Του ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΚΟΡΔΟΥ
Υποψηφίου Διδάκτορα Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Οι υδρόμυλοι του Μηναγιώτικου ρέματος κατά την Β΄ Ενετοκρατία
Η περιοχή της Νότιας Μεσσηνίας διακρίνεται για το φυσικό της κάλλος και τον βιολογικό της πλούτο, ενώ χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα πλούσια χλωρίδα και πανίδα καθώς και από μεγάλη ποικιλία οικοτόπων. Παράλληλα, το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και η ικανοποιητική περίοδος βροχοπτώσεων, καθώς οι χειμώνες είναι ήπιοι και βροχεροί στα πλαίσια ενός μεσογειακού κλίματος, τροφοδοτούν υπόγειες λίμνες της ευρύτερης περιοχής και δημιουργούν έναν αξιόλογο υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Έτσι, μέσα στους υδροπερατούς ασβεστόλιθους της «ζώνης της Πίνδου» σχηματίζονται υδροφόροι ορίζοντες και καρστικά έγκοιλα, που τροφοδοτούν αρκετές πηγές επαφής, οι οποίες έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός δικτύου ρεμάτων.
Ένα από τα πιο σημαντικά της περιοχής είναι το Μηναγιώτικο ρέμα, το οποίο βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της λεκάνης απορροής των ποταμών της Μεσσηνίας και πηγάζει από τις παρυφές του όρους Λυκόδημου, ενώ ρέει προς τα νοτιοδυτικά και εκβάλλει στον Όρμο Μεθώνης, δυτικά της Φοινικούντας. Κατά μήκος του Μηναγιώτικου ρέματος, από τις πηγές του «Κεφαλόβρυσου», σε υψόμετρο 340 μέτρων στην ημιορεινή περιοχή του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων, έως την περιοχή της Φοινικούντας έχουν εντοπισθεί 12 υδρόμυλοι, ενώ με εξαίρεση έναν από αυτούς (υδρόμυλος «Μασούρα») που σώζεται σε καλή κατάσταση, οι υπόλοιποι σώζονται είτε αποσπασματικά είτε σε μορφή ερειπίων.
Έχοντας ως σημείο χρονικής αναφοράς της εξεταζόμενης περιοχής τα τέλη του 17ο αιώνα και συγκεκριμένα την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας (1685-1715), κατά την οποία η Βενετοί ανακαταλαμβάνουν την περιοχή της Μεσσηνίας και συνολικά την Πελοπόννησο από τους Οθωμανούς, η επιστημονική έρευνα λαμβάνει υπόψη τα σχετικά πρόσφατα ιστορικά τεκμήρια, μέσα από την ανακάλυψη μιας σειράς πρωτότυπων βενετικών χαρτών (εικ. 1) που αφορούν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Είναι γεγονός ότι, μετά το 1687, οι Βενετοί απέκτησαν την Μεσσηνία, μια περιοχή για την οποία απουσίαζε η σαφής χαρτογράφηση των κτημάτων όχι μόνο λόγω της διαφορετικής δημοσιονομικής εικόνας τους επί οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά κυρίως λόγω του κενού εξουσίας που εμφανίστηκε μετά την αποχώρηση των τούρκων κατοίκων και διοικητών. Έτσι, οι Βενετοί, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ανυπέρβλητα προβλήματα σε σχέση με την κτηματογράφηση της περιοχής, καθώς οι μαρτυρίες των αγροτών της περιοχής, σε σχέση με την προφορική επιβεβαίωση των γαιοκτητικών ή άλλων δικαιωμάτων επί της γης, δεν ήταν πάντα αξιόπιστες και συχνά πυκνά παρείχαν αντικρουόμενες πληροφορίες. Η ρευστή μεταβατική κατάσταση διευκόλυνε τους γηγενείς πληθυσμούς, καθώς θεωρούσαν ότι δεν τους εξυπηρετούσε να αντιμετωπίσουν θετικά τον όποιο δυτικό εκσυγχρονισμό, ενώ απέναντι στον εκσυγχρονισμό των Βενετών προτιμούσαν να υπολογίζουν στη δική τους εδαφικότητα (δηλαδή τη τακτική κατοχύρωσης εδαφών με το δικό τους ευμετάβλητο και εύκολα διαχειρίσιμο τρόπο), τη ρευστή και εύκολα μετακινούμενη. Έτσι, με τη βοήθεια διαφορετικών εκάστοτε μαρτύρων, επικαλούνταν ως φυσικά όρια των κτημάτων τους όχθες ρεμάτων, χειμάρρων αλλά και δέντρα, αμπέλια, πεζούλες, μετακινούμενους φράχτες, μύλους και ξωκλήσια ή επιδείκνυαν οθωμανικά έγγραφα, των οποίων την εγκυρότητα καλούνταν να πιστοποιήσουν ή να αμφισβητήσουν οι εκκλησιαστικές αρχές και κάποιοι εναπομείναντες διοικητικοί ταγοί, μη κινούμενοι όμως και αυτοί από άδολες προθέσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για πραγματικό άθλο, από τον οποίο στο τέλος οι Βενετοί δεν βγήκαν νικητές.
Σε σχέση με την αποτύπωση των υδάτινων πόρων στον σπάνιο χάρτη της εξεταζόμενης περιοχής, οι ποταμοί (fiumi), οι μεγάλες κοιλάδες (valli) και οι μικρότερες ρεματιές (valette) σημειώνονται με μπλε γραμμές διαφορετικού πάχους και κατονομάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ οι υδρόμυλοι (molin) σημειώνονται στο χάρτη με μικρά ορθογώνια, συνήθως κόκκινου χρώματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο βενετικός χάρτης σημειώνει την ύπαρξη υδρόμυλων μόνο στο διαμέρισμα της Μεθώνης. Ωστόσο, η μαρτυρία που μας παρέχει οθωμανικό κατάστιχο του 1716 υποδηλώνει πως οι πληροφορίες του βενετικού χάρτη είναι ατελείς, αφού σύμφωνα με το εν λόγω κατάστιχο καταγράφονται και μύλοι στο διαμέρισμα του Ναβαρίνου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι από τους μύλους προέκυπταν φορολογικά έσοδα, είναι παράξενο που δεν σημειώνονται στο χάρτη οι μύλοι του διαμερίσματος του Ναβαρίνου. Ωστόσο, όμως, είναι πολύ πιθανό ο χάρτης να περιλαμβάνει μόνον όσους μύλους βρίσκονταν σε μικρή σχετικά απόσταση από κατοικημένους οικισμούς.
Σε σχέση με την εξεταζόμενη περιοχή του Μηναγιώτικου ρέματος, ο χάρτης αποτυπώνει το εν λόγω ρέμα, το οποίο την εποχή εκείνη δείχνει να έχει δύο απολήξεις. Η δυτική ονομάζεται Fiumi Lacanade (ποτάμι Λαχανάδα βάσει του ομώνυμου οικισμού) και η ανατολική ονομάζεται Fiumi Sachalli (ποτάμι Σάκαλι ή Ξάκαλι βάσει του ομώνυμου ακατοίκητου τότε οικισμού). Σε σχέση με τους υδρόμυλους του ποταμού, ο χάρτης αποτυπώνει ένα ενεργό υδρόμυλο, νότια και κοντά στον οικισμό Κάτω Μηνάγια (Villa Minaia catu,) (εικ. 2). Πρόκειται για τον σημερινό «Παλιόμυλο» που βρίσκεται 600 περίπου μέτρα νότια του οικισμού και σώζεται σε μορφή ερειπίων, ενώ στη συνέχεια, όπως θα δούμε, αποτέλεσε εθνικό υδρόμυλο, κατά τις απαρχές της σύστασης του νεοελληνικού κράτους. Επίσης, αποτυπώνεται ένας κατεστραμμένος υδρόμυλος (με την ένδειξη «do» δηλαδή diroccato), στην αρχή της δυτικής απόληξης του Μηναγιώτικου ρέματος (εικ. 3), που βρίσκεται κοντά στον ακατοίκητο οικισμό Sachali (Τσάκαλι ή Ξάκαλι) και στον οικισμό Nenbo (αταύτιστο τοπωνύμιο). Η σπάνια και μοναδική καταγραφή των δύο υδρόμυλων στο Μηναγιώτικο ρέμα κατά το έτος 1690 αποτελεί ισχυρό ιστορικό τεκμήριο σε σχέση με την οικονομία της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής, καθώς δείχνει ότι οι μύλοι προϋπήρχαν της Βενετικής κατάκτησης.
Οι υδρόμυλοι του Μηναγιώτικου ρέματος από τις απαρχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους έως τον 20ο αιώνα
Είναι γεγονός ότι, κατά τις απαρχές της σύστασης του νεοελληνικού κράτους, η περιοχή, μετά από τις δοκιμασίες του επταετούς αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν ένας τόπος σε αναταραχή, με πληγές και ερείπια σε όλους τους τομείς. Κατεστραμμένοι οικισμοί, καμένη και ερημωμένη ύπαιθρός, απίστευτη ένδεια και φτώχεια, δυσκολία στις μετακινήσεις, άθλιες συνθήκες υγιεινής, ανύπαρκτες έως αδύναμες διοικητικές αρχές, φόβος και καχυποψία του ταλαιπωρημένου πληθυσμού, συνθέτουν το πολυτάραχο σκηνικό. Έτσι, η προσπάθεια του Κυβερνήτη Καποδίστρια ξεκινάει από την ανάγκη καταγραφής τόσο του πληθυσμού όσο και των βασικών στοιχείων της αγροτικής οικονομίας (εικ. 4). Ειδικότερα, σε σχέση με τους υδρόμυλους της περιοχής της Μεθώνης, κατά την περίοδο 1828-1830, φάκελος από το αρχείο Καποδίστρια αναφέρει ότι: «Παρεκτός των εις τον Πίνακα Εθνικών ευρίσκονται κατά διάφορα χωρία 4 Νερόμυλοι αβλαβείς και 14 όμοιοι κατεδαφισμένοι». Τα πολύτιμα αυτά στοιχεία μας δείχνουν τόσο την πληθώρα της ύπαρξης υδρόμυλων στην περιοχή όσο και την καταστροφή που προκάλεσαν οι στρατιώτες του Ιμπραήμ Πασά στην οικονομία του τόπου.
Ακολούθως, σύμφωνα με φύλλο (αριθμ. 80) της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, με ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1836, που αφορά επίσημο γενικό πίνακα των Δήμων του Κράτους, στην Διοίκηση Πυλίας ανήκει ο Δήμος Πηδάσου, με έδρα τον οικισμό Μεμερεϊζη (σήμερα Καλλιθέα), ενώ μεταξύ των οικισμών που απαρτίζουν το Δήμο είναι και οι «Μύλοι του Τσελεπή» (εικ. 5). Πρόκειται για τον Μύλο που βρίσκεται στην περιοχή του Μηναγιώτικου ρέματος (κοντά στον οικισμό Κάτω Μηνάγια), καθώς δεν υπάρχει άλλο υδάτινο δίκτυο στην περιοχή του Δήμου αυτού και στη συνέχεια, όπως θα δούμε, αποτελεί εθνικό υδρόμυλο που δημοπρατείται προς ενοικίαση (1842). Αυτό δείχνει ότι η μύλοι αποτελούσαν αυθύπαρκτες οικιστικές οντότητες (η ίδια λογική καταγραφής ακολουθείται σε σχέση με αντίστοιχους μύλους σε άλλους Δήμους της περιοχής), πιθανόν για φορολογικούς σκοπούς ή αποτυπώνονταν στα πλαίσια μιας πολύ μικρής οικιστικής συστάδας που κατοικούσε η οικογένεια του μυλωνά, ώστε να καταγράφεται ως ξεχωριστός «οικισμός». Στη συνέχεα, τέσσερα χρόνια αργότερα, σύμφωνα με το ΦΕΚ 22Α-18/12/1840, που αφορά την συγχώνευση των Δήμων των επαρχιών, ο Δήμος Πηδάσου συγχωνεύεται στον διευρυμένο Δήμο Μεθώνης και οι «Μύλοι Τσελεπή» αποτελούν και πάλι ξεχωριστό «οικισμό» του νέου Δήμου, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, σύμφωνα με το ΦΕΚ 32Α-08/12/1845, ο οικισμός καταργείται. Παράλληλα, ενδεικτικό της σημασίας που δίνει το κράτος στους εθνικούς υδρόμυλους, αποτελεί απόφαση, με ημερομηνία 12 Μαρτίου 1841, σύμφωνα με την οποία η επί των Οικονομικών Γραμματεία της Επικρατείας αποστέλλει έγγραφο προς τους Διοικητές και τους Οικονομικούς Επιτρόπους του Κράτους, ενημερώνοντάς τους, ότι, επειδή η ανέγερση νέων υδρόμυλων προσβάλει ουσιωδώς τα συμφέροντα του δημοσίου, κρίνεται αναγκαίο να απαγορευθεί αυστηρότατα η ανέγερση νέων υδρόμυλων «μέχρις ότου κανονισθώσεις οριστικάς τα περί χρήσεως των δημοσίων ή ιδιωτικών υδάτων» (εικ. 6).
Ακολούθως, σύμφωνα με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και συγκεκριμένα το Αρχείο Γραμματείας/Υπουργείου επί των Οικονομικών που αφορά τα Εθνικά Κτήματα (1833-1869) και ειδικότερα τους μύλους, στην περιοχή της Μεθώνης, φαίνεται να υπάρχει ένας εθνικός υδρόμυλος στο Μηναγιώτικο ρέμα κοντά στον οικισμό των Κάτω Μηναγίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με έγγραφο πρακτικών δημοπρασίας του οικονομικού έφορου Μεσσηνίας, με ημερομηνία 16 Μαΐου 1842, δημοπρατείται εθνικός μύλος που βρίσκεται στην περιοχή των Κάτω Μηναγίων στα πλαίσια μονοετούς ενοικίασής του, καθώς η κυβέρνηση δεν ενέκρινε την εκποίησή του, που ζητήθηκε από τις τοπικές αρχές, ενώ το έγγραφο αναφέρει ότι προηγούμενος ιδιοκτήτης του μύλου ήταν Οθωμανός με το όνομα Τσελεπαγάς (εικ. 7). Στη συνέχεια, σύμφωνα με έγγραφο με ημερομηνία 22 Μαΐου 1843 που συντάσσεται στην Μεθώνη από τον Δήμαρχο Κανά και αποστέλλεται στον Οικονομικό Επίτροπο Μεσσηνίας, αναφέρεται ότι εδημοσιεύθη η διακήρυξη σχετικά με την ενοικίαση του μύλου Μηναγίων (εικ. 8), ενώ μεταγενέστερο έγγραφο, με ημερομηνία 16 Ιουνίου 1843, που αφορά την ενοικίαση του υδρόμυλου Μηναγίων, αναφέρει ότι ο υδρόμυλος νοικιασθεί στον Γεώργιο Τυρέα έναντι του ποσού των 297 δραχμών.
Αξίζει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με νομοσχέδιο της 4ης Αυγούστου 1856, επιτρέπεται η δια δημοπρασίας εκποίηση των εθνικών φθαρτών κτημάτων (Φθαρτά Κτήματα εννοούνται τα ακίνητα που έφεραν κτίσματα ως εργαστήρια, σπίτια, υδρόμυλους, ελαιοτριβεία κ.λ.π.), ενώ εξαιρούνται της εκποιήσεως οι υδρόμυλοι και οι υδροτριβαί (εικ. 9), καθώς σύμφωνα με το νομοσχέδιο η συντήρησης είναι εύκολη και το εισόδημα βέβαιον και ασφαλές. Το νομοσχέδιο αυτό δείχνει την σημασία που έδινε το κράτος στην ύπαρξη των εθνικών υδρόμυλων ως σημαντικό κομμάτι της εθνικής οικονομίας.
Ακολούθως, σε σχέση με τον εθνικό υδρόμυλο Μηναγίων (Παλιόμυλος) (εικ. 10), η παράδοση θέλει να αγοράζεται από τον Κωνσταντή Κορδό (έτος γέννησης 1835) κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα, ενώ λίγο πριν το τέλος του 19ου αιώνα, μετά από μια χειμωνιάτικη πλημμύρα ο μύλος θα καταστραφεί. Έτσι, ο λεγόμενος «Παλιόμυλος» θα εγκαταλειφθεί οριστικά προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 (εικ.11), καθώς ο πρωτότοκος γιός του Κωνσταντή με το όνομα Λάμπρος (έτος γέννησης 1864), θα αγοράσει κτήμα κοντά στην πηγή του «Κεφαλόβρυσου» και θα κατασκευάσει υδρόμυλο (υδρόμυλος Λαμπραίων) γύρω στα 1900 (εικ. 12). Αρχικά κατασκευάζοντας ένα λιθόκτιστο ισόγειο κτίσμα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα μετατρέψει το κτίσμα σε διώροφο, δημιουργώντας έναν επιπλέον διακριτό όγκο για τη δημιουργία νεροτριβής (εικ. 13), ενώ επιπλέον θα δημιουργηθεί κατοικία για την οικογένεια του μυλωνά στον όροφο. Η δημιουργία νεροτριβής (η μοναδική στο Μηναγιώτικο ρέμα) θα κάλυπτε τις ανάγκες πολλών οικισμών της ευρύτερης περιοχής. Τέλος, ο Λάμπρος Κορδός θα κατασκευάσει έναν ακόμη μύλο την δεκαετία του 1920, δίνοντας τον ως προίκα στην κόρη του Βασιλική, ο οποίος θα αποτελέσει συνιδιοκτησία με έναν από τους γιούς του, τον Δημήτρη Κορδό (υδρομύλος Μήτσου –Πέππα).
Στη συνέχεια, ο νεότερος γιός του Κωνσταντή Κορδού, με το όνομα Γιάννης (έτος γέννησης 1873), θα αγοράσει κτήμα σε απόσταση περίπου 3 χλμ. νότια από τον οικισμό των Κάτω Αμπελοκήπων και θα δημιουργήσει εκεί έναν ακόμη υδρόμυλο, μεταξύ του 1890 και 1900, στην κοίτη του Μηναγιώτικου ρέματος (Υδρόμυλος Μασούρα) (εικ. 14). Ακολούθως, δύο από τα τέσσερα παιδιά του Γιάννη Κορδού, ο Βασίλης και ο Γιώργος, θα κατασκευάσουν ένα ακόμη μύλο σε πολύ κοντινή απόσταση κατά την δεκαετία του 1920, έχοντας πλέον δύο οικογενειακούς μύλους (υδρομύλος Μασουροβασίλη και υδρόμυλος Μασουρογιώργη).
Εκτός από τους 4 υδρόμυλους της ευρύτερης οικογένειας του Κορδού, που λειτούργησαν κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα στην περιοχή του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων, θα δημιουργηθούν ακόμη 3 υδρόμυλοι. Πρόκειται για τον υδρόμυλο Λεμπέση και 2 υδρόμυλους της οικογένειας Κυριαζόπουλου. Σε σχέση με τους δύο υδρόμυλους της οικογένειας Κυριαζόπουλου (υδρόμυλοι Πανταζοβασίλη), αυτοί κατασκευάστηκαν από τον Βασίλειο Κυριαζόπουλο την δεκαετία του 1910, όταν η οικογένεια μετοίκισε στον οικισμό των Κάτω Μηνάγιων, προερχόμενη από τον οικισμό Άνω Μηναγίων. Τέλος, ο υδρόμυλος Λεμπέση (εικ. 15) κατασκευάστηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 1930 από την οικογένεια Λεμπέση που κατοικούσε στον κοντινό οικισμό Κόκκινο. Λίγο νοτιότερα από τον οικισμό των Κάτω Αμπελοκήπων, κοντά στο οικισμό των Βλασαίικων, στην κοίτη του Μηναγιώτικου ρέματος, υπήρχε ένας ακόμη υδρόμυλος, ο μύλος «Βλάσση». Λίγο νοτιότερα υπήρχε ο υδρόμυλος «Καταλιακού», ενώ ακόμα πιο νότια υπήρχε ο υδρόμυλος «Καρύγιαννη» (εικ. 16) και τέλος, κοντά στον οικισμό της Λαχανάδας, υπήρχε ο υδρόμυλος «Γιανναρά», πριν το Μηναγιώτικο ρέμα εκβάλει στον όρμο της Μεθώνης, δυτικά της Φοινικούντας. Πρόκειται ουσιαστικά για 12 υδρόμυλους και μια νεροτριβή κατά μήκος του Μηναγιώτικου ρέματος, 8 από τους οποίους βρίσκονταν στην περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων (εικ. 17).
Αξιοσημείωτη, όμως, είναι και η τεχνολογική τους σημασία, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρίσκονται σε μια περιοχή και σε μία εποχή (μέχρι τα μέσα του 20ού αι.) που η βιομηχανοποίηση και τα παράγωγά της καθυστέρησαν να διαδοθούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, οι λεπτομέρειες των εξαρτημάτων, καθώς και οι ιδιαιτερότητες που εμφανίζουν σε ορισμένα σημεία, αποτελούν τοπικές θαυμαστές επινοήσεις. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί ο υδρόμυλος των «Λαμπραίων» σε σχέση με την τεχνολογική του εξέλιξη. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα κείμενου για τους υδρόμυλους της περιοχής, του φιλόλογου και συγγραφέα Θεόδωρου Κ. Μπλουγουρά, που αναφέρεται στην τεχνολογική εξέλιξη του μύλου των «Λαμπραίων»: «Ο μύλος των Λαμπραίων, σε σύγκριση με τους άλλους, ήταν αρχοντικός. Μαθητής του δημοτικού τον θυμάμαι με βαένι ξύλινο. Κάποια χρονιά προ του πολέμου, πιθανόν σχολικό έτος 1938-1939 ή το επόμενο, έφεραν φορτωμένες στο μουλάρι λαμαρίνες διπλωμένες σε μεγάλα ρολά, ένα από το ένα πλευρό του σαμαριού, ένα από το άλλο. Τα σχολιαρούδια στο διάλειμμα τριγυρίσαμε το αξιοθέατο ξεφόρτωμα![…]. Αυτή η αντικατάσταση (εννοεί την αντικατάσταση του βαγενιού από ξύλινο σε μεταλλικό) συνδυάστηκε και με γρανάζια στα λιθάρια. Από φτερωτή προς λιθάρια μεσολαβούσε μεταλλικός μηχανισμός με δόντια, γρανάζια. Κι ακουγόταν ο αχός ως στο χωριό. Γκράγκα γκρούγκα, γράγκα γρούγκα. Κι ως τους κάμπους απέναντι. Αυτό διαφοροποιούσε το μύλο του Λαμπράκου από τους άλλους μύλους. Του έκανε μύθο. Ήταν εργοστάσιο! Δεν ήταν πια εκείνο το σκέτο μύλος. Όπως του Λεμπέση, του Πέππα, του Μήτσιου… Ήταν κάτι ανώτερο! Αλευρόμυλος! Κι έκανε, λέγανε, καλύτερο αλεύρι. Λεπτό λεπτό, ψιλούλι! Κατάλληλο και για γλυκά και πίτες. Και κυρίως για δίπλες!».
Παράλληλα, εντυπωσιακή είναι και η αρχιτεκτονική τους δομή και υπόσταση. Χαρακτηριστικό του όγκου και της ιδιαίτερης κατασκευής, τόσο της κρέμασης όσο και του υδραγωγείου, αποτελεί ο υδρόμυλος «Μασούρα», ο οποίος είναι και ο μοναδικός που σώζεται σε καλή κατάσταση. Πρόκειται για λιθόκτιστο κτίσμα με ιδιαίτερη μορφή στέγασης, καθώς καλύπτεται με τρίριχτη στέγη (πλατυμέτωπο κτήριο) με επικάλυψη ντόπιων παραδοσιακών κεραμιδιών βυζαντινού τύπου (εικ.18), ενώ παράλληλα, αποτελείται από δύο επίπεδα, όπου στο κάτω επίπεδο βρίσκεται ο υδρόμυλος και στο πάνω επίπεδο κατοικούσε η οικογένεια του μυλωνά.
Η εντυπωσιακή «κρέμαση» του υδρόμυλου, που ξεπερνάει σε ύψος τα 10 μέτρα (εικ.19), καθώς χρειαζόταν μεγάλο ύψος υδατόπτωσης για να γυρνάει η οριζόντια φτερωτή του (ανατολικός τύπος μηχανισμού), σε συνδυασμό με την περίτεχνη λιθόκτιστη μονότοξη καμάρα του υδραγωγείου του (εικ.20) και τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της συνολικής κατασκευής του, τον καθιστούν ως ένα σπάνιο δείγμα αγροτικού νεωτέρου μνημείου της προβιομηχανικής κοινωνίας. Ειδικότερα, η λιθόκτιστη μονότοξη καμάρα του (το πάχος της ξεπερνά τα 50 cm), κατασκευασμένη από στρώσεις τοπικής σχιστόπλακας, που αποτελεί τμήμα του υδραγωγείου που διοχέτευε νερό στον υδρόμυλο, διαθέτει ισχυρό ασβεστοκονίαμα στην εκτεθειμένη στην υγρασία βάση και κοινή λάσπη στα ψηλότερα και πιο προστατευμένα τμήματα. Στην κορυφή της καμάρας, που ξεπερνά σε ύψος τα 3 μέτρα, βρίσκεται ο πέτρινος μυλαύλακας απορροής του υδραγωγείου, που η απόληξή του οδηγούσε στον υδατόπυργο (κρέμαση) του υδρόμυλου, ενώ η κατασκευή της αποτελεί σπάνιο δείγμα τοπικής αρχιτεκτονικής, πιθανόν από Λαγκαδινούς μαστόρους.
Σε σχέση με τη διαχείριση των υδάτων, μεταξύ των μυλωνάδων και των καλλιεργητών της περιοχής, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, από τον μήνα Απρίλιο έως τον μήνα Σεπτέμβριο, το νερό των πηγών κατά την διάρκεια της ημέρας (συνήθως 8 το πρωί με 5 το απόγευμα) το εκμεταλλεύονταν οι καλλιεργητές για την άρδευση των περιβολι ών τους, «ήλιο με ήλιο» όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, ενώ κατά την διάρκεια της νύχτας την εν λόγω χρονική περίοδο το νερό χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για τις ανάγκες των υδρόμυλων της περιοχής. Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που δημιουργούνταν προστριβές και διενέξεις μεταξύ των μυλωνάδων και των καλλιεργητών, καθώς, συνήθως, οι μυλωνάδες παραβίαζαν το εθιμικό δίκαιο – άτυπη συμφωνία προς όφελος τους, κάτω και από την πίεση των πελατών τους και διοχέτευαν το νερό προς τους μύλους αρκετά νωρίτερα από το συμφωνημένο ωράριο. Ωστόσο, την δεκαετία του 1950, οι υδρόμυλοι του Μηναγιώτικου ρέματος σταδιακά περιόρισαν την λειτουργία τους, καθώς άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και στη συνέχεια να κυριαρχούν οι πρώτοι αλευρόμυλοι της περιοχής που λειτουργούσαν με πετρελαιοκινητήρες (ήδη οι πρώτοι είχαν δημιουργηθεί στους κοντινούς οικισμούς της Καλλιθέας και της Μηλίτσας). Παράλληλα, η γενικότερη εγκατάλειψη της υπαίθρου, λόγω του κύματος μετανάστευσης, οδήγησε σε μια γενικότερη απαξίωση των υδρόμυλων και των υδάτινων πόρων της περιοχής. Έτσι, οι υδρόμυλοι, ο ένας μετά τον άλλον, άρχισαν να παύουν οριστικά την λειτουργία τους, ώσπου στις αρχές της δεκαετίας του 1960 σίγησαν και οι τελευταίες μυλόπετρες.
Σημειώσεις
1 Το 1986 εντοπίστηκαν στη Χαρτογραφική Συλλογή του Πολεμικού Αρχείου της Βιέννης στα Κρατικά Αρχεία της Αυστρίας σειρά ανέκδοτων, χειρόγραφων, πρωτότυπων, έγχρωμων χαρτών που χρονολογούνται από την εποχή της Β’ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. Οι χάρτες είχαν σχεδιαστεί από ειδικούς μηχανικούς της Γαληνοτάτης με σκοπό την καταγραφή, υπό μορφή καταστίχων – κτηματογραφήσεων, των πελοποννησιακών περιοχών που από το 1685 είχαν περιέλθει στην κυριαρχία της. Πρόκειται για δώδεκα χάρτες μεγάλων διαστάσεων (συνολικά 53 φύλλα) που καταγράφουν γεωφυσικές λεπτομέρειες, πληθώρα τοπωνυμίων, καλλιεργημένες και ερημωμένες εκτάσεις, χωριά (κατοικημένα και μη), ζευγολατειά, μύλους κτλ
2 Εθνικές Γαίες ή Εθνικά Kτήματα ονομάστηκαν οι αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν σε μουσουλμάνους ιδιώτες στο οθωμανικό κράτος ή σε μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα και οι οποίες στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης περιήλθαν στη δικαιοδοσία της ελληνικής διοίκησης.
Βιβλιογραφία
- Cipolla, Carlo. 1988. Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ.Χ. Αθήνα: Θεμέλιο.
- Δαφνής, Κώστας. 1987. Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, Τόμος Η΄. Κέρκυρα: Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών
- Zarinebaf, Fariba, John Bennet and Jack L. Davis. 2005. A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece: The Southwestern Morea in the 18th Century . Athens: The American School of Classical Studies at Athens
- Κατσιαρδή-Hering, Ολγα. 2018. Βενετικοί χάρτες της Πελοποννήσου, τέλη 17ου – αρχές 18ου αιώνα. Από τη Συλλογή του Πολεμικού Αρχείου της Αυστρίας. Αθήνα: ΜΙΕΤ
- Μπλουγουράς, Θεόδωρος. 2007. Μνήμες από την Εθνική Αντίσταση, Μηνάγια Πυλίας. Αθήνα: Παπαδήμα
- Νομικός, Στέφανος. 1997. Η υδροκίνηση στην προβιομηχανική Ελλάδα. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ-ΓενικήΓραμματεία Περιφέρειας Πελοποννήσου
- Παναγιωτόπουλος, Βασίλης. 1987. Πληθυσμοί και Οικισμοί της Πελοποννήσου , 13ος-18ος αιώνας. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα Ελλάδος
- Σαΐτας, Γιάννης. 2011. Το Έργο της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά 1829-1838. Αθήνα: Μέλισσα
Αναδημοσίευση από το Περιοδικό “Ο Μυλολόγος” (Τεύχος 4 – Άνοιξη 2020) της Ελληνικής Ομάδας της TIMS (The International Molinological Society}