Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ (*)
Σεπτέμβριος του 2014 ήταν, όταν ο κ. Τσίπρας, πρωθυπουργός σε αναμονή, ανακοίνωνε με κάθε επισημότητα και σε κλίμα ενθουσιασμού για την επερχόμενη νίκη το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, το οποίο, όπως διαβεβαίωνε κατηγορηματικά, ήταν κοστολογημένο, εφαρμόσιμο και μη διαπραγματεύσιμο με τους δανειστές και την τρόικα σε καμιά περίπτωση. Με αυτόν τον τρόπο θα αντιμετώπιζε την ανθρωπιστική κρίση και θα έδινε ανάσες στα κοινωνικά στρώματα που υπέφεραν από τα μνημόνια. Αξίζει να θυμηθούμε πως ανάμεσα στα άλλα προέβλεπε επιστροφή των δώρων, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, δωρεάν ρεύμα σε 300.000 νοικοκυριά και κατώτατο μισθό 751 ευρώ.
Το τι έγινε στη συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστό. Μετά τη δημιουργική ασάφεια του κ. Βαρουφάκη ήρθε το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ και ακολούθως το νέο μνημόνιο, το οποίο ενταφίασε οριστικά το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Η πολιτική της λιτότητας όχι μόνο δε διακόπηκε, αλλά εντάθηκε και οδήγησε σε μεγαλύτερο αδιέξοδο την ελληνική κοινωνία. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τα λίγα θετικά της και τα πολλά αρνητικά τελείωσε τον Ιούλιο του 2019 επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά όσους πόνταραν σε μια αριστερή παρένθεση.
Από τότε κι ύστερα προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του χωρίς επιτυχία. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. κάνει λάθη και εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει τα ποσοστά του κολλημένα γύρω στο 20%. Στο εσωτερικό του ξέσπασε διαμάχη και ομάδες και ομαδάρχες παίρνουν θέσεις και προετοιμάζονται σιγά-σιγά για την μετά Τσίπρα εποχή. Ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιχείρησε να βάλει τέλος στη γρίνια και την εσωστρέφεια με αλλαγές που έκανε στους επικεφαλής των διαφόρων τομέων χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι κατέφυγε στη λύση της δημιουργίας πειθαρχικού οργάνου για να αντιμετωπίσει όσους θεωρεί ότι δημιουργούν πρόβλημα στο κόμμα και όσους έχουν ξεκινήσει δειλά-δειλά να αμφισβητούν την παντοδυναμία του.
Όμως με διαγραφές και ποινές δε λύνονται τα ζητήματα και ούτε εξασφαλίζονται καρέκλες εξουσίας για πολύ. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι βαθιά πολιτικό. Σταδιακά απώλεσε την αριστερή του φυσιογνωμία και τον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα και μετατράπηκε σε ένα κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό που υπόσχεται σήμερα είναι θολό και καταλήγει σε μια καλύτερη, πιθανώς, διαχείριση από εκείνη της Ν.Δ. Οι κοινωνικές ευαισθησίες, που προσφάτως ξαναθυμήθηκε, ο φιλολαϊκός και σε πολλές περιπτώσεις λαϊκιστικός λόγος δε συγκινεί ούτε τους πιο θερμούς υποστηρικτές του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάστηκε στην πράξη και εξαπάτησε τους πολίτες που τον εμπιστεύτηκαν, αφού άλλα υποσχέθηκε και τα αντίθετα ακολούθησε. Το χτύπημα στη διαπλοκή δεν έγινε ποτέ. Αντιθέτως βημάτισε στις πρακτικές των παλιών κομμάτων και υιοθέτησε εξωθεσμικές διαδικασίες, όπως φαίνεται από τις συναντήσεις των κκ. Μιωνή και Παπά και από τις αναφορές του κ. Καλογρίτσα. Ούτε το κόμμα, ούτε ο αρχηγός του έκαναν σοβαρή και ουσιαστική αυτοκριτική και σφυρίζουν αδιάφορα. Το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς, που επικαλούνταν, στραπατσαρίστηκε άσχημα. Η παροιμία: “στραβός, στραβό οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τον βράχο” αποτυπώνει εύστοχα , νομίζω, την κατάσταση που σήμερα βρίσκεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, επομένως, που ο πολιτικός του λόγος πέφτει στο κενό. Ο κ. Τσίπρας έξι χρόνια μετά το 2014 μπορεί να πηγαίνει στη ΔΕΘ και να ζητά π.χ. τις αναγκαίες, πράγματι, 15.000 προσλήψεις εκπαιδευτικών, αλλά να μη λέει ούτε μισή κουβέντα, γιατί εκείνος δεν έκανε ως κυβέρνηση ούτε έναν διορισμό στην εκπαίδευση. Να απαιτεί μέτρα ανακούφισης της κοινωνίας που όταν ήταν πρωθυπουργός δεν πήρε. Και να υπόσχεται. Όμως το 2020 δεν είναι το 2014. Άραγε εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ δεν το αντιλαμβάνονται; Και τέλος πάντων ως πότε ο κ. Τσίπρας θα συμπεριφέρεται σαν να μην είδε, να μην άκουσε, να μην ξέρει, να μην έπραξε, σαν να μην επέλεξε όχθη τελικά;
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας