Χαιρετισμός του τ. Πρύτανη του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Κώστα Γουλιάμου, στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ «Μίκη Θεοδωράκη», «Αρκαδίες –Ζάτουνα» και στο παράλληλο συμπόσιο «Ο Μίκης του πνεύματος του πολιτισμού και της πολιτικής».
Αξιότιμες κυρίες και αξιότιμοι κύριοι
Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση να απευθύνω χαιρετισμό στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ «Μίκη Θεοδωράκη» «Αρκαδίες –Ζάτουνα».
Θεωρώ ότι είναι ουσιώδες να τοποθετήσουμε το φαινόμενο Θεοδωράκη στην αληθινή του διάσταση. Να μελετήσουμε σοβαρά -και με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια- τη σύλληψη της συμπαντικής αρμονίας ως τη γενεσιουργό αιτία του συνολικού μουσικού του έργου, όπως και του κοινωνικού και πολιτικού του πράττειν.
Υπογράμμιζε ο ίδιος: «Ζω και υπάρχω μόνο όταν συντονίζομαι με το βασικό Νόμο της Συμπαντικής Αρμονίας, οπότε γίνομαι ένα υπαρκτό και δραστήριο μόριο, καθώς η ατομική και ασήμαντη καμπύλη του χρόνου που μου δόθηκε θα αξιωθεί να ενωθεί με το άπειρο, το ακατανόητο το εν, το γαλάζιο αιθέρα και το βόμβο των σφαιρών».
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε συνδέσει πολύτροπα τη μουσική, τον λόγο και τη δράση του και, συνακόλουθα, τη συνείδησή του με την Συμπαντική Αρμονία. Ομολογώ πως αυτή τη θεμελιώδη κοσμοθεωρία διακρίβωνα όλα τα χρόνια της φιλίας μας, συνειδητοποιώντας και ερμηνεύοντας όχι μόνο τι είναι αλλά , κυρίως, τι ακριβώς σηματοδοτεί και τι σημαίνει η μεγαλοσύνη και η αιωνιότητα του Μίκη για την Ελλάδα, για τον κόσμο όλο.
Μολοταύτα, το συνειδητοποίησα πιο έντονα την περίοδο που αποφασίσαμε να συγγράψουμε τη “Διαλεκτική της Αρμονίας” (2018), το οποίο αποτελεί και το τελευταίο του βιβλίο. Κι έτσι κατέληξα —έχοντας ως αφετηρία την οντολογική αιώρα των δυνάμεων του νεωτερικού ελληνισμού— σ` έναν συμπληρωματικού χαρακτήρα συλλογισμό: από τον Δ. Σολωμό μάθαμε ως νεώτερος ελληνισμός πώς να εκφραζόμαστε, και από τον Μ. Θεοδωράκη πώς να στοχαζόμαστε.
Ο Μίκης αναζητούσε την αέναη κίνηση του διαρκούς αρμονικού γίγνεσθαι στην περίοδο που έζησε. Περίοδο σαφώς ιστορικά δύσκολη, συνδεδεμένη αναπόδραστα με την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα που την εξέθρεψε η έλευση αυταρχικών φαινομένων στην μετεμφυλιακή εποχή με τη συνακόλουθη παρακμή της δημόσιας σφαίρας, την κατάλυση δημοκρατικών θεσμών, την εισαγωγή αλλά και κατίσχυση της εργαλειακής ορθολογικότητας κατά τους μεταπολιτευτικούς χρόνους και, βέβαια, την αγοραία εκδοχή και υποβάθμιση της πολιτικής στις απαρχές της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και του λεγόμενου ψηφιακού διαφωτισμού.
Αυτή ακριβώς η διάσταση της Συμπαντικής Αρμονίας αποτελεί μέγιστο διανοητικό, πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Και βέβαια εξηγεί τη μεγαλοσύνη του Μίκη Θεοδωράκη, καθότι είναι συνώνυμη του κοινωνικού και πολιτικού ευ πράττειν, θέτοντας -μεταξύ άλλων- στη θέση της παθητικότητας τη δημιουργικότητα και επινοητικότητα του ανθρώπου.
Θεωρώ πως η πολύτροπη διαλεκτική της αρμονίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα ευάγωγο (μολονότι δύσκολο) κίνημα και, συνάμα, ρηξικέλευθο πέρασμα από τη νηπιακή ηλικία της ανθρωπότητας —ήτοι, την περίοδο της λογικής της γνώσης— στην αφετηρία της περιόδου του απολύτως ελεύθερου ανθρώπου. Σε αυτή την περίοδο ο Θεοδωράκης επιχειρεί και ενσωματώνει αφενός μια φιλοσοφική θεώρηση της ελληνικότητας, όντας πεπεισμένος για την ικανότητα και δυνατότητα της νεοελληνικής πολιτισμικής συνείδησης, αφετέρου δημιουργεί συνθήκες απεμπλοκής από τις όποιες (αυτο)παγιδεύσεις μορφών υποτέλειας, δουλείας και εθελοδουλείας.
Ιδιαίτερα σε μια εποχή «τεχνοφεουδαρχίας», στην οποία κυριαρχεί ο κόσμος του χάους και του μηδενισμού, ο Θεοδωράκης προβάλλει την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του για την κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό και την Ελλάδα. Η δε θεωρία του βοηθά αποτελεσματικά στην κατανόηση της στάσης του μέσα στον σύγχρονο κόσμο και κυρίως μέσα στη σημερινή Ελλάδα. Ειδικότερα η θέση περί των «κοινοτήτων» στην Τουρκοκρατία ως αδιάπτωτης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα, αλλά και ως ανάχωμα στη σημερινή «διεθνή των αγορών». Πρόταξε ως ιστορικό υπόδειγμα την ιδιαιτερότητα του νεώτερου ελληνισμού τονίζοντας ποικιλόμορφα, τη δημοσιονομική όσο και θεσμικοπολιτική ιδιότητα των «κοινοτήτων» στην Τουρκοκρατία.
Ο Μίκης αναγνωρίζει πως η εν λόγω θέση άλλοτε δημιουργεί γέφυρες και άλλοτε συγκρούσεις. Ωστόσο νιώθει το χρέος και την ευθύνη να καταστήσει σαφές πως όντας πολίτης του κόσμου, επιθυμεί να διαφυλάξει την ελληνική ιδιαιτερότητά του, διεκδικώντας το δικαίωμα στη συνέχεια και, βέβαια, στη διαρκή πλην όμως προοδευτική ανασυγκρότηση και επαναπροσδιορισμό, μέσα σ` έναν κόσμο ψευδεπίγραφης παγκοσμιοποίησης.
Έχει πραγματικά βιώσει την ιστορία των λαών ως σύγχρονος νομάς και homo politicus, κατέχοντας -όσο ουδείς άλλος ομότεχνός του- την «καθολικότητα» της πολυμάθιας και του ευ πράττειν μέσα από τις ατελείωτες πνευματικές του ανησυχίες και τους συνεχείς αγώνες του για δημοκρατία, ελευθερία, ειρήνη και δικαιοσύνη.
Ένας κατεξοχήν πνευματικός κοσμογράφος. Μια μουσική ιδιοφυΐα του 20ου & 21ου αιώνα, με έργο τεράστιας πνευματικής και διανοητικής πνοής, μέσα απο το οποίο εμπεδώνονται οι πανανθρώπινες πτυχές της οικουμενικότητας του ελληνικού πνεύματος.
Κοντολογίς θα υποστήριζα πως ο Θεοδωράκης συνειδητοποιεί και διαμορφώνει μια νέα πολιτισμική γνωσιολογία οικουμενικής τέχνης και κουλτούρας και, συνάμα, ενός σύγχρονου ουμανισμού με πυρήνα τη διαλεκτική της συμπαντικής αρμονίας. Με άλλα λόγια, συνειδητοποιεί και διαμορφώνει στο έργο του μια νέα πολιτισμική γνωσιολογία οικουμενικής κουλτούρας με πυρήνα την αέναη κίνηση και δράση του αρμονικού γίγνεσθαι στην τέχνη και την κοινωνία. Αυτή ακριβώς είναι η μοναδικότητα και η διαφορετικότητά του έργου και της δράσης του που τον έκαναν να ξεχωρίζει από ομότεχνούς του στο παγκόσμιο πνευματικό περιβάλλον.
Προεκτείνοντας, θα έλεγα πως ο χειραφετικός και διαλεκτικός χαρακτήρας του συνολικού του έργου αποτελεί καθοριστικό πυλώνα στην παγκόσμια ιστορία της δημοκρατικής πράξης, της αγωνιστικής δημοκρατίας, της ελευθερίας, της κριτικής-αναλυτικής φιλοσοφικής σκέψης και της μουσικής σύνθεσης.
Ο Λόγος του – μουσικός και διανοητικός- εκφράζει τα πάθη όλων των Λαών της γης. Ας ακούσουμε τη φωνή του: «Ως συνθέτης προσπάθησα να συνενώσω δύο βασικά στοιχεία: την Ελληνικότητα με την Ευρωπαϊκή μουσική κληρονομιά (κυρίως στη συμφωνική μου μουσική) από τη μια μεριά. Κι από την άλλη την εποχή μου, δηλαδή τις ιδέες μου, τον Λαό μου, τα πάθη της εποχής μου δηλαδή τα πάθη όλων των Λαών της γης και την πίστη μου ως Πολίτη στην Δικαιοσύνη, την Ελευθερία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα».
Το βέβαιο είναι πως η θεώρηση του Θεοδωράκη από τη θέση της συμπαντικής αρμονίας αποτελεί εφαλτήριο για τις νέες γενιές προς αναζήτηση νέων τρόπων μουσικής έκφρασης, με στόχο την ευεργετική όσμωση ανάμεσα στην τέχνη, το πνεύμα, την επιστήμη και την κοινωνία.
Κυρίες και Κύριοι,
Πάντοτε ο Μίκης δρούσε ενάντια στην άνεση του εξοικειωμένου. Ήταν σε ρήξη με κάθε είδος και τύπο φυσικοποίησης του τερατώδους.
Συμμετείχε σε όλους τους δημοκρατικούς αγώνες τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ανανεώνοντας διαρκώς τη σχέση του με τον λαό μας αλλά και τους λαούς που τον λάτρεψαν. Ως μαρξιστής ενσωματώνει στο βίο του την ενδέκατη αρχή του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ : δεν ερμηνεύει μόνο τον κόσμο, αλλά θέλει να τον αλλάξει. Υπο αυτή τη σκοπιά είναι μοναδικός – δεν μοιάζει με κανένα άλλο μεγάλο συνθέτη στον κόσμο.
Είναι ο συνθέτης που ανακάλυψε τις αισθητικές αξίες της βυζαντινής μουσικής και τόλμησε τη σύζευξη του μοντερνισμού με την παράδοση.
Επαναξιολογώντας τα πεδία της Νεωτερικότητας και του Μοντερνισμού, αμφισβητώντας παράλληλα τις τελεολογίες της Δύσης -όπως λόγου χάριν ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο ο δυτικός «ορθολογισμός» επιβλήθηκε στην πατρίδα μας (και όχι μόνο) μέσα από την αποικιοκρατία-, ο Μίκης εμφορούμενος από το πνεύμα της ανανέωσης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτύπωσε με καθαρά προσωπικό και ταυτόχρονα πρωτοπόρο τρόπο, παράλληλες και, ταυτόχρονα, διαφορετικές δυναμικές όσο κι μορφοπλαστικές πτυχές του Λόγου και της μουσικής. Συν τοις άλλοις, απέδειξε πως η γόνιμη μετουσίωση των αισθητικών αξιών της παράδοσης με τα νεωτερικά ρεύματα, μπορεί ν` αναδείξει την ελληνική τέχνη σε τέχνη οικουμενική.
Πραγματικά, στον Μίκη η ιδιότητα του Επαναστάτη και του Μουσικού, από πολλές απόψεις είναι αλληλένδετες και ισοδύναμες, καθώς διαθέτει την ιδιοφυΐα και τη δεινότητα να μετασχηματίζει -μεταξύ άλλων- φορείς του κρητικού, του ελληνικού ύμνου σε χαρά ζωής, κι` εν τέλει σε αέναο αρμονικό γίγνεσθαι. Αυτός ο μετασχηματισμός ή/και συνένωση αναδεικνύει την αρμονία ως μουσικό και φιλοσοφικό πλαίσιο αλλά και τη διαχρονική μοναδικότητα του Μίκη ως Συνθέτη και Διανοητή. Και καθώς θωρούμε τον Μίκη ως Χρόνο εν Χρόνω, θα μου επιτρέψετε -παραλλάσσοντας τους στίχους του Γιώργη Μανουσάκη-, να πω πως απόψε, όπως και κάθε μέρα
Κι εμείς αφηνόμαστε
νά βυθιστούμε στο χρόνο του
να κοινωνήσουμε απ’ την αιωνιότητά του.