Σε μια πανηγυριώτικη επικοινωνιακή φιέστα, με αποκλειστικό στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων, Πρωθυπουργός και Υπουργός Παιδείας επιχείρησαν να εξωραΐσουν την οπισθοδρομική, ανάλγητη και κοινωνικά μεροληπτική εκπαιδευτική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας.
Επέλεξαν να παρουσιάσουν τις αλλαγές που ετοιμάζουν με το νέο νομοσχέδιο σε ένα αποστειρωμένο ακροατήριο, με επιλεγμένους συνομιλητές, αγνοώντας και περιφρονώντας την εκπαιδευτική κοινότητα και τους εκπροσώπους της και ποδοπατώντας κάθε έννοια δημοκρατίας και διαλόγου. Γι’ αυτό άλλωστε καταθέτουν το περιβόητο πολυνομοσχέδιο στην καρδιά του καλοκαιριού, όταν μαθητές/μαθήτριες και εκπαιδευτικοί, με τους οποίους υποτίθενται ότι βρίσκονται σε διάλογο, απουσιάζουν.
Με το νομοσχέδιο αυτό υπόσχονται μια ακόμα αναβάθμιση του σχολείου, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στα μεγάλα προβλήματα που συσσώρευσε η ανέμελη εκπαιδευτική πολιτική τους στις ακραίες συνθήκες της πανδημίας.
Και αυτή τη φορά στις πανηγυριώτικες εξαγγελίες τους δε χώρεσε ούτε μια λέξη για το πώς θα αντιμετωπιστούν τα μεγάλα μαθησιακά κενά που δημιούργησε η μακρόχρονη «τηλεκπαίδευση» την περίοδο του εγκλεισμού και οι συναφείς μορφωτικές ανισότητες, που γιγάντωσαν. Δε χώρεσε καμιά εξαγγελία για την προετοιμασία των σχολείων στην περίπτωση που, όπως προβλέπουν οι ειδικοί, θα έχουμε τέταρτο κύμα της πανδημίας.
Εξαγγέλλουν μεγαλύτερη αυτονομία της σχολικής μονάδας, την οποία όμως εγκαταλείπουν κυριολεκτικά στην τύχη της, καθώς την ωθούν στην αναζήτηση χορηγιών για να επιβιώσει. Ρυθμίζουν περαιτέρω την εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων, που ήδη έχουν θεσμοθετήσει, αν και είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει σε διακρίσεις ανάμεσα σε «καλά» και «κακά» σχολεία και στη μεγαλύτερη υποβάθμιση, τη συρρίκνωση έως και κλείσιμο αρκετά από αυτά.
Υπόσχονται ότι θα δώσουν δήθεν μεγαλύτερη αυτονομία στο διδακτικό προσωπικό για την αξιολόγηση των μαθητών και μαθητριών τους, παράλληλα όμως έχουν ήδη αυξήσει τις τελικές γραπτές εξετάσεις και έχουν κάνει πιο αυστηρό και άκαμπτο το εξεταστικό σύστημα του Λυκείου με την καθιέρωση της τράπεζας θεμάτων σε όλες τις τάξεις και για όλα τα μαθήματα.
Μεγαλύτερη αυτονομία ευαγγελίζονται και για το έργο των εκπαιδευτικών. Στην πράξη όμως έχουν αποδείξει πόσο ελάχιστα τους εμπιστεύονται, όταν τους αρνούνται να έχουν λόγο οι ακόμα για πώς θα εκλέξουν τους εκπροσώπους τους στα υπηρεσιακά συμβούλια ή για το πώς θα αξιολογήσουν τους μαθητές και τις μαθήτριές τους στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας.
Ανέκδοτο, τέλος, έχει καταντήσει η διακήρυξη του κ. Μητσοτάκη για περισσότερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες στους νέους και τις νέες, όταν η κυβέρνηση έχει ήδη θεσμοθετήσει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής για τα ΑΕΙ, περιορίζοντας δραματικά τις θέσεις σε αυτά. Για μια ακόμα φορά η κυβέρνηση επιχειρεί να εξαπατήσει την κοινή γνώμη διακηρύσσοντας ότι ο αριθμός των εισαγομένων στα πανεπιστήμια δεν άλλαξε, ενώ ταυτόχρονα έχει θεσμοθετήσει τον «κόφτη» της Βάσης Εισαγωγής, που θα αποκλείσει από τα πανεπιστήμια σε συνθήκες πανδημίας σχεδόν έναν στους τέσσερις υποψήφιους, «για το καλό τους». Ταυτόχρονα διακηρύσσει ότι ενισχύει την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Στην πραγματικότητα και στις δύο περιπτώσεις αυτό που στην πράξη υλοποιεί είναι η αύξηση της πελατείας των ποικιλώνυμων κολεγίων και ιδιωτικών ΙΕΚ.
Τέλος, η κυβέρνηση επαναφέρει την κακόφημη ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, από την οποία τόσο έχει δοκιμαστεί ο κλάδος των εκπαιδευτικών στο παρελθόν, προωθώντας όχι τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, αλλά το φόβο και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, επιδεινώνοντας έτσι και τις εργασιακές τους συνθήκες.
Από την άλλη, καταργεί θεσμούς που μόλις πριν τρία χρόνια θεσμοθετήθηκαν με στόχο την υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου, και στη θέση τους, μετά από σαράντα χρόνια, επαναφέρει τον αλήστου μνήμης επιθεωρητισμό, με τον θεσμό του επόπτη εκπαίδευσης και τον στραγγαλισμό του καθοδηγητικού ρόλου των συμβούλων. Προωθεί έναν διευθυντή-μάνατζερ, στον οποίο μεταφέρει αρμοδιότητες που αφαιρεί από το Σύλλογο Διδασκόντων και από συνεργάτη των εκπαιδευτικών τον καθιστά αξιολογητή τους. Δεν παραλείπει, τέλος, να καταργήσει το όριο της θητείας των διευθυντών και διευθυντριών των σχολείων, μια πρακτική που συνέβαλλε στην ανανέωση του στελεχικού δυναμικού των σχολείων.
Τελικά, η κυβέρνηση οδηγεί το δημόσιο σχολείο στην περαιτέρω συρρίκνωση και υποβάθμισή του, σε περιορισμό της δημοκρατικής του λειτουργίας, σε υπέρμετρη αύξηση του εξεταστικού φόρτου και σε υποβάθμιση του παιδαγωγικού του ρόλου. Ενισχύει τις ανισότητες στον τομέα της εκπαίδευσης και παραδίνει τους μαθητές και τις μαθήτριες βορά σε ιδιωτικά συμφέροντα, τους/τις εκπαιδευτικούς στην εργασιακή εξουθένωση και την ελληνική οικογένεια σε μεγαλύτερα έξοδα για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Τμήμα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ