα αλλά από ανεδαφικά και έωλα κριτήρια/τεκμήρια προσδιορισμού επίπλαστων εισοδημάτων, θα επιτείνει τις αδικίες και υπάρχει ο κίνδυνος να ωθήσει έναν αριθμό μικρών επιχειρηματιών και ελευθέρων επαγγελματιών στη φοροδιαφυγή ως λύση για να μπορέσουν να κρατήσουν την επιχείρηση ή το επιτήδευμά τους ανοιχτό.
14) Υποχρέωση συγκέντρωσης περισσότερων ηλεκτρονικών αποδείξεων:
Το ποσό των ηλεκτρονικών αποδείξεων που θα πρέπει να συγκεντρωθούν από τους μικρούς επιχειρηματίες φέτος (2023), ώστε να μην επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο εισοδήματος +22%, θα είναι συνάρτηση όχι των δηλούμενων αλλά των τεκμαρτά προσδιοριζόμενων φορολογητέων εισοδημάτων τους. Το συγκεκριμένο ποσό προκύπτει από την εφαρμογή συντελεστή 30% επί του ετησίου εισοδήματος, το οποίο όμως θα συμπίπτει με το τεκμαρτό που θα προσδιορίζεται από φέτος απευθείας από την Εφορία. Συνεπώς, χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι /ατομικές επιχειρήσεις θα πρέπει μέσα σε λιγότερο από 1 μήνα που υπολείπεται για τη λήξη του 2023 να προλάβουν να καλύψουν πολύ υψηλότερα ποσά προσωπικών δαπανών με ηλεκτρονικές πληρωμές (αγαθά & υπηρεσίες).
15) Διακοπή επαγγελματικής δραστηριότητας – Απώλεια δημοσιονομικών εσόδων – Εξώθηση στην Παραοικονομία
Αυτοαπασχολούμενοι με πολύ χαμηλά φορολογητέα εισοδήματα/κέρδη, θα αναγκαστούν να “κλείσουν” την επιχείρησή τους, καθώς το επιπρόσθετο φορολογικό βάρος θα είναι μη διαχειρίσιμο. Σε αυτή την περίπτωση, το Δημόσιο θα έχει μόνο απώλειες, τόσο από την αιμορραγία φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών (μη μισθωτών) όσο και από την εκτίναξη της παραοικονομίας, στην οποία θα στραφούν αρκετοί από τους μικρούς επιχειρηματίες που θα διακόψουν τη δραστηριότητά τους. Η μετακίνηση των προαναφερθέντων στην άτυπη/σκιώδη οικονομία πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
16) Μαχητότητα/αμφισβήτηση του ελάχιστου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος
Παρά την περιγραφόμενη στις διατάξεις δυνατότητα αμφισβήτησης του ελάχιστου εισοδηματικού τεκμηρίου, αυτή είναι πρακτικά ανέφικτη. Κι αυτό διότι η αμφισβήτηση προϋποθέτει την αποδοχή διενέργειας φορολογικού ελέγχου (από τον υπόχρεο) στις δαπάνες, έσοδα και σε λοιπά οικονομικά στοιχεία της επιχείρησής του. Στην πράξη η όλη διαδικασία θα είναι τόσο χρονοβόρα και γραφειοκρατική, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα στις περιπτώσεις όσων φορολογούνται βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης, που θα καταστεί πλήρως αποθαρρυντική/αποτρεπτική. Η εκ των υστέρων δυνατότητα απόδειξης των πραγματικών εισοδημάτων με την προσκόμιση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών, καθίσταται ανεφάρμοστη από τη στιγμή που οι εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία, αρχεία και στοιχεία των φορολογουμένων από μόνες τους, δεν συνιστούν και δεν αποδεικνύουν λόγους εξαίρεσης.
17) Μείωση της φορολογικής συνείδησης των συνεπών υπόχρεων
Οι προωθούμενες αλλαγές ενδέχεται να ωθήσουν αυτοαπασχολουμένους που καταγράφουν σήμερα υψηλότερα κέρδη από το ελάχιστο προσδιοριζόμενο όριο (γενικός κανόνας το minimum των 10.920€), να δηλώσουν χαμηλότερα, προκειμένου να αποκτήσουν οικονομικό όφελος. Επιπλέον, δεν θα κινήσουν τις υποψίες της φορολογικής διοίκησης, ενώ την ίδια ώρα θα κερδίσουν και την κατά -50% μείωση του τέλους επιτηδεύματος (από 650€ στα 325€). Προς επίρρωση της συγκεκριμένης άποψης σήμερα έχουν καταγραφεί περίπου 137.000 ατομικές επιχειρήσεις με ετήσια φορολογητέα κέρδη πάνω από 20.000€ και οι οποίες με το νέο σύστημα θα δελεαστούν να δηλώσουν μικρότερα κέρδη. Γίνεται αντιληπτό πως η συγκεκριμένη παράμετρος θα προκαλέσει σημαντική αιμορραγία των φορολογικών εσόδων, ενώ παράλληλα η φοροδιαφυγή καθίσταται ιδιαιτέρως ελκυστική για τους συνεπείς και με υψηλά δηλωμένα φορολογητέα εισοδήματα επιχειρηματίες.
18) Ερήμωση περιφέρειας – μη Αστικών κέντρων
Η επικείμενη οικονομική ασφυξία και η εξαΰλωση της όποιας ρευστότητάς τους, θα ωθήσει πολύ μεγάλο μέρος των μικρών επιχειρηματιών της περιφέρειας, που με το ζόρι τα βγάζουν πέρα, σε κλείσιμο των καταστημάτων τους. Η ερημοποίηση χωριών, οικισμών και κοινοτήτων θα οδηγήσει σε εξαθλίωση των τοπικών κοινωνιών, στην περαιτέρω φτωχοποίησή τους και στην διάρρηξη του τοπικού κοινωνικού ιστού. Ως συνέπεια, η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου αλλά και της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών της επαρχίας και των ακριτικών περιοχών θα αποτυπωθεί στην πορεία της ελληνικής οικονομίας/ΑΕΠ.
19) Στιγματισμός Λιανικού εμπορίου
Βάσει όλων των παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως οι περίπου 95.000 Αυτοαπασχολούμενοι/ΦΠ στο Λιανικό εμπόριο, οι οποίοι υπόκεινται ήδη σε εξονυχιστικούς φορολογικούς ελέγχους, θα βρεθούν και πάλι στο επίκεντρο μιας άδικης ρητορικής, στιγματιζόμενοι ως φοροφυγάδες. Ακόμη χειρότερα, συνεπείς και αξιοπρεπείς επιχειρηματίες που βρίσκονται στο όριο συνταξιοδότησης, εν τέλει θα την στερηθούν, εξαιτίας της συσσώρευσης νέων φορολογικών χρεών. Είναι δουλειά της Φορολογικής διοίκησης να εξιχνιάσει, με την ευρεία γκάμα των εργαλείων που διαθέτει, τις εκτεταμένες περιπτώσεις φοροδιαφυγής που εντοπίζονται όμως στους λοιπούς κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και να μην προβαίνει σε ένα γενικότερο “τσουβάλιασμα” του επιχειρηματικού κόσμου χωρίς προφανή αιτία».
Με τιμή,
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Βασίλειος Παγώνης | Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Κων/νος Βερδέλης |