Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη*
Αναμφισβήτητα, η εκλογή προέδρου από τα μέλη αποτελεί μορφή άμεσης δημοκρατίας, την οποία δεν πρέπει να φοβάται κανείς.
Η πρόταση του κ. Αλέξη Τσίπρα για εκλογή από τη βάση αρχηγού και Κεντρικής Επιτροπής και η πρόβλεψη ορίου στη θητεία των βουλευτών πυροδότησαν ένα νέο κύκλο εσωστρέφειας στους κόλπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πλευρά της πλειοψηφίας την παρουσίασε ως την πλέον ρηξικέλευθη και δημοκρατική διαδικασία, ενώ η μειοψηφία θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί ένα αρχηγικό κόμμα και θα προωθηθούν άτομα που βρίσκονται στη δημοσιότητα σε βάρος άλλων, ικανών και χρήσιμων για τη λειτουργία του κόμματος, στελεχών. Αλήθεια, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ανάγκη από τέτοιους νεωτερισμούς; Θα του δώσουν αυτές οι αλλαγές την απαραίτητη ώθηση να ξεπεράσει προβλήματα και δυσλειτουργίες, να γίνει πλειοψηφούσα πολιτική δύναμη και να επανέλθει στην εξουσία;
Αναμφισβήτητα, η εκλογή προέδρου από τα μέλη αποτελεί μορφή άμεσης δημοκρατίας, την οποία δεν πρέπει να φοβάται κανείς. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε πρωτοποριακό, ούτε καινοτόμο, αφού το έκαναν πράξη νωρίτερα άλλα κόμματα. Για να μην αποδειχθεί ότι μιμείται πρακτικές άλλων πολιτικών σχηματισμών, θα αρκούσε να προβλέπεται και η αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή η δυνατότητα καθαίρεσης αρχηγού από τη βάση. Διαφορετικά είναι άνευ ουσίας και κινδυνεύει να μείνει ένα απλό πυροτέχνημα. Η επιλογή, ωστόσο, Κεντρικής Επιτροπής από τα μέλη πράγματι θα λειτουργούσε υπέρ των στελεχών- αστέρων των Μ.Μ.Ε., θα ενίσχυε τις ομαδοποιήσεις και τις υπόγειες διεργασίες, επομένως οι ενστάσεις της μειοψηφίας έχουν σοβαρή βάση. Η πρόταση, τέλος, για τρεις μόνο θητείες βουλευτών και ευρωβουλευτών, όσο κι αν ακούγεται δημοκρατική, λειτουργεί ισοπεδωτικά, αφού, πιθανώς, θα αποκλειστούν άνθρωποι που έχουν να προσφέρουν πολλά ακόμη.
Θεωρώ ότι υπάρχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις για να διεκδικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με αξιώσεις την επάνοδό του στην εξουσία. Η πρώτη, να μη φοβηθεί τον διάλογο και τον πλουραλισμό απόψεων. Εξάλλου, αυτός ήταν ο κανόνας που ίσχυε πριν να ανεβεί στην κυβέρνηση το 2015. Η σε βάθος συζήτηση και η ειλικρινής αυτοκριτική μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει για έναν χώρο που πλήγωσε την κοινωνία και την Αριστερά με τις αποφάσεις που πήρε και απογοήτευσε χιλιάδες ανθρώπους που είδαν να ακολουθεί μια πολιτική τελείως αντίθετη από εκείνη που διακήρυξε. Η δεύτερη, να γίνει παράταξη. Για να το επιτύχει, χρειάζεται να διευρυνθεί εκατέρωθεν. Ούτε αυτό πρέπει να προκαλεί ανησυχία και καχυποψία. Τις εκλογές τις κερδίζουν τα κόμματα, όταν κάνουν ανοίγματα και το πλαίσιο των συνεργασιών με άλλους πολιτικούς φορείς, κινήσεις και προσωπικότητες είναι απολύτως ξεκάθαρο. Αυτό που δημιουργεί πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι η διαφορετική δημόσια τοποθέτηση και η προσωπική πολιτική κάποιων στελεχών. Διεύρυνση, λοιπόν, με ενιαία έκφραση θέσεων της παράταξης. Τέλος, το σημαντικότερο ζήτημα είναι το πρόγραμμα που θα προτείνει στον ελληνικό λαό και η συνέπεια εφαρμογής του. Είναι σε θέση ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να καταρτίσει μια κυβερνητική πρόταση, φιλολαϊκή, προς όφελος των πολλών, η οποία να είναι παράλληλα και ρεαλιστική; Θα μπορέσει να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι, αν έχει μια δεύτερη ευκαιρία, δε θα επαναλάβει τα ίδια, δικαιώνοντας έτσι πανηγυρικά για μια ακόμη φορά όσους μιλούν για οριστική μετάλλαξη και μετατόπιση του στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πιέζεται το τελευταίο διάστημα από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η πρώτη προέρχεται από τα Μ.Μ.Ε. που στηρίζουν απροκάλυπτα την κυβέρνηση και εμφανίζουν στημένες σφυγμομετρήσεις, οι οποίες ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζουν τον κ. Ανδρουλάκη ως τον επόμενο πρωθυπουργό. Ο προπαγανδιστικός αυτός μηχανισμός τα δίνει όλα, για να σώσει το σύστημα του κ. Μητσοτάκη από την επικείμενη κατάρρευση. Η δεύτερη εκπορεύεται από φίλια Μέσα, τα οποία θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ανάγκη να μετατραπεί σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ, να γίνει αρχηγικό κόμμα, να τελειώνει με την «Ομπρέλα» και να προχωρήσει, αν χρειαστεί, και σε διαγραφές στελεχών που θα διαφοροποιηθούν στο μέλλον. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται, πράγματι, σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Θα επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός, με τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, ή θα ολοκληρώσει τη μετατόπισή του σε ένα χώρο πιο συντηρητικό, κόβοντας και τις τελευταίες ρίζες του, που ποτίζονταν με τις ιδέες, τις αξίες και τα ιδανικά της Αριστεράς;
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας