Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Γουλιάμου «Υγρό Γυαλί» (εκδ. Gutenberg). Η φωτογραφία που εικονογραφεί τη βιβλιοπαρουσίαση είναι του μεξικανού visual artist Diego Sanchez.
Του Μάριου Μιχαηλίδη *
Με το πρόσφατο ποιητικό του έργο Υγρό Γυαλί, ο Κώστας Γουλιάμος έρχεται να επιβεβαιώσει την ξεχωριστή παρουσία του στα ποιητικά μας πράγματα. Αυτό καταμαρτυρούν οι έξι ποιητικές συλλογές που κατά καιρούς έχει καταθέσει στην κρίση του αναγνωστικού κοινού, ενώ σ’ αυτό συγκλίνουν και οι απόψεις κριτικών εγνωσμένου κύρους, που ασχολήθηκαν ειδικότερα με το έργο του.
Επιπλέον, στο ενεργητικό του Κώστα Γουλιάμου καταγράφεται πλήθος πανεπιστημιακών έργων και μελετών, μεταφράσεις έργων ξένων ποιητών (William Faulkner, Octavio Paz, Robert Kroetsch), καθώς επίσης δοκίμια και κριτικά κείμενα. Μεταξύ όλων αυτών, δεσπόζουσα θέση κατέχει το δοκίμιο Στη διαλεκτική της αρμονίας που συνέγραψε με τον Μίκη Θεοδωράκη (εκδ. Gutenberg).
Κύριο γνώρισμα της νέας συλλογής του Κώστα Γουλιάμου είναι ένας εξαιρετικός στις εκφάνσεις του μεταφορικός λόγος που νοηματοδοτεί τις πρωτότυπες εικόνες και καθιστά συλληπτές τις σχέσεις που δημιουργούν οι αλλεπάλληλοι συνειρμοί. Ειδικότερα, οι συνειρμοί αυτοί, καθώς συμπλέκονται με ασύμβατες μεταξύ τους ετερότητες, δημιουργούν ένα εντυπωσιακό κράμα. Όλα αυτά συνιστούν άσκηση στο πεδίο του υπερρεαλισμού, του οποίου τα μυστικά αποδεικνύει ότι κατέχει ο ποιητής, που μας καλεί να συμπορευθούμε στις γεμάτες εκπλήξεις λεωφόρους που διανοίγει η νέα του συλλογή.
Καταρχάς, ο τίτλος «Υγρό Γυαλί» ξαφνιάζει με τη φαινομενική απλοϊκότητά του. Προχωρώντας, όμως, ο αναγνώστης αναγνωρίζει ότι ο τίτλος αυτός βρίσκεται σε «λογική» αντιστοιχία με το περιεχόμενο της συλλογής. Το υγρό γυαλί, ως ύλη, συνιστά μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να διαμορφώσει φαινομενικές πραγματικότητες. Κι αυτό, γιατί όταν επιστρωθεί στην επιφάνεια απλών, μέχρι και ευτελούς αξίας αντικειμένων από ξύλο ή από μέταλλο, προσδίδει σ’ αυτά πολύτιμη όψη, που ξεγελά ακόμη και το πλέον έμπειρο μάτι.
Στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ τίτλου και ποιημάτων, καθοριστικά συντελεί η φράση που χρησιμοποιεί ο ποιητής ως προμετωπίδα (moto) της συλλογής, και η οποία έχει διατυπωθεί από τον Μέλισσο, τον Σάμιο φιλόσοφο: Ἕν δ’ ἐόν δεῖ αὐτό σῶμα μή ἔχειν. («Και καθώς είναι ένα, δεν πρέπει να έχει σώμα»). Εδώ, απαραίτητο κρίνεται το ακόλουθο σχόλιο. Ο Μέλισσος, στο έργο του Περί φύσεως ἤ Περί τοῦ ὄντος, υποστηρίζει ότι αρχή του παντός είναι το ὄν, δηλαδή το Σύμπαν, το οποίο ταυτίζεται με τον Θεό. Κατά τον Μέλισσο, το ὄν είναι άπειρο στον χρόνο, ασώματο, αδιαίρετο, ομοιογενές και αμετάβλητο. Επομένως, ό,τι υπάρχει στο περιβάλλον θα πρέπει να έχει τη μορφή και τις ιδιότητες του ὄντος.
Όμως, η όραση και οι άλλες αισθήσεις μάς παρουσιάζουν τα αντικείμενα με συγκεκριμένη μορφή-σώμα που μεταβάλλεται. Όλα, ακόμη και η πιο ανθεκτική ύλη, όπως είναι η πέτρα ή το μέταλλο, με ανθρώπινες παρεμβάσεις ή μόνο με τη επενέργεια του πανδαμάτορα χρόνου, μεταβάλλονται και φθείρονται. Επομένως, σύμφωνα με τη θεωρία του Μέλισσου, η πραγματικότητα που συλλαμβάνουμε είναι αποτέλεσμα ψευδαισθήσεων και αυταπάτης. Αυτό υπογραμμίζουν και οι εισαγωγικοί στίχοι του πρώτου μέρους της συλλογής «Με το βλέμμα του εγκλείστου»:
«Σάρκα των άστρων / ρίζα του ουρανού / από υγρό γυαλί», καθώς και το μετέωρο ερώτημα: «Από πού να ξεκινήσουμε Αίθρα;»
Ζητούμενο, λοιπόν, στην παρούσα ποιητική συλλογή είναι ο εντοπισμός και η προσωρινή, έστω, ανασύσταση της ευτέλειας και των ψευδαισθήσεων που συνιστούν τη συμπαντική και την εγκόσμια πραγματικότητα. Γιατί, για να καταπολεμηθεί η κόλαση, πρέπει πρώτα να αποκαλυφθεί το λερό της πρόσωπο που το κρύβουν άπειρα ψιμύθια και επιστρώσεις από σκοπιμότητες. Το πάθος και την αδημονία του ποιητικού υποκειμένου, εν προκειμένω του ίδιου του ποιητή, είναι κάτι που ο αναγνώστης διαισθάνεται να κινείται στη σφαίρα του τραγικού και του ανέφικτου. Κι αυτό επιβεβαιώνεται, καθώς ο ποιητής ανοίγει την αυλαία του πρώτου μέρους με το ποίημα «Αίφνης ασώματο σκοτάδι». Ειδικότερα, με τον πρώτο κιόλας στίχο, «Θανατερή δίνη», περιγράφεται το ξάφνιασμα, μαζί και ο τρόμος του εγκλείστου, που μόλις αφυπνίζεται, βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν στρόβιλο ανατρεπτικών αλλαγών.
Ο ποιητικός λόγος, καθώς περιδιαβάζει τον εύθραυστο κόσμο, αναψηλαφίζει τις υψηλόπνοες ανατάσεις του Αναξίμανδρου για το σύμπαν και περιέρχεται τοπία θανάτου, όπως είναι η Λομβαρδία, περιοχή της Ιταλίας που χτυπήθηκε ανελέητα από τη λαίλαπα της σύγχρονης πανδημίας. Ακόμη, διαπορεύεται τόπους μακρινούς, όπως το νησί του Luo Yan στην Κίνα, με τον Κίτρινο Ποταμό, θύμα της ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής, με όλα τα τραγικά παρεπόμενα για τον άνθρωπο.
Ο ποιητής υπογραμμίζει ότι, σ’ αυτόν τον ετοιμόρροπο κόσμο, όλα μα όλα, όπως –ο θάνατος, το σώμα, το καλοκαίρι– ανατρέπονται και αλλάζουν, για να μας οδηγήσει στο «συγκεχυμένο είναι του Heidegger». Ο ίδιος ο φιλόσοφος χαρακτήρισε το πιο γνωστό κείμενό του, το Είναι και χρόνος (1927), ως αποτυχία μεγάλης αξίας. Και καθώς περιφέρεται στους χώρους της μνήμης, διαπιστώνει ότι «και το φως είναι οργισμένο, μανίω θεοίσιν / όταν σμίγει με το αίμα της κόκκινης επανάστασης / που μας άφησε ορφανά». Ο υπαινιγμός για την Οκτωβριανή Επανάσταση και τις τραγικές συνέπειες από αυτήν είναι ολοφάνερος. Το ίδιο φανερή είναι και η προσωποποίηση του οργισμένου φωτός που στρέφεται κατά των θεών, γιατί άθελά του φωτίζει το άδικα χυμένο αίμα και ολοένα ζωντανεύει τη μνήμη που όλο αιμάσσει.
Στον κατάλογο των ανατρεπτικών αλλαγών, του σύγχρονου κόσμου, καταγράφονται ακόμη «η λέξη κοιμητήρι», «το άγχος της ησυχίας / το άγχος του πάθους», η πατρίδα, η αγάπη, ο πόλεμος, οι ήρωες. Πρόκειται, δηλαδή, για μια χαώδη κατάσταση, αφού όλα τα ανθρώπινα, ακόμη και ο πόλεμος, όπως και οι ήρωες, έχουν ριζικά αλλοιωθεί. Και εδώ, μπορεί κανείς εύλογα να αναρωτηθεί: πόσες επαναστάσεις και πόλεμοι, που έχουν πραγματοποιηθεί στο όνομα της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και άφησαν πίσω τους αμέτρητα θύματα, δεν έγιναν η απαρχή για να καθιερωθούν καθεστώτα βίας και καταναγκασμού.
Στο ποίημα «Ηχώ του φωτός», καταμετρώντας ο ποιητής τρεις αμφιλεγόμενες πραγματικότητες που εισάγονται με τον χρονικό σύνδεσμο όταν, οραματίζεται ένα περισσότερο ανθρώπινο μέλλον.
«Όταν το πείραμα της Πύλου / γίνεται του γαλαξία αλκοόλ (…) όταν στ’ αμπέλια λούζονται γυμνές γυναίκες (…), όταν τσιγγάνοι καλπάζοντας / ανάμεσα σ’ ελιές και ξεχασμένα τρένα / (…) και αίφνης ακούγονται βιολιά και βιόλες (…) γιατί θα ’ρθουν πολλά πανηγύρια με βιολιά / να μοιραστούμε τις γυναίκες μας / να χορέψουμε όλες τις λαχτάρες (…)».
Σ’ αυτό τον νέο κόσμο, δεν θα έχουν θέση ακρότητες, όπως η πρόταση να επικεντρωθεί η επιστημονική έρευνα στην Πύλο, για να αναζητηθούν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη δημιουργία του Γαλαξία… και τα λοιπά, και τα λοιπά, πράγμα που συνιστά ένα είδος εξωφρενικής αλαζονείας που την προκαλεί η μέθη και η αυταπάτη της υπεροχής του ανθρώπου.
Συνεχίζοντας, ο ποιητής οραματίζεται το ευφρόσυνο γύρισμα των καιρών, όπου «θα ’ρθουν κι άλλα πανηγύρια / να χορέψουμε το μερτικό μας / να ξαναβρούμε τη γεύση μας / σ’ ένα κορμί / στην άγουρη λαχτάρα για λίγο στήθος / στο φιλέρημο λιόγερμα της θάλασσας / (…)». Σ’ αυτή τη νέα εποχή, θέση δεν έχουν ανατρεπτικές προθέσεις, όπως εκείνες του Walt Whitman που με το έργο του Φύλλα Χλόης «διέσυρε» δια παντός την ποίηση, παρότι με αυτήν, όπως αναφέρεται στο ποίημα, «(…) ξήλωνε / τις “παρενέργειες της λογικής” / και άλλοτε έγραφε επιστολές / στο τρυφερό στήθος των γυναικών / πριν ξεψυχήσουν / και καούν / στο άλλο μισό / της νύχτας… / …Va Pensiero».
Εκπληκτική είναι η επινόηση να κλείσει το ποίημα με το γνωστό «Va Pensiero», ίσως το πιο δημοφιλές μέρος από το έργο Nabucco του G. Verdi. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι η προετοιμασία για την έναρξη αυτού του υπέροχου μουσικού μέρους «αποτυπώνεται» στους τέσσερις τελευταίους στίχους, οι οποίοι φθίνουν, γίνονται δίλεξοι, και καθώς η τελευταία φράση («της νύχτας») δείχνει να σβήνει, οι στιγμές (τελείες) που ακολουθούν υποδηλώνουν τους πρώτους ανεπαίσθητους ήχους από την αρχή της μελωδίας που γίνεται ευκρινέστερη, καθώς αυτό υπονοείται με τις στιγμές στην αρχή του επόμενου στίχου, ο οποίος ολοκληρώνεται με τη φράση «Va Pensiero» («Πέτα, σκέψη»).
Οι στίχοι με τους οποίους ολοκληρώνεται το ποίημα, γίνονται η απαρχή για το επόμενο («Νύχτες του Auschwits»), στο οποίο επιτονίζεται η θρηνητική νυκτωδία. Χαρακτηριστικοί είναι οι πρώτοι, εισαγωγικοί στίχοι, που πείθουν ότι περισσότερο πρόκειται για ένα «ποίημα εν προόδω», παρά για ξεχωριστά μεταξύ τους ποιήματα.
«Τι έκαναν εκείνη τη νύχτα / και την άλλη μέρα / και την άλλη νύχτα / και κάθε νύχτα / πού κρύβεσαι Hannah / πώς έσβησε το φως σου Miriam / (…)».
Παράλληλα, αποδεικνύεται ότι η φράση «Va Pensiero» υπακούει στην αρχή μιας προτρεπτικής ηθικής. Η ελεύθερη και ανυπότακτη σκέψη είναι η μόνη που συναισθάνεται και εκπληρώνει τα όσα οφείλει στον άνθρωπο. Γιατί, αν δεν το κάνει αυτή η σκέψη που γεννά την ποίηση, ποιος άλλος θα το πράξει, μακριά από δεσμεύσεις και δύσληπτες αναγκαιότητες. Αυτή την αρχή διδάσκει ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης με τους στίχους από το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος»: «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. / Να μην τις παίρνει ο άνεμος».
Στο ποίημα «Διά βίου θάνατος», η σκέψη και ο λόγος επικεντρώνονται σε τόπους θυσίας όπως είναι στο μαρτυρικό νησί της Κύπρου, όπου παρά τα χρόνια που πέρασαν, το χώμα είναι πρόθυμο (…) να θρηνήσει / κορμιά που ρούφηξε ο Ιούλης / (…) ενώ, καθώς βραδιάζει, «(…) στην πόλη του Ονασαγόρα / αρχίζουν τον χορό οι έγκλειστοι στα φυλακισμένα μνήματα (…)».
Οι κατάκοιτοι ήρωες του Αγώνα 1950-55, στις Κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, πάντοτε θα νυχιάζουν τη μνήμη.
Αμέσως μετά «η σκέψη πετά» «στου Φάγκου τη χαράδρα», όπου σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης, και «στης Θράκης το Οικονομείο», όπου Τούρκοι στρατιώτες κατέσφαξαν τους κατοίκους του χωριού (1913), για να σταθεί στην εκτέλεση του Γερμανού Muntzer, που τάχθηκε εναντίον της φεουδαρχικής εξουσίας στη Γερμανία και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό. Σ’ αυτόν, μάλιστα, ανήκει η φράση «Οmnia sunt commounia» («Όλα είναι κοινά»). Και η θρηνητική, συνάμα και δοξαστική περιδιάβαση συνεχίζεται με καταιγιστικές αναφορές σε ονόματα ανθρώπων που θυσιάστηκαν στο όνομα της ελευθερίας και των ιδεών τους (Γρηγόρης Αυξεντίου, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, Κυριάκος Μάτσης, Σωτήρης Πέτρουλας, Αντύπας, Ρούντι Ντούτσκε, Νίκος Μπελογιάννης, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ναζίμ Χικμέτ, Federico Garcia Lorca).
Τέλος, ο ποιητής με τη ζωντανή και βαθιά ιστορική γνώση και μνήμη, αντιπαραβάλλει τα προηγούμενα με το κλίμα της εποχής μας, που ισοπεδώνει και αφανίζει τα πάντα στον βωμό του χρήματος και της πολιτικής ισχύος.
Το πρώτο μέρος της συλλογής ολοκληρώνεται με άλλες επτά, το ίδιο εκθαμβωτικές ποιητικές συλλήψεις, όπως οι τρεις, για τις οποίες έγινε λόγος στα όσα προηγήθηκαν. Ακολούθως, ανοίγει η αυλαία του δεύτερου μέρους που τιτλοφορείται «Με το βλέμμα της Σοφίας» και περιλαμβάνει τρία ποιήματα. Ως προμετωπίδα αυτού του μέρους ο Κώστας Γουλιάμος επιλέγει έναν στίχο από ποίημα του Κώστα Μπλάνα, «Ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν την κόλαση;» (Στασιωτικά, εκδ. Γαβριηλίδης).
Στο ποίημα «Αόρατο φως» κεντρικό πρόσωπο είναι η μικρή Σοφία, ενώ ο ποιητής φαίνεται ότι λειτουργεί ως παρατηρητής που καταγράφει τις κινήσεις και τις επιλογές της αγαπημένης του κόρης και, μέσα από αυτές, επιχειρεί να ερμηνεύσει συναισθήματα και δικές της σκέψεις. Όμως, στην εξέλιξη του ποιήματος, αποδεικνύεται ότι ο ποιητής ξεδιπλώνει πτυχές της δικής του ψυχής, ενώ την ίδια στιγμή απλώνει χέρι προστασίας στη Σοφία, για να τη σώσει από τον μολυντήρα του έξω κόσμου.
Η ματιά της Σοφίας είναι ισοδύναμη με την έκφραση της αθωότητας την ώρα που αρχίζει να βάζει στην άκρη την παιδική αμεριμνησία, καθώς αφουγκράζεται νοσηρά λαλήματα και βλέπει εικόνες από έναν κόσμο γεμάτο ύποπτους τριγμούς. Τότε, «Μαζεύει η Σοφία της νύχτας τη συνοχή / (…) σαν ένιωσε το φεγγάρι υγρό γυαλί / να οδοιπορεί κρυφά / σαν ένιωσε / το αθέατο σώμα του χρόνου». Και καθώς, κοιτάζοντας, ανιχνεύει «οράματα του κενού / μαζεύει η Σοφία το ποδήλατο», γιατί νιώθει να ωριμάζει και βλέπει γύρω της, να παραμονεύει η επιβουλή. Γι’ αυτό και η έγνοια της είναι να προστατέψει ό,τι είναι επίφοβο να καταστραφεί ή να μετατραπεί σε μέσο που θα φέρει την καταστροφή. Μαζεύει ακόμη και τον δρόμο, μην τύχει και επιστρέψει ο ουρανός με τις ψυχές των νεκρών. Και ο ποιητής, με τη βιωματική μνήμη, καθώς αναθυμάται την πόλη της Μόρφου, «βλέπει» τη Σοφία να μαζεύει πορτοκάλια, και ο ίδιος νιώθει παντού, στους γνώριμους τόπους, την αγάπη. Μα η αλήθεια δεν κρύβεται, καθώς στερεύει πάλι ο ουρανός. (…) κι ύστερα σκοτάδι ανάστατο / μένει άδειο το κλειδί / απ’ τη χαραμάδα του πρόσφυγα / ξεριζώνεται η ψυχή / πάει μονάχη στον ύπνο / στην άγονη Άνοιξη / μένει άδειο το σώμα / άδειο το αίμα».
Εντέλει, τα δώρα της ποίησης είναι πολλά. Ο αναγνώστης μεταβάλλεται σε συνταξιδιώτη του παντός, καθώς γίνεται συμμέτοχος των παθών που κυριεύουν τον έσω κόσμο των ποιητών και μαζί με αυτούς πορεύεται στις ατραπούς που διανοίγει ο δικός τους λόγος.
Γένοιτο.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Έρικκα – Δεκαοκτώ αφηγηματικές γραφές» (εκδ. Momentum).
ΠΗΓΗ: Bookpress