Του Παναγιώτη Αλευρά*
Στο πρόσφατο 3ο μνημόνιο υπήρχαν σαφείς δεσμεύσεις για απόδοση φόρων και περικοπές στον αγροτικό τομέα ύψους 2 δις περίπου. Αυτές τις δεσμεύσεις ψήφισαν όλα τα κόμματα (πλην του Κ.Κ.Ε.) παρ΄ ότι σήμερα όλη η αντιπολίτευση «συμπαρίσταται» και δηλώνει αλληλέγγυα, υποκριτικά όμως, στα δίκαια αιτήματα των αγροτών.
Αντί λοιπόν να υπάρξει μια εθνική συνεννόηση για την εξεύρεση μιας δέσμης μέτρων που θα αντικαθιστούν τις δεσμεύσεις των μνημονίων και παράλληλα την προώθηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου το οποίο θα αξιοποιεί τα συγκριτικά γεωφυσικά πλεονεκτήματα της χώρας μας , επιδίδονται σε μία στείρα αντιπολίτευση (απεμπολώντας τις ευθύνες τους) και δείχνοντας περισσή υποκρισία , ενδιαφερόμενοι δήθεν για τα αιτήματα των αγροτών.
Από την άλλη μεριά οφείλει η Κυβέρνηση σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στον αγροτικό τομέα (ΓΕΩΤΕΕ , ΠΑΣΕΓΕΣ, Αγροτικοί Σύλλογοι, Συνεταιρισμοί , Ε.Α.Σ., κ.λ.π.), να προωθήσουν μια φορολογική πολιτική που να συμβαδίζει με την πολιτική ανάπτυξης του αγροτικού τομέα.
Άλλωστε αναφέρεται ρητά και στο 3ο μνημόνιο ότι στον αγροτικό τομέα οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευτεί να υιοθετήσουν έως τον Δεκέμβριο του 2015 μία στρατηγική βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να στοχεύει στην απαιτητική γεωργία που έχει ως επίκεντρο τον τομέα της αγροδιατροφής , προσαρμοσμένη στο διατροφικό μοντέλο των σύγχρονων κοινωνιών και της καταναλωτικής ζήτησης για ποιοτικά προϊόντα.
Επίσης, να βελτιωθούν οι συνθήκες της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων στην ανάληψη μιας εθνικής πρωτοβουλίας για την προώθηση και διαχείριση των δικτύων εξαγωγών και το κυριότερο στην ενθάρρυνση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τους νέους και δραστήριους αγρότες.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται εξειδίκευση κατάλληλων και ρεαλιστικών κινήτρων και αντικινήτρων.
Πως όμως μπορεί να αναπτυχθεί μία ανταγωνιστική γεωργία όταν επιβαρύνεται σημαντικά το κόστος παραγωγής, επιχειρείται «τσουβάλιασμα» των αγροτών με τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή ανεξάρτητα εισοδηματικής στάθμης και όταν ο συνάδελφός του στην Ε.Ε. προμηθεύεται τα γεωργικά του εφόδια με συντελεστή Φ.Π.Α. 5-7% και όχι 23%. Γι΄ αυτούς τους λόγους κορυφώνεται η αγωνία των αγροτών και οι ημέρες που έρχονται ανησυχούν και κινητοποιούν τους αγρότες , με αιχμή τις αλλαγές στο φορολογικό.
Σαφέστατα η φορολογική πολιτική διαδραματίζει ρόλο αναδιανεμητικό και κοινωνικό, ενώ επηρεάζει καθοριστικά το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ανάπτυξης. Οι φορολογικές επιβαρύνσεις (αντικίνητρα) οδηγούν σε συρρίκνωση της προσφοράς ενώ αντίθετα οι φορολογικές ελαφρύνσεις (κίνητρα) εντείνουν την γεωργική δραστηριότητα και τον ρυθμό εισόδου και εγκατάστασης νέων αγροτών.
Άλλωστε οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι δεν είναι αντίθετοι στην δίκαιη φορολόγηση του αγροτικού εισοδήματος. Πρέπει όμως να γίνει επανένταξη στον γενικότερο επιχειρηματικό κλάδο με όλες τις παγκοσμίως παραδεκτές ιδιαιτερότητες των Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και όχι να φορολογούνται ως επιτηδευματίες/ ελεύθεροι επαγγελματίες.
Γιατί ο ισχύων νόμος που ψηφίστηκε πριν 2 χρόνια δεν αποδέχεται :
- Τις αποσβέσεις της υπολειμματικής αξίας όλων των παγίων περιουσιακών στοιχείων των Γ.Ε. ως έξοδο, αλλά αντίθετα τις υπολογίζει ως κέρδος.
- Την φοροαπαλλαγή της εργασίας των αγροτών.
- Το τεκμαρτό ενοίκιο της ιδιόκτητης γης.
- κ.λ.π
Θεωρώ ότι μπροστά σ΄ αυτή την κατάσταση των προαπαιτούμενων του 3ου μνημονίου στον αγροτικό τομέα (φορολογικά, ασφαλιστικά, αύξηση κόστους παραγωγής) οι αγώνες και οι κινητοποιήσεις των αγροτών είναι δίκαιες και παράλληλα βοηθούν την Κυβέρνηση για διαπραγμάτευση και εξεύρεσης ισοδύναμων μέτρων.
Η χάραξη μια ολοκληρωμένης στρατηγικής για τον αγροτικό τομέα κάτω από τις σημερινές συνθήκες είναι επιτακτική ανάγκη. Ο πρωτογενής τομέας μπορεί να συμμετέχει σημαντικά τόσο στην αειφόρο αγροτική ανάπτυξη όσο και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η ανύψωση της αγροτικής οικονομίας κάτω από την σύνταξη ενός εθνικού πλαισίου είναι βασική προϋπόθεση. Το εθνικό αυτό σχέδιο – πλαίσιο θα μπορούσε να περιλαμβάνει δράσεις εκσυγχρονισμού της παραγωγής με έμφαση σε προϊόντα για τα οποία η χώρα μας έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα και ιδιαίτερα στα κριτήρια της ποιότητας αυτών.
Τα 19 δις ευρώ τα οποία θα εισρεύσουν στη χώρα μας για τον αγροτικό τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αγροτική ανάπτυξη) ως κοινοτικοί πόροι μέχρι το 2020 κατά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο θα πρέπει να διαχειριστούν ορθά και να μην σπαταληθούν για άλλη μια φορά σε λάθος χέρια, σε λάθος κατευθύνσεις και λάθος επενδύσεις .
Πρέπει οι πόροι να κατευθυνθούν σε παραγωγικές επενδύσεις ,σε έργα αγροτικών υποδομών, στην μείωση της ανεργίας της υπαίθρου, καθώς επίσης στην έρευνα ,την μεταφορά της γνώσης και της καινοτομίας, για μια σύγχρονη και ανταγωνιστική γεωργία που θα στηρίζει την αγροτική μας οικονομία.
* Επικεφαλής της Παράταξης “Δημοκρατική Περιφερειακή Συνεργασία” – Περιφερειακός Σύμβουλος – Πρ. Αντιπεριφερειάρχης Π.Ε. Μεσσηνίας