Του Παναγιώτη Αλευρά, επικεφαλής της Παράταξης «Δημοκρατική Πελοποννησιακή Συνεργασία» – Περιφερειακού Συμβούλου – πρ. Αντιπεριφερειάρχη ΠΕ Μεσσηνίας
Βασικό εμπόδιο, εκτός των άλλων, για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της Δ.Ε.Η. Οι δανειστές πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση και μια τέτοια εξέλιξη, εάν αποδεχθεί η κυβέρνηση, θα έχει μεγάλες επιπτώσεις στην εθνική μας οικονομία, στην κοινωνία και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Είναι γνωστό βέβαια ότι το άνοιγμα της ενεργειακής αγοράς έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια με τη «Μικρή Δ.Ε.Η.» με το πρόσχημα να ενισχυθεί ο υγιής ανταγωνισμός προς όφελος των καταναλωτών.
Άλλωστε έχουν γίνει ατυχείς χειρισμοί στο παρελθόν, που οδήγησαν τη Δ.Ε.Η. σε στραγγαλισμό με υπερδανεισμό ύψους 5 δις και την κατέστησαν εισπρακτικό μηχανισμό με ληξιπρόθεσμες οφειλές πάνω από 2,5 δις ευρώ.
Η σκόπιμη αυτή υποβίβαση της Δ.Ε.Η., έχει στόχο η ιδιωτικοποίησή της να είναι ανώδυνη.
Όμως, η ιδιωτικοποίηση της Δ.Ε.Η. θα έχει άμεσο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο, καθώς θα έχει ολέθριες επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό της χώρας, στη βιομηχανία, στον τουρισμό, στον αγροτικό τομέα και στα νοικοκυριά.
Μάλιστα, προσανατολίζονται να πωληθεί το 40% των λιγνιτικών μονάδων, χωρίς τα ορυχεία, τα οποία απαιτούν μεγάλες και χρονοβόρες επενδύσεις.
Στην περίπτωση αυτή, η τροφοδοσία των σταθμών θα είναι εξασφαλισμένη (με ποινικές ρήτρες για ποιότητα και ποσότητα λιγνίτη), μέσω συμφωνιών μεταξύ των «κρατικών» λιγνιτορυχείων και του ιδιώτη παραγωγού.
Η επιλογή αυτή μπορεί να έχει λιγότερο πολιτικό κόστος, επειδή η πλειοψηφία του προσωπικού της Δ.Ε.Η. απασχολείται στα λιγνιτορυχεία, όμως οι οικονομικές επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές και μεγάλες.
Η διαφαινόμενη ιδιωτικοποίηση της Δ.Ε.Η. έχει φέρει μεγάλη αναστάτωση και στην ευρύτερη περιοχή της Μεγαλόπολης.
Όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν προκαλέσει μεγάλη αγωνία και ανασφάλεια για το μέλλον μιας περιοχής που έχει συνδέσει την οικονομική βιωσιμότητά της με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού.
Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να διαφυλάξουμε τον Δημόσιο χαρακτήρα της Δ.Ε.Η. και να αγωνισθούμε για μία Εθνική Πολυδιάστατη Ενεργειακή Πολιτική που να ανταποκρίνεται στον αναπτυξιακό και κοινωνικό της ρόλο.