Η εμβάθυνση της δημοκρατίας, η ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού και η προώθηση της ισότητας και της ισονομίας, περνούν μέσα από το πρίσμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Μια κορυφαία στιγμή στη λειτουργία του πολιτεύματος που αποβλέπει στη διόρθωση δυσλειτουργιών που αφορούν την εφαρμογή του συνταγματικού κειμένου.
Ήδη, από το 2015, η τωρινή κυβέρνηση προχώρησε σε μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων, ενδυναμώνοντας τη κοινοβουλευτική διαδικασία. Η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ψήφιση μια σειράς νομοθετημάτων για την διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών καθώς και εφαρμογή της απλής αναλογικής στο εκλογικό σύστημα αποτελούν βήματα θεσμικής προόδου που έρχονται σε παράλληλη σχέση με τα πραγματικά λαϊκά αιτήματα.
Από τη μια πλευρά, η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο γυμνές όλες εκείνες τις κεκαλυμμένες παθογένειες του ελληνικού κράτους. Μια οργανωτική δομή, παντελώς ανοργάνωτη, που σκοπό είχε τη δημιουργία και συντήρηση κυψελών διαφθοράς, από τη βάση έως την κορυφή της διοικητικής πυραμίδας, καθώς και την ολοένα αυξανόμενη σχέση εξάρτησης πολίτη-πολιτικού. Από την άλλη, το τοξικό μνημονιακό περιβάλλον έθεσε νέα ερωτήματα, με επίκεντρο την υπεράσπιση της ίδιας της δημοκρατίας.
Η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 και η μετάβαση σε μια ιστορική καμπή της σύγχρονης ιστορίας του κράτους, μας επιβάλλουν να προωθήσουμε όλες εκείνες τις θεσμικές αλλαγές που θα θωρακίσουν τη δημοκρατία, δημιουργώντας ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς και σήψης.
Ποιος, λοιπόν, φοβάται την θέσπιση μέτρων που ενισχύουν την λαϊκή συμμετοχή όπως την καθιέρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος και της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας, η οποία δημιουργεί τους όρους για τετραετείς πολιτικές θητείες, μακριά από τακτικισμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων και παράκεντρων;
Ποιος φοβάται την πρόταση για την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, ώστε να μην παρουσιαστούν ξανά φαινόμενα διορισμένων Πρωθυπουργών «ειδικού» σκοπού;
Γιατί είναι ανησυχητική η θέσπιση της αυξημένης πλειοψηφίας (3/5 του συνόλου) για τη δημιουργία νέων ανεξάρτητων αρχών; Η διαρκής καιροσκοπική δημιουργία τέτοιων αρχών μας έχει οδηγήσει σε θεσμικούς λαβύρινθους.
Ποιος φοβάται τη λαϊκή ετυμηγορία και αποστρέφεται τη λαϊκή βούληση μέσω δημοψηφισμάτων;
Γιατί θα πρέπει να στεκόμαστε απαθείς απέναντι στην ισχύουσα ανισότητα στην ποινική μεταχείριση μεταξύ των πολιτών; Ο νόμος περί μη ευθύνης Υπουργών δεν τιμά ούτε το πολίτευμά μας ούτε τον ελληνικό λαό. Δεν έχει ανάγκη η μεταμνημονιακή εποχή «πορφυρογέννητους» υπουργούς που θα κρατούν στα χέρια τους το «αλάθητο». Ένας νόμος που δημιούργησε στη πραγματικότητα μια κάστα πολιτικών προσώπων που οργάνωσε θεσμικά το πελατειακό κράτος και το κράτος προνομίων υπέρ ειδικών κατηγοριών πολιτών. Δεν υπάρχει καμία ηθική υπόσταση στη θεσμική ανοχή της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας.
Γιατί θα πρέπει να μας τρομάζει το όριο των βουλευτικών θητειών; Η άσκηση πολιτικής δεν είναι ένα επικερδές επάγγελμα που αναπτύσσεται μέσω της συναλλαγής με το εκλογικό σώμα. Η άσκηση πολιτικής είναι η ανιδιοτελής προσφορά.
Ποιος φοβάται τον εξορθολογισμό των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας; Ένας εξορθολογισμός που κλείνει εκκρεμότητες του παρελθόντος, αναπτύσσει κλίμα διευρυμένης συνεργασίας, εκμηδενίζοντας οποιοδήποτε κλίμα αντιπαλότητας ή και εκατέρωθεν καχυποψίας.
Δυστυχώς, η αξιωματική αντιπολίτευση, αντί να επιδιώξει να κάτσει στο τραπέζι συνεργασίας σε μια κορυφαία στιγμή του πολιτεύματος, επιδιώκει να συμμετάσχει στην αναθεωρητική διαδικασία με όρους πόλωσης, κατηγορώντας τη κυβέρνηση ότι στοχοποιεί πρώην υπουργούς με εξεταστικές. Στα σημεία που διαφωνεί αποφεύγει να τοποθετηθεί επί της ουσίας, αλλά εκφράζεται μέσω μιας εκκωφαντικής σιωπής, ενώ στα σημεία που συμφωνεί παρουσιάζεται με επιθετικό ύφος απέναντι στη κυβέρνηση. Χαρακτηριστικά, αναρωτιούνται πού ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ των 6 εδρών το 2006, όταν ο κ. Μητσοτάκης και μερικοί άλλοι πρότειναν την κατάργηση του άρθρου 86. Αλλά δεν αναρωτήθηκαν πού ήταν τότε το κόμμα του το οποίο κυβερνούσε με αυτοδυναμία.
Η τυφλή αντιπολίτευση στο όνομα μιας ολιγομελούς ελίτ έχει οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία στην πλήρη απομόνωση ακόμα και από παραδοσιακές δυνάμεις που υποτίθεται εξέφραζε. Είναι πασιφανής η έλλειψη πολιτικών αντανακλαστικών ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως τι συντελείται δίπλα της. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθετήσεις του Αρχιεπισκόπου περί «μικροτήτων» οι οποίες ήρθαν σε λιγότερο από 24 ώρες μετά τις απόψεις του κ. Βορίδη περί «…κατάργησης Χριστουγέννων…» και του αρχηγού της ΝΔ κ. Μητσοτάκη περί «…απαξίωσης της Εκκλησίας στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης θρησκευτικής ουδετερότητας…».
Ποιος φοβάται, άραγε, την ενίσχυση της λαϊκής βούλησης που απαιτεί να εφαρμόζονται θέσεις που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της δημοκρατίας και όχι της αριστοκρατίας;
Πέτρος Ν. Κωνσταντινέας
Βουλευτής Μεσσηνίας-ΣΥ.ΡΙΖ.Α