Γράφει ο Γιώργος Δημητρούλιας
Εκδότης «το Αντίδοτο», τέως δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας
«Πόσες γενιές γυρεύανε, και μεις, νομίζω, φάγαμε τα νιάτα μας γυρεύοντας την περίφημη ελληνική πραγματικότητα. Η ελληνική πραγματικότητα είναι μπροστά μας. Ένα βελόνι πεύκου. Έχουμε κι εμείς τις αξιώσεις μας βλέπεις!»
Γιώργος Σεφέρης
Είναι γεγονός ότι όσο ζεις μαθαίνεις και ανασκευάζεις πολλά από αυτά που πίστευες όταν ανακαλύπτεις νέες εκδοχές κάποιων καταστάσεων που ήξερες. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη έφερνε στην σκέψη μου την μπόχα της ελλαδίτικης αριστερίλας που ξεκίνησε την δεκαετία του ’60 με την κατευθυνόμενη εξέγερση του Μάη του ’68 και την αντίστοιχη της Πατρίδας μας που έγινε το 1973 με το Πολυτεχνείο, η οποία γενιά μας έφερε στον πάτο οικονομικά, ηθικά, κοινωνικά, γεωπολιτικά κλπ. Όμως εσχάτως ανακάλυψα διαβάζοντας κάποια κείμενα και βιβλία, μετά τον θάνατο του Μίκη, ότι υπήρχαν στο ξεκίνημα της ελληνικής μαρξιστικής αριστεράς δύο ρεύματα. Το ένα που ξέρουμε και βλέπουμε σήμερα με την διεθνιστική αριστερά της κονόμας των υπερασπιστών της Παγκοσμιοποίησης και κάθε είδους παρακμής και το άλλο μιας Πατριωτικής αριστεράς που αναζητά την Ελληνικότητα μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση της έννοιας του Έθνους.
Η ελληνικότητα του Μίκη.
Η παραπάνω φράση με την οποία ξεκινώ αυτό το κείμενο είναι ένα μικρό απόσπασμα από την αλληλογραφία του Σεφέρη, το 1932, που απαντά στον Γιώργο Θεοτοκά, λέγοντάς του ότι δεν χρειάζονται μεγαλοφυίες για να καθορίσουμε την ελληνικότητα αλλά βλέποντας την ζωή του Λαού και την διαρκή και πολύμορφη ελληνική ιδέα, μπορούμε να την προσεγγίσουμε. Ο Μίκης, αλλά και όλη του η γενιά, ήταν επηρεασμένη από την γενιά του ’30 στον Μεσοπόλεμο που το περιεχόμενο της ελληνικότητας στηρίχθηκε στις αρχές του ιδεαλισμού και τις αξίες της κλασσικής αρχαιότητας κατ’ αντιπαράθεση προς τον υλισμό.
«Προσωπικά είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που είμαι Έλληνας. Δεν το λέω αυτό συναισθηματικά, αλλά λογικά-ρεαλιστικά. Γιατί η Ελλάδα μου προσφέρει διπλά μια δυνατή βάση, όπου μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και ακόμα να προχωρήσω, ενώ βλέπω σαφώς γύρω μου, στην Ευρώπη, πολλούς νέους να παραπαίουν και να διστάζουν, γιατί τους λείπει ακριβώς μια τέτοια βάση. Είναι “διπλά” γιατί, πρώτον, η Ελλάδα είναι ένας ιδιαίτερος κόσμος (τόσο παλιός όσο και ανεξερεύνητος), πλούσιος, δυνατός, χυμώδης. Αυτή είναι η ιδέα της Ελλάδας, η μοίρα της το μαρτύριό της, η αντοχή της. Δεύτερον, στον τομέα μου διαπιστώνω ότι η μουσική μας κληρονομιά είναι γερή και πρωτότυπη, η μουσική γλώσσα, που χρησιμοποίησε ο λαός μας ανάμεσα στους αιώνες για να εκφραστεί, λάμπει σαν διαμάντι ανάμεσα στις μουσικές γλώσσες των άλλων λαών». Από το βιβλίο του αριστεριστή Φώντα Λάδη που αναπαράγει τμήμα της συνέντευξης του Μίκη στα “Νέα” τον Αύγουστο του 1959.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μετά από λίγα χρόνια, το 1965, γράφει στο βιβλίο του «Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων»: «Υπεράσπιση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, των εθνικών παραδόσεων και της ελληνικής κουλτούρας, σκέψης και δημιουργίας (…)».
«Επανελλαδισμός της Ελλάδας. Ύψωση της πατρίδας μας σε κορυφαία περιοχή πνευματικού και καλλιτεχνικού πολιτισμού».
«Θέλουμε την Κύπρο ελεύθερη και αδέσμευτη. Ενωμένη με την ελεύθερη και αδέσμευτη μητέρα Ελλάδα».
«Θέλουμε Εθνική Οικονομική πολιτική. Να καταργηθούν τα προνόμια των ξένων μονοπωλίων. Να εθνικοποιηθούν οι βασικές ξένες επιχειρήσεις. Να καταργηθούν όλες οι ασύμφορες προς το Έθνος οικονομικές συμβάσεις. Άνοιγμα των αγορών και των δανείων προς όλες τις κατευθύνσεις με μοναδικό γνώμονα τα συμφέροντα του Λαού μας».
«Θέλουμε Εθνική Αναγέννηση. Να γυρίσουμε πλάτη στο παρελθόν (και σε ότι μας χωρίζει) και να στραφούμε ολόψυχα προς το μέλλον (που πρέπει να μας ενώνει)».
«Πιστεύουμε στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Πιστεύουμε στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Είμαστε περήφανοι για τους Έλληνες δημιουργούς, λογοτέχνες, καλλιτέχνες. Θέλουμε όπλο την Παιδεία και την Επιστήμη, την Κουλτούρα και το Αθλητικό Πνεύμα, να διαπαιδαγωγήσουμε την νέα γενιά, σύμφωνα με τις πατριωτικές μας παραδόσεις και την κληρονομιά του ανθρώπινου πολιτισμού».
Όλα τα παραπάνω γράφονται από έναν συνειδητοποιημένο κομμουνιστή που έχει περάσει και από την Μακρόνησο, αλλά όμως δεν υποτάσσεται στις εντολές της Μόσχας.
Όταν έγραφε υπέρ του Ούγγρου ακροδεξιού πρωθυπουργού Ορμπάν!
Στο βιβλίο του «Σπίθα, για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή», που εξέδωσε ο ΙΑΝΟΣ τον Σεπτέμβρη του 2011 έγραφε:
«Ουγγαρία.
Υπάρχει τάχα και άλλος δρόμος για να απαλλαγούμε από την κηδεμονία του ΔΝΤ και την Τράπεζα της Ευρώπης; Ο έγκριτος δημοσιογράφος Γιώργος Δελαστίκ μας βοήθησε να τον ανακαλύψουμε. Είναι ένας δρόμος μέσα από το ίδιο το σύστημα, μιας και προέρχεται από την κυβερνητική αλλαγή που έγινε πριν από μερικούς μήνες στην Ουγγαρία. Η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι κι αυτή μέλος της Ευρώπης των 27 και είχε και κείνη την ατυχία να γνωρίσει, όπως κι εμείς, τα… ευεργετικά αποτελέσματα της παρουσίας της γνωστής Τρόικας, που την είχαν καλέσει κι εκεί οι Ούγγροι σοσιαλιστές για να τους σώσει».
«Ήρθε, λοιπόν, η επάρατη Δεξιά…» που αρνήθηκε «…να συνεχίσει την πολιτική της εθνικής υποτέλειας των σοσιαλιστών προκατόχων της».
«Σπανίως μια ουγγρική κυβέρνηση ρίχτηκε στη δουλειά με τόση ορμή. Αυτό ήταν επειγόντως αναγκαίο, γιατί έχει καθορίσει ως σκοπό της την υπέρβαση της απελπισίας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης που άφησαν στον ουγγρικό πληθυσμό οκτώ χρόνια σοσιαλιστική κυριαρχίας. Η ομάδα του Ορμπάν θέλει εξαιτίας αυτού του λόγου να προωθήσει την “εθνική συνοχή”. Aντί για λιτότητα, φόρος στις τράπεζες! Παρ’ όλα αυτά, οι δυνάστες της ΕΕ και του ΔΝΤ απαιτούν από την ουγγρική κυβέρνηση να περικόψει τις ήδη γλίσχρες συντάξεις, να μεταρρυθμίσει επί τω χείρω το εθνικό σύστημα υγείας, περικόπτοντας μισθούς και θέσεις γιατρών και νοσοκόμων και μειώνοντας τα κρατικά κονδύλια για την υγεία, να κλείσει τεράστιες ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις απολύοντας εκατοντάδες χιλιάδες Ούγγρων».
«Πανικός επικράτησε στους κύκλους της ΕΕ. Η Κομισιόν έσπευσε να προσάψει στην ουγγρική κυβέρνηση ότι… δεν εκτίμησε σωστά τις επιπτώσεις αυτής της έκτακτης φορολογίας στις τράπεζες, η οποία “ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη” και να “αποθαρρύνει τους ξένους επενδυτές”. Ανοησίες και προσχήματα. Ο πραγματικός λόγος που πανικόβαλε την ΕΕ και το ΔΝΤ ήταν μήπως αυτή η εθνικά επωφελής ουγγρική στάση βρει μιμητές και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δημιουργήσει “σχολή”, παρακινώντας και άλλες κυβερνήσεις κρατών – μελών των 27 να φορολογούν τις τράπεζες αντί να υποβάλλουν τους λαούς τους σε εξοντωτικά μέτρα λιτότητας».
Γιατί επέλεξε να ταφεί ως κομμουνιστής;
Ο Μίκης είχε καταλάβει ότι στην πρωτόγονη πολιτικά Ελλάδα πρέπει ακόμα, δυστυχώς, να ανήκεις σε ένα από τα κυρίαρχα στρατόπεδα. Διάλεξε το κομμουνιστικό στρατόπεδο «που δεν μπόρεσε να συνυπάρξει ουσιαστικά ούτε όμως να διαχωριστεί πραγματικά» από αυτό, όπως γράφει.
Είναι όμως και κάτι ακόμα. Ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός των πολιτικών ιδεών, Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ που έχει φιλοξενηθεί από εφημερίδες όπως “Το Βήμα” και έχουν μεταφραστεί πολλά βιβλία του στα ελληνικά, ταυτίζει το ΚΚΓ που ήταν ίδιο με το ΚΚΕ πριν αυτό διαλυθεί, με τα ακροδεξιά σκανδιναβικά κόμματα τα οποία και τα ομαδοποιεί σαν «κόμματα διαμαρτυρίας».
Γράφει: «Αυτά τα κόμματα διαμαρτυρίας συγκεντρώνουν απελπισμένους και αποκλεισμένους, δυσαρεστημένους και εξεγερμένους, εξοργισμένους και αγανακτισμένους, και για καιρό χρησιμοποιήθηκαν ως το τσούρμο για τα αντικοινοβουλευτικά ρεύματα, που κατάγγελλαν την διαφθορά των ιθυνόντων (“όλοι σάπιοι!”)».
«Ξεπροβάλλουν στο περιθώριο των θεσμικών κομμάτων, σεβόμενα τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Στο κομματικό σύστημα καταλαμβάνουν μια παράδοξη θέση, καθώς είναι ταυτόχρονα «μέσα και έξω από το σύστημα, κάτι σαν ενδιάμεσο όριο, μεταξύ των κομμάτων της κλασσικής αντιπολίτευσης και τα εξωσυστημικά κόμματα».
Με κεντρικό άξονα πάντα την Πατρίδα και το Έθνος!
Ο Μίκης σε όλη του την πορεία είχε στο μυαλό του, όχι μόνο την Ελληνικότητα, αλλά και το Έθνος. Δώδεκα χρόνια πριν πεθάνει γράφει: «Ποιος έχει συμφέρον να εξαλείψει τη λέξη και την έννοια “Έθνος”, που αποτελεί την κύρια συγκολλητική δύναμη που μας ενώνει όλους, δεξιούς, κεντρώους, αριστερούς, πλούσιους, φτωχούς, μορφωμένους, αμόρφωτους, όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες, που, αν τύχει να ενωθούν όλοι μαζί και σχηματίσουν μια γροθιά, όπως έγινε στις 28 Οκτωβρίου του 1940, αποτελούν δύναμη που μπορεί όχι μόνο να αντισταθεί αλλά και να νικήσει;».