Αναμφισβήτητα οι αλματώδεις αυξήσεις σε λιπάσματα, ενέργεια και λοιπά αγροτικά εφόδια, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα για τις αγροκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα μας. Από τη μια η οικονομική και επιδημιολογική κρίση συμπιέζει τις τιμές παραγωγού προς τα κάτω και από την άλλη η εκτίναξη του κόστους παραγωγής, φέρνει σε δυσμενέστερη θέση τον Έλληνα γεωργοκτηνοτρόφο σε σχέση με τον αντίστοιχο Ευρωπαίο.
Μάλιστα τη μερίδα του λέοντος έχει το κόστος της ενέργειας(ηλεκτρικό ρεύμα και πετρέλαιο για την κίνηση, άρδευση κλπ.) το οποίο σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ συμμετέχει με ποσοστό 32% στο συνολικό κόστος παραγωγής ενός προϊόντος. Μαζί δε με το κόστος της γης και τα εργατικά χέρια φθάνουν οι τρεις αυτοί παράγοντες να καλύπτουν το 51,8% του κόστους της αγροτικής παραγωγής. Όλοι εντυπωσιακά αυξημένοι σε σχέση με πέρυσι.
Αύξηση ωστόσο καταγράφουν και τα αγροτικά εφόδια: Σπόροι, ζωοτροφές, πολλαπλασιαστικό υλικό, φυτοπροστατευτικά προϊόντα, πλαστικά θερμοκηπίων με κατακόρυφη εκτίναξη των τιμών στα λιπάσματα (αύξηση 100 %), τα οποία διαμορφώνουν ένα δυσοίωνο μέλλον για τους αγρότες και κτηνοτρόφους της χώρας μας.
Σήμερα ο Έλληνας παραγωγός προμηθεύεται τους συντελεστές της παραγωγής σε τιμές δυσανάλογα υψηλές σε σχέση με τις τιμές ομοειδών συντελεστών στις άλλες χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ευνόητο ότι το στοιχείο αυτό μαζί με όλα τα άλλα( μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, ορεινές περιοχές, μεγάλη ηλικία των αγροτών κλπ.), υποβιβάζουν ακόμα περισσότερο την ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας, καθιστώντας τα αγροτικά προϊόντα ακριβά για την εσωτερική αγορά αλλά και για τις αγορές του εξωτερικού. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διακυβεύεται η βιωσιμότητα πολλών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, που σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, όπως αυτής που βιώνουμε, απειλεί να αυξήσει την ανεργία και να αποθαρρύνει πολλούς νέους να ασχοληθούν ενεργά με την πρωτογενή παραγωγή.
Για τον λόγο αυτό το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων οφείλει να ασχοληθεί σοβαρά με τους συντελεστές που διαμορφώνουν το κόστος παραγωγής και να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα για τον εξορθολογισμό των τιμών και την εναρμόνισή τους με τις τιμές που ισχύουν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Με ποια λογική άραγε καλείται ο Έλληνας παραγωγός να ανταγωνισθεί τον άλλον συνάδελφό του στην Ευρώπη, όταν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα λιπάσματα, τα καύσιμα, τις ζωοτροφές και τα φυτοφάρμακα σε πολύ υψηλότερες τιμές από ότι εκείνος;
Πώς θα επιβιώσει εντέλει ο Έλληνας γεωργός και κτηνοτρόφος όταν το εισόδημά του εξανεμίζεται από το υψηλό κόστος παραγωγής;
Για να αναστραφεί η ζοφερή αυτή πραγματικότητα η κυβέρνηση οφείλει να στηρίξει τον Έλληνα παραγωγό με συγκεκριμένα μέτρα όπως:
- Επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου άμεσα χωρίς γραφειοκρατία και σε ύψος ανάλογο με το κόστος για κάθε καλλιέργεια και εκτροφή, βάσει του ΟΣΔΕ. Χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμό, με αύξηση του προϋπολογισμού και μάλιστα να εφαρμοσθεί από φέτος για να το λάβουν οι δικαιούχοι το 2022 και όχι το 2023 που ανακοίνωσε η κυβέρνηση.
Υπενθυμίζω ότι οι αγρότες το 2012 είχαν επιστροφή 280 εκατομμύρια ευρώ (με πολύ χαμηλότερη τιμή το πετρέλαιο τότε) και όχι 50 εκατομμύρια ευρώ που προσανατολίζεται η κυβέρνηση σήμερα.
Η απόφαση – εμπαιγμός της κυβέρνησης να δώσει ψίχουλα σε λίγους αγρότες και να τα βαφτίσει ως επιστροφή φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο, έχει προκαλέσει οργή και αγανάκτηση στον αγροτικό κόσμο. - Εξορθολογισμός της εμπορίας λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων
- Ενίσχυση της ρευστότητας στη γεωργία. Οι τράπεζες πρέπει να χρηματοδοτήσουν ξανά τη γεωργική παραγωγή.
- Αυστηρή πάταξη του φαινομένου των “ελληνοποιήσεων” σε προϊόντα όπως η φέτα, ελιά, το λάδι κ.λ.π.
- Μειωμένο αγροτικό συντελεστή ΦΠΑ για όλες τις εισροές που είναι απαραίτητες για την αγροτική παραγωγή.
- Φορολογικά μέτρα που να περιλαμβάνουν την έκπτωση του τιμολογίου των λιπασμάτων, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση της τιμής τους.
- Ειδική μειωμένη τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται στην αγροτική παραγωγή.
Όσον αφορά το εμβληματικό μας προϊόν την κορινθιακή σταφίδα, που αφορά ιδιαίτερα την Μεσσηνία, ο Υπουργός όχι μόνο δεν προώθησε την απόσυρση των αποθεμάτων που είναι η άμεση και νόμιμη λύση στην Ε.Ε., αλλά ρίχνει λάδι στη φωτιά τοποθετώντας εκτός λίστας τη συνδεδεμένη ενίσχυση της κορινθιακής σταφίδας.
Συμπερασματικά θεωρώ ότι είναι μονόδρομος η συμπίεση του κόστους παραγωγής για την ανασυγκρότηση του αγροδιατροφικού τομέα, τη συγκράτηση των αγροτών στην ύπαιθρο, αλλά και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Καλαμάτα 2/12/21
Αλευράς Παναγιώτης
Γεωπόνος
π. Αντιπερειφερειάρχης Π.Ε. Μεσσηνίας