Του Θεόδωρου Σταυριανόπουλου
MSc Ηθ. Φιλοσοφίας – Μαθηματικός
Το μοντέλο της ευελισφάλειας (ευελφάλεια) που προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων ευελιξία και ασφάλεια βασίζεται στην πλήρη ελευθερία κι ευελιξία των εργασιακών σχέσεων παράλληλα με την ασφάλεια του εργαζόμενου και του κοινωνικού κράτους. Η σοσιαλδημοκρατική αυτή ιδέα εφαρμόζεται με επιτυχία στις σκανδιναβικές χώρες. Εδώ αποφεύγεται όμως να συζητηθεί γιατί ανοίγει καινούργια θέματα που απαιτούν συγκεκριμένες και σαφείς απαντήσεις. Εδώ αυτό που έπαθε η έννοια της ευελισφάλειας ήταν η ιδεολογική απαξίωση. Στη χώρα μας το πελατειακό κράτος συγκινούσε και συγκινεί ακόμη όλο το ελληνικό πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης και μια πολύ ενδιαφέρουσα έννοια όπως είναι της ευελισφάλειας για την πραγματοποίηση ενός σύγχρονου και πραγματοποιήσιμου κοινωνικού κράτους δεν ενδιέφερε ποτέ να ανοίξει ως θέμα.
Όμως σε μια σύγχρονη και άκρως ανταγωνιστική κοινωνία δεν μπορεί ο εργαζόμενος να είναι αδιάφορος για το τι συμβαίνει στην επιχείρηση που εργάζεται, δεν μπορεί να μην ισχύει μια λογική συνεννόηση ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο. Για κάποιους εδώ στη χώρα μας η ευελισφάλεια σημαίνει ολιγόμηνες συμβάσεις εργασίας στερουμένων εργασιακών δικαιωμάτων, σημαίνει ανελέητο μπες-βγες σε εργασία με το μικρότερο δυνατό κόστος και το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος για τον εργοδότη. Πώς όμως εφαρμόζεται με επιτυχία στις σκανδιναβικές χώρες, εκεί δηλαδή είναι άλλος κόσμος;
Το βασικό πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολεί κυρίαρχα στη χώρα μας δεν είναι η ίδια η κρίση που βιώνουμε αλλά ποια κοινωνία και ποιο μοντέλο ανάπτυξης θα σχεδιάσουμε για το μέλλον της. Το μοντέλο της ευελισφάλειας δίνει την δυνατότητα στις επιχειρήσεις να εξασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητά τους και από την άλλη διασφαλίζει τον εργαζόμενο και την κοινωνία με ένα υψηλό επίπεδο παροχών και κοινωνικής ασφάλειας. Αυτό το σύστημα απασχόλησης σε διάφορες παραλλαγές εφαρμόζεται σε πολλές χώρες με επιτυχία. Ένα από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα είναι αυτό της Δανίας.
Η Δανία έχει ακολουθήσει το δρόμο ενός προηγμένου μοντέλου κοινωνικού διαλόγου και συναίνεσης. Παρότι πρόκειται για ένα άκρως πολιτικό θέμα όλα ξεκίνησαν ποιητικά. Ο Δανός, συγγραφέας και πολιτικός Grundtvig έγραψε πριν από χρόνια σε ένα τραγούδι, ότι η χώρα θα έχει προοδεύσει αρκετά όταν «πολλοί λίγοι θα έχουν πάρα πολλά και ακόμη λιγότεροι πολύ λίγα». Αυτή είναι ακριβώς η συνταγή του Δανικού κοινωνικού κράτους. Με την φορολογία ως εργαλείο, επιτυγχάνεται μια εξίσωση του εισοδήματος ώστε όλοι να διάγουν έναν αξιοπρεπή βίο. Στο μοντέλο αυτό της Δανίας το 33% των φόρων επιστρέφεται στους πολίτες ως μεταβιβαστικές πληρωμές. Οι πολίτες διαπιστώνουν ότι µε τη μεταβίβαση εισοδήματος απολαμβάνουν δωρεάν, καθολικές και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στην παιδεία στην υγεία και στην περίθαλψη.
Οι επιχειρήσεις της Δανίας είναι οι πιο παραγωγικές στην Ευρώπη και κανένας περιορισμός δεν τις εμποδίζει να λειτουργούν 24 ώρες την ημέρα και 365 μέρες το χρόνο εάν το επιθυμούν. Την ίδια στιγμή οι Δανοί εργαζόμενοι απολαμβάνουν καλούς μισθούς και κοινωνικά προνόμια και είναι από τους πιο οργανωμένους παγκοσμίως φθάνοντας το ποσοστό συμμετοχής τους στα συνδικάτα στο 85%, όταν στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό μετά βίας ξεπερνά το 30%. Έτσι διασφαλίζονται ισχυρές συλλογικές συμβάσεις µε πολυετή διάρκεια και δεν χάνονται εργάσιμες μέρες λόγω συγκρούσεων, καταλήψεων και απεργιών.
Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες εκεί έχουν σταματήσει να έρχονται σε άγονη αντιπαράθεση και έχουν συμφωνήσει στην εφαρμογή αυτού του μοντέλου που οδηγεί όλους στην επιτυχία και την ασφάλεια. Έτσι αυτή η στάση πειθαρχίας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στους παράγοντες της αγοράς εργασίας δεν απαιτεί την παρέμβαση του κράτους. Εκτιμάται ότι περίπου το ένα πέμπτο του εργατικού πληθυσμού αλλάζει απασχόληση κάθε χρόνο.
Θα αναφέρω κλείνοντας μερικούς λόγους για τους οποίους οφείλονται αυτές οι εργασιακές διαφορές ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς. Μπορούμε να αναφέρουμε την πολιτική βούληση και την αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων, τη λειτουργία, την οργάνωση και αποτελεσματικότητα του κράτους, τη γνώση, την προσαρμογή και την αποτελεσματικότητα της δράσης των συνδικάτων στις σύγχρονες απαιτήσεις.