Του Σταμάτη Μπεχράκη
Δημοτικός Σύμβουλος Καλαμάτας
και υποψήφιος με την Παράταξη “ΚΑΛΑΜΆΤΑ_ΜΕΤΑ” με τον Βασίλη Τζαμουράνη
Πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού (55%) ζει σήμερα σε πόλεις. Το 2050 το ποσοστό αυτό θα έχει πλησιάσει το 70%. Ταυτοχρόνα είμαστε η μοναδική αναπτυγμένη χώρα όπου το 70% του πληθυσμού και του ΑΕΠ ζει και παράγεται σε 2 πολεοδομικά συγκροτήματα.
Τα προηγούμενα χαρακτηριστικά στοιχεία δείχνουν αφενός, με οικονομία λόγου, την εξελικτική πορεία που πρέπει να έχουν οι αυτοδιοικητικοί θεσμοί κατά τη διάρκεια της ιστορικής ανάπτυξης των πόλεων και αφετέρου δείχνουν κάποιες συγγενείς παθήσεις της λειτουργίας του δεύτερου πυλώνα του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας.
Οι αντιλήψεις για τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς που υιοθετούνται από τους πολίτες έχουν καθοριστική σημασία για τις επιλογές τους. Προφανώς η θέση που ακούγεται συχνά, κάνει για δήμαρχος οποιοσδήποτε “αρκεί να αγαπάει την πόλη του” είναι απότοκη της άποψης ότι η αυτοδιοίκηση δεν είναι απαιτητική περίπτωση διακυβέρνησης. Απλούστερα υπονοεί ότι ο αυτοδιοικητικός θεσμός “είναι για τις λακκούβες στους δρόμους” και όχι κάτι πιο δύσκολο. Προφανώς μια τέτοια άποψη είναι και επικίνδυνη και λάθος.
Προχωρώντας σε βαθύτερο επίπεδο την προσέγγιση, δύο είναι οι κυρίαρχες αντιλήψεις όπως κωδικοποιούνται από βασικές αντιπαραθέσεις και κυριαρχούν με τον έναν ή άλλο τρόπο στο χώρο της αυτοδιοίκησης. Απόψεις που αφορούν τη διοίκηση των δήμων, τη βιωσιμότητα τους, το συμμετοχικό σχεδιασμό, τη λειτουργία των πόλεων, την ενδοδημοτική αποκέντρωση, την ιεράρχηση των αναγκών. Απόψεις οι οποίες τροφοδοτούν και επικαθορίζουν συχνά τις αντιθέσεις για το τι αυτοδιοίκηση χρειαζόμαστε στη χώρα. Εκ των πραγμάτων διαμορφώνεται ένα διπολικό σύστημα δύο προγραμματικών διαφορών.
Στη μια όχθη βρίσκονται οι δυνάμεις που αγωνίζονται διαχρονικά για την δημοκρατική ανάπλαση των αυτοδιοικητικών θεσμών. Για αυτές τις δυνάμεις αυτής της όχθης, οι θεσμοί βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη, αποτελούν σημαντικό πεδίο δράσης κοινωνικών δυνάμεων για την αποκέντρωση της κεντρικής εξουσίας, της διαφάνειας στις αποφάσεις και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, τη συμμετοχή των πολιτών στην λήψη αποφάσεων που αφορούν την καθημερινότητα τους, την προτεραιοποίηση των αναγκών των τοπικών κοινωνιών, στην εργασία τους και το περιβάλλον. Η Αυτοδιοίκηση είναι αγώνας για δημοκρατία, συμμετοχή και βιώσιμη ανάπτυξη του κάθε τόπου.
Για δύο δεκαετίες τα νομοθετικά προγράμματα Καποδίστριας, Καλλικράτης, Κλεισθένης και επιχειρησιακά ο «Φιλόδημος» αντανακλώνται με τον ένα ή άλλο βαθμό οι αλλαγές που συντελούνται στις αντιλήψεις της κοινωνίας για τις πόλεις σε σχέση με το κεντρικό κράτος, τα νέα δικαιώματα των πολιτών αλλά και στο “επιχειρείν” μέσα στις πόλεις. Οι αλλαγές των αυτοδιοικητικών θεσμών αποσκοπούσαν στην δημοκρατικότερη αναμόρφωση του πλαισίου – ανεξάρτητα την ορθότητα τους – για την ολοκλήρωση του δεύτερου πυλώνα του πολιτικού συστήματος.
Αλλά και σε επίπεδο Ευρώπης είναι ξεχωριστή η δράση αντίστοιχων δυνάμεων στη διατύπωση θέσεων για την αναβάθμιση της Επιτροπής των Περιφερειών στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα π χ την άμεση εκλογή της από τους πολίτες της Ε.Ε., το περιβάλλον.
Στην άλλη όχθη, είναι -συνειδητά ή μη- οι δυνάμεις που επιδιώκουν ή δεν έχουν πρόβλημα να περιοριστεί η αυτονομία των αυτοδιοικητικών θεσμών. Βρίσκονται οι οπαδοί παραδοσιακά της συγκεντρωτικής της εξουσίας. Δεν ενδιαφέρονται να μετατραπούν ή μη οι θεσμοί εν τέλει σε προσάρτημα (βραχίονα του “αποκεντρωμένου” κράτους) της κεντρικής εξουσίας ως εφαρμοστικοί μηχανισμοί και ως εκ τούτων στη συνέχεια και σε κομματικό «λάφυρο».
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι δεν έχουν συνδέσει ποτέ την δράση τους με την εξέλιξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού. Τουναντίον θα σημειώναμε, επιεικώς, εμπόδισαν αλλαγές που επιχειρήθηκαν και στα τρια νομοθετικά προγράμματα Καποδίστριας, Καλλικράτης, Κλεισθένης ως υποστηρικτές – κατά παράδοση- ενός συγκεντρωτικού κράτους ή δήθεν κρυπτόμενοι κάτω από τον μανδύα “αποτελεσματικότερη” λειτουργία του θεσμού. Μέρος των δυνάμεων αυτών επίσης μπορεί να επικαλείται τον ευρωπαϊσμό, όμως δεν συμμετέχουν π χ στον αγώνα για μια δημοκρατικότερη Ευρώπη των Περιφερειών (συνήθως επικαλούνται το μοντέλο του “βαλκάνιου δημάρχου”) και αποκλίνουν ακόμα και από το ευρωπαϊκό στάτους.
Σκόπιμα δεν χρησιμοποίησα χαρακτηρισμούς των δύο ρευμάτων με κλασική πολιτική αναφορά π χ πρόοδος – συντήρηση διότι δεν αντιστοιχίζονται οι ψηφοφόροι των κεντρικών κομμάτων στη μία ή την άλλη “πλευρά” των ρευμάτων της αυτοδιοίκησης. Η διαιρετική τομή διατρέχει το εσωτερικό – δυστυχώς ή ευτυχώς- όλων των κομμάτων, αυτοδιοικητικών παρατάξεων με διαφορετικούς φυσικά συσχετισμούς υποστήριξης της κάθε πλευράς, μπορεί επίσης να διαθλάται σε ορισμένες περιπτώσεις και από τις προσωπικές φιλοδοξίες.
Το δίλημμα είναι λοιπόν κομματικοποιημένη ή συνειδητή υπηρέτηση του θεσμού;
Ο “μικρός” για τα θελήματα της κεντρικής εξουσίας ή παράλληλο επίπεδο διακυβέρνησης;
Χειραγωγούμενη ή ακηδεμόνευτη- πολιτικοποιημένη;
Να εκφράζει τους “πάνω” στους “κάτω” ή τους “κάτω” στους “πάνω”
Ερωτήματα που είναι τελικά όψεις του διλήμματος: τοπική (ετερο) διοίκηση ή τοπική αυτοδιοίκηση.