Με ένα ηχηρό μήνυμα, με μια επίκαιρη και δυναμική προτροπή θα κλείσει η χειμερινή περίοδος της Νέας Κινηματογραφικής Λέσχης Καλαμάτας. ΜΙΛΑ. Μίλα για όσα δεν μπορούν να ειπωθούν, μίλα για το κακό που συμβαίνει δίπλα σου, μίλα για το κακό που συμβαίνει σε σένα, μίλα για να γίνει ο κόσμος καλύτερος.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σάρλοτ Γουέλς AFTERSUN – 2022 (1-3-2023) πραγματεύεται τη σχέση της μνήμης με την ενηλικίωση και την απώλεια τόσο εύστοχα, που σε αφήνει ανοχύρωτο. Μιλά τόσο αναγνωρίσιμα για τις αναμνήσεις της ζωής, για τα πράγματα που χαράχτηκαν στην ψυχή, και τις μνήμες που ξαφνικά αναζωπυρώνονται και πάντα βρίσκουν τον τρόπο να βγουν στην επιφάνεια.
Τη σκυτάλη παίρνει η Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν με το δικό της σκηνοθετικό ντεμπούτο ΑΤΙΘΑΣΣΕΣ – 2015 (8-3-2023), μία τρυφερή ταινία με δυνατή φεμινιστική φωνή για τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη Τουρκία, η οποία ξεκινά ως ανάλαφρη κομεντί, σταδιακά όμως, η απελπισία, η αδικία, το αδιέξοδο του να έχεις γεννηθεί κορίτσι σε χώρες που δεν σου επιτρέπεται η επιλογή του μέλλοντός σου, την μεταμορφώνει σε δράμα και κάποιες στιγμές, σε θρίλερ απόδρασης κι επιβίωσης.
Η ταινία του Τζορτζ Κιούκορ GASLIGHTING – 1944 (15-3-2023), βασισμένη στο θεατρικό έργο του Πάτρικ Χάμιλτον με τίτλο Angel Street, «βάφτισε» μια μέθοδο ψυχολογικής χειραγώγησης , μια ύπουλη μορφή ψυχολογικής κακοποίησης, στην οποία ο θύτης παραπλανά το θύμα, το φτάνει σε σημείο να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, να αμφισβητεί τα συναισθήματά του και τη λογική του.
Η Λορά Βαντέλ από το Βέλγιο, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της PLAYGROUND 2021 (22-3-2023), συνιστά έναν ωμό κι επώδυνα ειλικρινή αποχαιρετισμό στην αθωότητα. Περιγράφει τον σχολικό εκφοβισμό με μια κινηματογραφική απλότητα η οποία συνδυάζει ποίηση και ρεαλισμό, σκληρότητα και συναίσθημα.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ με την ταινία του LA MALA EDUCATION 2004 (29-3-2023), χρησιμοποιώντας την τεχνική “της ταινίας μέσα στην ταινία”, με τον δικό του μοναδικό τρόπο σχολιάζει την πολυσυζητημένη ιστορία της κακοποίησης νεαρών αγοριών στα καθολικά σχολεία, κατά την δικτατορία του Φράνκο.
Τις ταινίες προλογίζουν προσκεκλημένοι ομιλητές, προσεγγίζοντας κάθε φορά το θέμα που πραγματεύονται.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ: 21:00 | αμφ. Θοδ. Αγγελόπουλος, Εργατικό Κέντρο Καλαμάτας | Είσοδος 5 ευρώ, ελεύθερη κάτω των 18
Η οπτική ταυτότητα της καμπάνιας ανήκει στον γραφίστα Danny Kargas.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΒΟΛΩΝ
TETAΡTH 01 ΜΑΡΤΙΟΥ
Aftersun
Drama | K-13 | 2022 | UK, USA | 101΄
Σκηνοθεσία: Charlotte Wells
Παίζουν: Paul Mescal, Frankie Corio, Celia Rowlson-Hall
ΤΕΤΑΡΤΗ 08 ΜΑΡΤΙΟΥ
Ατίθασες – Mustang
Drama | K-13 | 2015 | T | 97΄
Σκηνοθεσία: Deniz Gamze Ergüven
Παίζουν: Günes Sensoy, Doga Zeynep Doguslu, Tugba Sunguroglu
ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Εφιάλτης – Gaslight
Drama | K-13 | 1944 | USA | 114΄
Σκηνοθεσία: George Cukor
Παίζουν: Charles Boyer, Ingrid Bergman, Joseph Cotton
ΤΕΤΑΡΤΗ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ
Στην αυλή του σχολείου – Un monde
Drama | K-13 | 2021 | B | 114΄
Σκηνοθεσία: Laura Wandel
Παίζουν: Maya Vanderbeque, Günter Duret, Lena Girard Voss
ΤΕΤΑΡΤΗ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ
Κακή Εκπαίδευση – La Mala Educación
Crime, Drama | K-17 | 2004 | Es | 106΄
Σκηνοθεσία: Pedro Almodóvar
Παίζουν: Gael García Bernal, Fele Martínez, Javier Cámara
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΠΡΟΒΟΛΩΝ
TETAΡTH 01 ΜΑΡΤΙΟΥ
Aftersun – για μετά τον ήλιο.
Για να καταπραΰνεις το φλεγόμενο δέρμα, την ένταση της σκέψης, το θυμό. Τον ήλιο που όταν θέλει όλα τα φανερώνει, ή τα καλύπτει με τη θαμπάδα του και τ’ αφήνει να σιγοβράζουν μέσα της.
Η Σόφι έχει μόλις γίνει 11. Ο μπαμπάς της, ο Κέιλεμ, σε λίγες μέρες θα γίνει 130. Τουλάχιστον έτσι λέει εκείνη, όταν τον πειράζει, στα home movies που τραβούν στο τυποποιημένο δωμάτιό τους, στο all inclusive ξενοδοχείο στα τουρκικά παράλια, όπου πηγαίνουν, οι δυο τους, για μια εβδομάδα διακοπών, αμέσως μετά το διαζύγιο των γονιών της. Αυτή είναι η Σόφι του 2000 – χαριτωμένη, ολοζώντανη, ένα παιδί που προσπαθεί να καταλάβει και ν’ αγαπήσει αλλά απορεί, πληγώνεται, σοκάρεται όταν υποψιάζεται ότι ο μπαμπάς της δυσκολεύεται να είναι μπαμπάς της, να ενηλικιωθεί. Η Σόφι σήμερα, είκοσι χρόνια αργότερα, επιστρέφει με την (παραπλανητική, πάντα), μνήμη της σ’ εκείνες τις μέρες, στο ψηφιδωτό από εικόνες και φράσεις, σε αλλεπάλληλα flash backs σε αποσπασματικές στιγμές τρυφερότητας, αδεξιότητας, μοναξιάς, στιγμές που καθόρισαν, τελικά, με διαφορετικό τρόπο, την πορεία και των δυο τους.
Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τη Σκωτσέζα Σάρλοτ Γουελς, που όχι μόνο σάρωσε στα βραβεία, αλλά έχει τη συναισθηματική νοημοσύνη, ντυμένη μ’ ένα ποιητικό αλλά γεμάτο χιούμορ ύφος και ακριβείς διαλόγους, που της επιτρέπουν να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές κάθε θεατή, μιλώντας προσωπικά, μάλλον αυτοβιογραφικά, για κάτι καθολικό, τη σχέση μας με τους γονείς μας, τον τρόπο με τον οποίο η οπτική μας γι’ αυτούς αλλάζει, καθαρίζει, όσο μεγαλώνουμε.
Η Φράνκι Κόριο ως Σόφι έχει μια ακαταμάχητη φυσικότητα κι ένα χαμόγελο που κυριεύει τις σκηνές της, ο Πολ Μεσκάλ κρατά γερά την ισορροπία του, ενσαρκώνοντας έναν ήρωα σε διαρκή εσωτερική σύγκρουση την οποία ποτέ δεν αφήνει να ξεσπάσει. Με μια αισθητική καλοκαιρινή, ηλιόλουστη, με τη μελαγχολία μιας καλοκαιρινής βραδιάς, με τα απανωτά flash backs να σχηματίζουν, σιγά-σιγά, μια ουσιαστική εικόνα για τον Κέιλεμ και την αντίστασή του στην ενηλικίωση και την υπευθυνότητα, με διάχυτη αγάπη και τη θλίψη μιας μακροχρόνιας προδοσίας, η Σάρλοτ Γουελς χτίζει μια ταινία πανέμορφη και συγκινητική: όχι θεαματική, όχι συνταρακτική ή ρηξικέλευθη, αλλά ακέραια κι αληθινή, ένα ιδανικό πρώτο δείγμα δουλειάς από μια σκηνοθέτη έτοιμη ν’ αφηγηθεί τις ζωές όλων μας.
Πολυβραβευμένη ταινία πέρσι μεταξύ άλλων στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών, στα Βρετανικά Βραβεία Ανεξάρτητου Κινηματογράφου, στην Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ ο πρωταγωνιστής Paul Mescal είναι υποψήφιος φέτος για το Οσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου σε λίγες μέρες.
Προλογίζει η Γεωργία Οικονομοπούλου, επιμελήτρια εκδόσεων, συντονίστρια της ομάδας για τη γυναικεία γραφή “sister outsider”
ΤΕΤΑΡΤΗ 08 ΜΑΡΤΙΟΥ
Ατίθασες – Mustang
Πέντε αδερφές που έχουν χάσει τους γονείς τους ζουν μαζί με τη γιαγιά τους και τον θείο τους τον Ερόλ σε ένα χωριό στα βάθη της Τουρκίας. Μετά από μία μέρα που βγήκαν και διασκέδασαν με αγόρια, η γιαγιά και ο θείος αποφασίζουν να τις αποκόψουν από τον έξω κόσμο. Η διαπαιδαγώγησή τους είναι αυστηρή, καθώς είναι έγκλειστες στο σπίτι, δεν πάνε σχολείο, φορούν συντηρητικά ρούχα και όλη τη μέρα προετοιμάζονται να γίνουν νοικοκυρές.
Τα κορίτσια όμως έχουν αντιστάσεις: με τα μακριά μαύρα τους μαλλιά να ανεμίζουν, όμορφες σαν τα χρόνια της νότης τους, γελούν, πειράζονται, χορεύουν, ερωτεύονται, ζουν ανέμελα τις πρώτες μέρες ενός ζεστού, ηλιόλουστου καλοκαιριού. Μέχρι που ανήσυχη γιαγιά και ανυπόμονος θείος σκέφτονται την τέλεια λύση: ξεκινώντας από τις μεγάλες, να τις παντρέψουν με προξενιό. Μία βίαιη διαδικασία «ξεφορτώματος» ξεκινά. Πώς μπορούν να αντισταθούν; Πώς σπάει το χαλινάρι αιώνων από τη ράχη σου; Πώς μπορείς να τρέξεις ελεύθερη, μακριά;
Οι Ατίθασες ανταμείφθηκαν με πλειάδα βραβείων όπου προβλήθηκαν. Λογικό, καθώς η πρωτοεμφανιζόμενη Τουρκάλα με σπουδές στη Γαλλία Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν γράφει και σκηνοθετεί μια ιστορία θηλυκής ενηλικίωσης που τα έχει όλα. Πρώτον, ένα γνώριμο εξωτισμό, καθώς αφορά πέντε αδελφές οι οποίες μεγαλώνουν στην αναπόδραστη και απόλυτα οπισθοδρομική πραγματικότητα της επαρχιακής βόρειας Τουρκίας.
Κατόπιν, την έντονη κοινωνική ματιά και μια ομάδα χαριτωμένων βασικών χαρακτήρων, ενώ, τέλος, καθημερινές χαρές και λύπες, ακόμα και τραγωδίες, με μια πολύχρωμη χαλαρότητα που συγκινεί, προβληματίζει, μα απελευθερώνει ταυτόχρονα τον θεατή (ρεαλισμός και αφέλεια ισορροπούν δεξιοτεχνικά). Χωρίς να ξεπέφτει στο μελόδραμα ή στη φάρσα, η Εργκιουβέν χειρίζεται το κινηματογραφικά οικείο με σπιρτόζικο, φωτογενή τρόπο και τηρεί μια αξιοθαύμαστη αφηγηματική συνέπεια η οποία «λύνει» το κοινό, αιχμαλωτίζοντάς το σε ένα μοντέρνο παραμύθι.
Οι «Ατίθασες» σαρωσαν κάθε είδους διάκριση: Βραβείο Κοινού στη Θεσσαλονίκη και στο Σικάγο, Βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συμμετοχή στο «Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών» των Κανών, υποβολή της Γαλλίας στα ξενόγλωσσα Όσκαρ.
Προλογίζουν μαθητές και καθηγητές του προγράμματος «Σχολεία-Πρέσβεις του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου» του Γ.Ε.Λ. Αρφαρών
ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Εφιάλτης – Gaslight
Αγγλία, Βικτωριανή εποχή. Μετά τη δολοφονία της θείας της η Πόλα Άλκουιστ (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) στέλνεται στην Ιταλία προκειμένου να ξεχάσει το τραγικό συμβάν (το οποίο μένει ανεξιχνίαστο) και να σπουδάσει μουσική. Τα χρόνια περνούν κι η Πόλα έχει ακολουθήσει τα χνάρια της θείας της κάνοντας επιτυχία στον κόσμο της όπερας. Κάποια στιγμή γνωρίζεται με έναν μουσικό, μεγαλύτερο απ’ αυτήν, τον Γκρέγκορι Αντόν (Σαρλ Μπουαγιέ) τον οποίο ερωτεύεται κι έπειτα παντρεύεται.
Η ευτυχία όμως είναι σύντομη για την Πόλα, καθώς ο σύζυγός της την πείθει να επιστρέψουν στο Λονδίνο και να ζήσουν στο σπίτι της θείας της. Η επιστροφή στο σπίτι σηματοδοτεί και την αλλαγή στη συμπεριφορά του Γκρέγκορι, ο οποίος προφασίζεται λόγους για να την κάνει να φανεί τρελή και της απαγορεύει συναναστοφές με τον έξω κόσμο. Η Πόλα παραμένει έγκλειστη και μόνη στο τεράστιο αυτό σπίτι με παρέα μια καιροσκόπο υπηρέτρια (Άντζελα Λάνσμπερι), όταν ο Γκρέγκορι φεύγει και την αφήνει μόνη τα βράδια χωρίς να της εξηγήσει το λόγο.
Η νεαρή κοπέλα βουτηγμένη στην απόγνωση αγγίζει τα όρια της τρέλας, καθώς η άφιξή της στο Λονδίνο συνοδεύεται από παράξενα γεγονότα, για τα οποία δε μπορεί να βρει εξηγήσεις (τα φώτα του γκαζιού που χαμηλώνουν μόνα τους, ήχοι που προέρχονται από τη σοφίτα, που υποτίθεται ότι είναι κλειστή κι αντικείμενα που χάνονται διά μαγείας). Είναι τρελή ή μήπως κάποιος άλλος προσπαθεί θέλει να τη βγάλει τρελή για προσωπικούς λόγους; Έχοντας πλέον αποξενωθεί με το σύζυγό της, η μόνη της ελπίδα φαίνεται να είναι ένας νεαρός αστυνομικός Μπράιαν Κάμερον (Τζόζεφ Κότεν), οποίος δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την εξιχνίαση του εγκλήματος της θείας της.
Ίσα μέρη ψυχολογικού θρίλερ και μυστηρίου, η ταινία Gaslight (1944, με τον ελληνικό τίτλο «Εφιάλτης») αποτελεί τη δεύτερη διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Patrick Hamilton. Σε σκηνοθεσία του George Cukor και σενάριο των John Van Druten, Walter Reisch και John L. Balderston, προτάθηκε για 7 Όσκαρ κερδίζοντας 2, το Α’ Γυναικείου Ρόλου (Ingrid Bergman) και Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης (Cedric Gibbons, William Ferrari, Edwin B. Willis, Paul Huldschinsky), ενώ υπήρξε υποψήφια για Καλύτερης Ταινίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου (Charles Boyer), Β’ Γυναικείου Ρόλου (Angela Lansbury), Σεναρίου (John L. Balderston, Walter Reisch, John Van Druten), Φωτογραφίας (Joseph Ruttenberg), ενώ Κέρδισε Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία Α’ Γυναικείου Ρόλου (Ingrid Bergman)
Προλογίζει η Ευή Τσικρικού, ψυχολόγος και επιστημονικά υπεύθυνη της Μονάδας Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης Θάλπος Καλαμάτας
ΤΕΤΑΡΤΗ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ
Στην αυλή του σχολείου – Un monde
Υπάρχει κάτι πιο αθώο αλλά ταυτόχρονα τρομακτικό, από την πρώτη μέρα σε καινούριο σχολείο για ένα 7χρονο παιδί; Τυφλόμυγα και τιμωρίες, γέλιο και φόβος, η επίπονη και απαραίτητη ανάγκη του ανήκειν και η δύσκολη συνθήκη του σχολικού εκφοβισμού, μέσα από τα μάτια (και το ύψος) των παιδιών.
Όταν ο Αμπέλ πέφτει θύμα bullying από άλλα παιδιά, η Νορά σπεύδει να τον προστατεύσει. Όμως εκείνος της ζητά να μην πει τίποτα. Ανάμεσα στον κόσμο των ενηλίκων και σε αυτόν των παιδιών, η Νορά προσπαθεί να βρει τη θέση της. Η μικρή Νορά δεν θέλει ν’ αποχωριστεί τον μπαμπά της στην αυλή του σχολείου. Τον αγκαλιάζει και κλαίει σιωπηλά. Η καθημερινότητα εκεί είναι δυσβάσταχτη, αλλά κανείς δεν το ξέρει. Ο αδελφός της, ο Αμπέλ, κάθε μέρα πέφτει θύμα των άλλων αγοριών της τάξης που τον βασανίζουν και τον εξευτελίζουν, ξανά και ξανά, χωρίς οι πολυάσχολοι, κουρασμένοι κι εκνευρισμένοι δάσκαλοι να το παρατηρούν. Η Νορά γνωρίζει, αλλά ο Αμπέλ την έχει ορκίσει να μην το πει στους «μεγάλους». Πόσο θ’ αντέξει το κοριτσάκι να μείνει σιωπηλό κάτω από ένα τόσο βαρύ φορτίο;
Η Λορά Γουαντέλ, διακεκριμένη ήδη από τη μικρού μήκους της, «Les corps étrangers» του 2014, γράφει και σκηνοθετεί μια ταινία για το bullying, βραβεύεται στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών, κάνει το γύρο του κόσμου και υποβάλλεται από το Βέλγιο για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Η σκηνοθετική ματιά της είναι αφοπλιστική. Η κάμερα εστιάζει, σχεδόν πάντα και σχεδόν μόνο, στο πρόσωπο της Νορά. Η βία περνά κλεφτά από την περιφερειακή όραση. Ο,τι συμβαίνει στο σχολείο, συμβαίνει κυρίως εκτός κάμερας, με τον θεατή ν’ ακούει τη δράση και ν’ αντιλαμβάνεται τη φρίκη της στα εκφραστικά μάτια της Νορά (τι δώρο αυτή η ερμηνεία της μικρής Μάγια Βάντερμπεκ), στα χείλη της που πεισμώνουν ή τρεμοπαίζουν για να μην κλάψει. Η συναισθηματική ένταση κι η οργή αυξάνοντονται σταδιακά κι εκρηκτικά.
Κινηματογραφικά μοναδική ταινία που θέτει στο επίκεντρο την παιδική εμπειρία, στη δύσκολη συνθήκη του σχολικού εκφοβισμού. Διακρίθηκε με Βραβείο FIPRESCI Τμήματος “Ένα Κάποιο Βλέμμα” ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ 2021 και Ειδικό Βραβείο για την Προώθηση της Ισότητας των Φύλων ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΣΑΡΑΓΙΕΒΟ 2021.
ΤΕΤΑΡΤΗ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ
Κακή Εκπαίδευση – La Mala Educación
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ με την ταινία La mala educacion (Κακή Ανατροφή), χωρίς ενδοιασμούς μιλά για την Ισπανία του Φράνκο, για την εποχή μετά την δικτατορία και για τα σκοτεινά αντικείμενα του πόθου των ηρώων του, που μεγάλωσαν στο ίδιο καθολικό σχολείο.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ έχει καταγωγή από τη Λα Μαντσά, πατρίδα του λογοτεχνικού Δον Κιχώτη. Ο Αλμοδόβαρ έπλαθε ιστορίες για να τις εξιστορήσει στις αδερφές του, οι οποίες κρέμονταν απ’ τα χείλια του και τον παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Είχε έμμονη με τον κινηματογράφο, έβλεπε όλες τις ταινίες που έρχονταν στη μικρή πόλη και μετά εξιστορούσε την πλοκή στους δικούς του. Η βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια Αλμοδόβαρ έστειλε τον Πέδρο σε ένα καθολικό σχολείο, όπου ο ίδιος διαπίστωσε ότι πολλοί από τους ιερείς είχαν παιδοφιλικές τάσεις. Αν και ο ίδιος δεν κακοποιήθηκε ποτέ σεξουαλικά, γνώριζε ότι υπήρχαν αυτά τα περιστατικά και είχε γίνει μάρτυρας σε αρκετά. Ο ίδιος ανέφερε ότι γνώριζε έναν ιερέα, που είχε δημιουργήσει ολόκληρο «χαρέμι με 20 μικρά αγόρια».
Η σεξουαλική κακοποίηση που έζησαν οι συμμαθητές του στο καθολικό σχολείο αποτελεί το εφαλτήριο της δημιουργίας ενός ακόμη αριστουργήματος. Της «Κακής Εκπαίδευσης». Μιας -δυστυχώς- άκρως ρεαλιστικής ταινίας, στην οποία θίγονται, απροκάλυπτα, θέματα σεξουαλικής και πάσης φύσεως κακοποίησης ή εκμετάλλευσης.
Η επικράτηση του φαινομένου της εθελοτυφλίας, πέρα απ’ το γεγονός ότι αποτελεί αίτιο της σταδιακής διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, εξηγεί και τον λόγο που οι ταινίες του Αλμοδοβάρ χαρακτηρίζονται «περίεργες» από πολλούς. Υπό το βλέμμα του Πατέρα Μάνολο, δύο αγόρια επιδίδονται στην εξερεύνηση της σεξουαλικότητας τους, ανακαλύπτοντας την έλξη για το ίδιο φύλο. Ύστερα από χρόνια ξανασυναντιούνται, ώστε να κάνουν ταινία όλα αυτά που έζησαν κατά τα παιδικά τους χρόνια. Σε μια ελεύθερη πλέον Ισπανία (καθώς μεγάλωσαν την εποχή διακυβέρνησης του Φράνκο), ο Ιγκνάθιο είναι ηθοποιός σε μικρές παραγωγές και ο Ενρίκο σκηνοθέτης σε αναζήτηση σεναρίου για την επόμενη ταινία του. Ο Ιγκνάθιο επισκέπτεται τον φίλο και πρώτο του έρωτα Ενρίκο μετά από πολλά χρόνια, για να του προτείνει ένα σενάριο που έγραψε ο ίδιος και μιλά για την ζωή του, όντας μαθητής στο έλεος του παιδόφιλου Πατέρα Μανόλο. Το σενάριο αναστατώνει τον Ενρίκο, καθώς φέρνει πίσω αναμνήσεις που πίστευε πως είχε ξεχάσει. Παρόλα αυτά, ο νεαρός σκηνοθέτης αποφασίζει τελικά να γυρίσει την ταινία και μάλιστα με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Ιγκνάθιο! Οι δύο άνδρες θα συνδεθούν ερωτικά χωρίς αναστολές, αλλά το μυστικό της ταυτότητας του Ιγκνάθιο θα ανατρέψει τις ισορροπίες, φέρνοντας στο φως έναν φοβερό φόνο.
Μέλημα του Αλμοδοβάρ στην εν λόγω ταινία είναι απόδειξη του άρρηκτα συνδεδεμένου παρελθόντος-παρόντος. Τίποτα δεν ξεχνιέται. Κυρίως, όταν μιλάμε για τραύματα που έχουν επέλθει από σεξουαλική κακοποίηση κατά την νεαρή ηλικία.
Προλογίζει η Λέσχη