Χρονογράφημα – Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η θέση μου ήταν τέτοια στην αυλή μου στην Πάνω Πόλη που άφηνα το βλέμμα μου να καβαντζώνεται σε όλο το Ιόνιο. Ο δρόμος μπρος μου ανηφορικός, σκουντουφλούσε σε σαμαράκια, όμως με το παράστημά του αγέρωχο ν’ αφήνει στη γερασμένη πλάτη του να κινούνται όλα τα NISSAN, τα FIAT και τα 4 επί 4 της Αθήνας.
Κι αυτό τα καταλάβαινα από τις πινακίδες. Νέοι κυρίως και ολίγοι οι μεσήλικες που κατέβαιναν, ήταν αυτοί που άφηναν το τριαράκι στην πρωτεύουσα και εναπόθεταν την πλαδαρότητα της σαρκός τους στους δρόμους και τις ταβέρνες της Πάνω Πόλης. Θρονιασμένη τρεις χιλιάδες χρόνια στην ίδια θέση της η αρχόντισσα Κυπαρισσία δεν άφηνε κανένα μουσάτο ή οχληρό χλεχλέ ασυγκίνητο μπρος στα κάλλη της.
Πάρκαρε ο σαραντάρης βγήκε από το μαύρο LEON, έκλεισε με το ηλεκτρονικό κλειδί την πόρτα, συμβουλεύτηκε νευρικά το κινητό του και μεγαλοπρεπώς έκανε το πρώτο βήμα για την πλατεία. Η τριανταπεντάρα δίπλα του έκανε το ίδιο. Βγήκε από το λευκό AUDI,τοποθέτησε με μια γρήγορη κίνηση το σακίδιό της στην πλάτη και μεγαλοπρεπώς κι αυτή σαν μια σύγχρονη βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα, κίνησε βιαστική για τον ίδιο προορισμό.
Τον προσπέρασε, ξαφνιασμένος εκείνος την έγδυνε με τα μάτια όσο ήταν μπροστά του, με πάθος την κιαλάριζε από κεφαλής μέχρι ποδός. Κι αμέσως άστραψε και βρόντηξε αρχίζοντας να τη φλερτάρει εύθυμος, με ερωτικές και ποιητικές επινοημένες ατάκες. Το ‘παιζε άνετος όσο έβλεπε πως αυτή γελούσε και έμπαινε για καλά στο χορό της κατάκτησης, χωρίς να υπολογίζει τον ξενοδόχο. Κι αυτό γιατί έδειχνε πως θεωρούσε εαυτόν μέγιστο κομψεπίκομψο «καμακιστή» και η εμπειρία του τον πέτσωνε με τη σιγουριά πως σε τέτοιες καταστάσεις φοράς στραβά το τραγιασκάκι σου και προχωράς.
Κάποια στιγμή η καλλονή του έκανε την τιμή να σταματήσει. Σταμάτησε κι αυτός και την κοίταζε με όραση ανιχνευτική, με έξαψη και αρπακτικότητα σαρκοφάγου.
Ο φίλος της είχε αφήσει το δικό του αυτοκίνητο πιο πάνω στη στροφή. Κατέβαινε σαν ονειροπόλος δερβίσης και όταν την έφτασε την πήρε αγκαζέ. «Η κοπέλα μου» του ψιθύρισε κι έδειξε να διασκεδάζει την ήττα του άλλου. Μαζί ύστερα αναρριχήθηκαν στην ανηφόρα για την πλατεία, αφήνοντας το χλεχλέ με το καμάκι στο χέρι. Ο τύπος απαρηγόρητος πίσω συνέχιζε να τη γδύνει άπληστα έτσι που σαν φρεγάδα έφευγε γερμένη στον ώμο του απρόσκλητου φλούφλη.
[ellinikoxronografima.blogspot.gr]