Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι απαραίτητη, αλλά όχι αυτή που η κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλλει
Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ*
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα νοσεί βαθύτατα και αυτό είναι αποδεκτό από τη συντριπτική πλειοψηφία όσων εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το δημόσιο σχολείο. Ελλιπής χρηματοδότηση, αίθουσες χωρίς υποδομές, απαρχαιωμένα βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, απουσία επιμόρφωσης, γερασμένος πληθυσμός, δεκαετής αδιοριστία κ.λπ. αποτελούν τα ουσιαστικά προβλήματα και τις χρόνιες παθογένειες. Η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης υποβαθμίζεται ολοένα και περισσότερο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πλειονότητας των διδασκόντων. Οι όποιες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις έγιναν τα τελευταία χρόνια απέτυχαν, γιατί από τη μια ήταν αποσπασματικές και από την άλλη κακή αντιγραφή εκπαιδευτικών συστημάτων άλλων χωρών, τα οποία βρίσκονται έξω από την ελληνική πραγματικότητα.
Το μεγάλο καρκίνωμα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ωστόσο, είναι η παραπαιδεία και κυρίως τα ιδιαίτερα μαθήματα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται, γιατί οι γονείς ξοδεύουν ένα τσουβάλι λίρες, για να περάσει το παιδί τους στα Α.Ε.Ι., και ουδείς αναρωτιέται, γιατί οι εκπαιδευτικοί, μετά την πρωινή τους εργασία συνεχίζουν μέχρι αργά το βράδυ με ιδιαίτερα, τα οποία είναι, να το πούμε καθαρά και ξάστερα, μαύρο και αδήλωτο χρήμα. Οι ενώσεις των εκπαιδευτικών δε θίγουν το πρόβλημα και η Πολιτεία στρουθοκαμηλίζει και δεν αντιμετωπίζει το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο. Παρόλα αυτά, βρήκε τη θεραπεία των δεινών και είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Χρόνια το ζήτημα αυτό αποτελεί το μεγάλο στοίχημα των υπουργών Παιδείας. Μέχρι σήμερα καμιά κυβέρνηση δεν κατάφερε να την εφαρμόσει. Η κ. Κεραμέως επιστράτευσε τον ίδιο τον πρωθυπουργό, μετά την καθολική ήττα της στο θέμα της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων, για να διαφημίσει το «νέο σχολείο» της κυβέρνησης και για να προωθήσει την αξιολόγηση. Μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης απορούσε επειδή έξω από το σχολικό συγκρότημα που έγινε η εκδήλωση εκπαιδευτικοί διαδήλωναν. Γιατί διαφωνούν, λοιπόν, οι καθηγητές με την αξιολόγηση; Τι φοβούνται; Είναι βολεμένοι και τεμπέληδες; Γιατί να αποτελούν εξαίρεση από όλη τη δημόσια διοίκηση;
Μιλώντας γενικά για την αξιολόγηση στην εκπαίδευση (αυτοαξιολόγηση και αξιολόγηση εκπαιδευτικών) είναι ανάγκη να ξεκαθαριστούν τρία βασικά ζητήματα: ποιος είναι ο σκοπός της αξιολόγησης, ποια τα κριτήρια της και ποιοι θα την κάνουν. Επιπλέον, δεν πρέπει να συγχέεται η αξιολόγηση με τον πειθαρχικό έλεγχο των εκπαιδευτικών, για τον οποίο υπάρχει σαφέστατο νομοθετικό πλαίσιο. Μετά από 28 χρόνια στις σχολικές αίθουσες θεωρώ ότι πρέπει να αξιολογούνται τα πάντα, γιατί μόνο έτσι θα φανούν οι αδυναμίες και τα προβλήματα ενός συστήματος. Το πρόβλημα είναι η κατεύθυνση. Αν η αξιολόγηση στοχεύει στην ουσιαστική βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, στην αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στην εξάλειψη των μεγάλων προβλημάτων του δημόσιου σχολείου, οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν κανένα απολύτως λόγο να τη φοβούνται. Αν, όμως, πίσω από τα μεγάλα λόγια, όπως αυτά που συνόδευσαν τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες, κρύβεται το κουκούλωμα των παθογενειών της εκπαίδευσης, επιχειρείται να «πιάσουμε» δείκτες που μας υπαγορεύουν οργανισμοί, όπως η PISA και ο Ο.Ο.Σ.Α., και η εκπαίδευση να αποκτήσει ένα καθαρά τεχνοκρατικό περιεχόμενο και, το κυριότερο, αν γίνεται προσπάθεια να φορτωθούν οι αδυναμίες και τα προβλήματα δεκαετιών στους εκπαιδευτικούς, νομίζω ότι αυτοί είναι επαρκείς λόγοι για να αντιδρούν οι εκπαιδευτικοί. Το ερώτημα, επομένως, του κ. Μητσοτάκη για εκείνους που διαμαρτύρονταν ήταν υποκριτικό.
Το ξέρει, άλλωστε, πολύ καλά και ο ίδιος και ας μην κάνει πως δε θυμάται ότι σε ένα βράδυ, με μια υπογραφή, απέλυσε 2.500 εκπαιδευτικούς τεχνικών ειδικοτήτων, όταν ήταν υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Αυτό και μόνο τον καθιστά αναξιόπιστο.
Εν κατακλείδι, τα προβλήματα του ελληνικού σχολείου είναι γνωστά και στον πρωθυπουργό και στην υπουργό του. Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι απαραίτητη, αλλά όχι αυτή που η κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλλει. Θεωρώ ότι η Ο.Λ.Μ.Ε. και η Δ.Ο.Ε. είναι απαραίτητο να βγουν επιθετικά και, πέρα από τη διαφωνία τους, να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις στο μεγάλο αυτό θέμα. Ο ευαίσθητος χώρος της εκπαίδευσης χρειάζεται συγκλίσεις και, επειδή η κυβέρνηση δεν τις επιδιώκει, ας το κάνουν οι εκπαιδευτικοί, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά και με αυτόν τον τρόπο ότι στην πλειοψηφία τους είναι εκείνοι που πονούν, αγωνιούν και στηρίζουν το δημόσιο σχολείο.
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας