Του Χρήστου Αναστασόπουλου
Οικονομολόγου, MSc
Δημοτικού Συμβούλου Καλαμάτας
Η πανδημία που επέφερε ανυπολόγιστες υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις παγκοσμίως, επέδρασε αδιαμφισβήτητα έντονα αρνητικά στον τουριστικό τομέα, δίνοντας όμως ταυτόχρονα τη δυνατότητα άντλησης πολλών χρήσιμων διδαγμάτων που τον αφορούν άμεσα ή έμμεσα.
Η υγειονομική κρίση κατέδειξε τις παθογένειες του κυρίαρχου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης, του μαζικού τουρισμού, συνετέλεσε καταλυτικά στην ήδη υφιστάμενη κλιμακούμενη αμφισβήτησή του και ενίσχυσε την επιχειρηματολογία υπέρ της αλλαγής του. Η κινδυνολογία πως η αλλαγή αυτή θα οδηγήσει σε δραματική συρρίκνωση του αριθμού των επισκεπτών και κατ΄ επέκταση των τουριστικών εσόδων είναι αβάσιμη. Ένα νέο μοντέλο με επίκεντρο τον άνθρωπο και την αειφορία, η εφαρμογή του οποίου θα έχει αποτέλεσμα μια ήπια, βιώσιμη, πράσινη και δίκαιη ανάπτυξη, δύναται να οδηγήσει, υπό προϋποθέσεις, στην προσέλκυση του ίδιου ή και μεγαλύτερου αριθμού επισκεπτών, στα ίδια ή και σε περισσότερα έσοδα σε σχέση με την προ Covid-19 εποχή. Βασική προϋπόθεση όμως, συνιστά η εξάλειψη των σημερινών περιορισμών στα επίπεδα του τόπου και του χρόνου, που προέκυψαν ως φυσικά επακόλουθα της επιλογής η χώρα μας να είναι, ως προορισμός, συνυφασμένη με τη θάλασσα, τον ήλιο, τα νησιά και το καλοκαίρι. Απαιτείται λοιπόν, ένα μοντέλο που θα επεκτείνει τα όρια του χώρου όπου αναπτύσσεται η τουριστική δραστηριότητα, αν είναι δυνατό στο σύνολο της χώρας, και θα επενεργήσει διασταλτικά στη χρονική διάρκεια της τουριστικής περιόδου, αφορώντας και τις τέσσερις εποχές του χρόνου, και τις 365 ημέρες του.
Το δεύτερο σημαντικό δίδαγμα αφορά τη λανθασμένη πολιτική της μονοδιάστατης ανάπτυξης, της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού, που, όπως κάθε μονοκαλλιέργεια, καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε μεταβολές των παραγόντων που την επηρεάζουν. Για τη συνειδητοποίηση του μεγέθους του προβλήματος, ενδεικτικά παραπέμπω στα στοιχεία της έκθεσης του INSETE για το 2019, σύμφωνα με τα οποία η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στη διαμόρφωση του ΑΕΠ των περιφερειών του Νοτίου Αιγαίου και των Ιονίων Νήσων είναι εντυπωσιακά υψηλή, πάνω από 70%, γεγονός που αποδεικνύει τον υπέρμετρα υψηλό βαθμό εξάρτησής τους από αυτόν. Η πανδημία τόνισε εμφατικά το πρόβλημα της ανισόρροπης διάρθρωσης της οικονομίας μας και την αναγκαιότητα διασύνδεσης του τουρισμού με τον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, τόνισε ουσιαστικά την αναγκαιότητα διασποράς του κινδύνου. Αναγκαιότητα που καθίσταται αδήριτη υπό το φάσμα των μελλοντικών πανδημιών, για την επέλευση των οποίων η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί.
Πρόσθετος λόγος απαίτησης ενός τουριστικού μοντέλου που θα αφορά και θα συμπαρασύρει σε αναπτυξιακή τροχιά τον αγροδιατροφικό τομέα αποτελεί η αντιμετώπιση του φάσματος μιας επισιτιστικής κρίσης, όπως αυτή που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον ως παράγωγο αποτέλεσμα μιας αντίστοιχης υγειονομικής. Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό, τους δραστικούς περιορισμούς στις εξαγωγές σιτηρών που επέβαλλε στην αρχή της πανδημίας η Ρωσία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο, με στόχο τη διαφύλαξη των προμηθειών της, και τις σχετικές επιπτώσεις που προκλήθηκαν.
Σε αντίθεση με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται στη χώρα μας ο εγχώριος τουρισμός (ο τουρισμός των κατοίκων μιας χώρας όταν ταξιδεύουν εντός αυτής) – όπου συνιστά ζήτημα ήσσονος σημασίας και οι πολιτικές που τον αφορούν χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα και μικρής κλίμακας παρεμβάσεις – η πανδημία τόνισε την αξία του και μας «παρωθεί» να τον δούμε με μια άλλη ματιά, υπό ένα νέο πρίσμα. Αξία, που δεν περιορίζεται μόνο στις συνθήκες όπου τα σύνορα, λόγω μιας πανδημίας, παραμένουν κλειστά για μεγάλα διαστήματα ή η ροή επισκεπτών επηρεάζεται από την υγειονομική κατάσταση και τις πολιτικές άλλων χωρών. Ο εγχώριος τουρισμός πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο στρατηγικού σχεδιασμού, εργαλείο αναδιανεμητικής πολιτικής και τόνωσης της τουριστικής δραστηριότητας καθώς και μηχανισμό μείωσης της ροής οικονομικών πόρων προς την αλλοδαπή. Η παραμονή των Ελλήνων στη χώρα μας για διακοπές πρέπει να αποτελέσει στρατηγικό στόχο της τουριστικής μας πολιτικής με τη διαμόρφωση από την κεντρική διοίκηση, την τοπική αυτοδιοίκηση και φορείς του τουρισμού κατάλληλου πλέγματος σχετικών κινήτρων.
Ως προς το μέγεθος των ξενοδοχειακών μονάδων, η εμπειρία της πανδημίας κατέδειξε πως οι μικρές μονάδες εμφανίζονται περισσότερο ευέλικτες, περισσότερο ευπροσάρμοστες, σε συνθήκες αβεβαιότητας. Η σχετική «αμηχανία», η «διστακτικότητα» των μεγάλων συγκροτημάτων, που προσιδιάζουν στο μοντέλο του μαζικού τουρισμού, μπροστά στο δίλημμα της έναρξης λειτουργίας ή μη, το καλοκαίρι, μετά το πρώτο lockdown, ήταν πρόδηλη.
Επίσης, δεδομένου πως ο συνωστισμός πολιτών είναι άκρως επιβαρυντικός παράγοντας σε μια πανδημία, και μάλιστα σε μια εποχή εντεινόμενης αστικοποίησης, απαιτείται ένα μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις συγκράτησης του πληθυσμού στις εστίες του και επανάκαμψης κατοίκων από τα αστικά κέντρα, στην κατεύθυνση μιας πιο ισόρροπης παρουσίας του πληθυσμού στο χώρο. Ενώ, ως προς τους επισκέπτες, οι μικρής κλίμακας τουριστικές μονάδες εμφανίζονται καταλληλότερες στην περίπτωση που η μείωση του συνωστισμού επιβάλλεται από την πολιτεία ή και επιδιώκεται από αυτούς.
Τα διδάγματα της υγειονομικής κρίσης που αφορούν τον τουρισμό είναι πολλά. Στο παρόν κείμενο επιχειρήθηκε μια αδρή ανάλυση ορισμένων μόνο εξ αυτών, ως έναυσμα για προβληματισμό. Έναν προβληματισμό που πρέπει να τροφοδοτήσει μια συζήτηση που προφανώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το προς αναζήτηση νέο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης της χώρας μας.