Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών εξετάσεων προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην ελληνική κοινωνία. Το υπουργείο Παιδείας βρέθηκε δικαιολογημένα και πάλι στο στόχαστρο της κριτικής. Η ελάχιστη βάση εισαγωγής που θέσπισε, αύξησε τον αριθμό των μαθητών που έμειναν εκτός πανεπιστημιακών σχολών. Γράφτηκαν εκατοντάδες κείμενα κατά, κυρίως, αλλά και υπέρ της αλλαγής αυτής που ίσχυσε για πρώτη φορά εφέτος.
Η αλήθεια είναι, βεβαίως, ότι δεν ευθύνεται μόνο η ελάχιστη βάση εισαγωγής για τον αποκλεισμό 40.000 περίπου υποψηφίων, αλλά και οι επιδόσεις τους.
Κάθε χρόνο, όμως, αυτό συνέβαινε. Ένας αριθμός μαθητών έμενε εκτός. Δυστυχώς αυτή τη φορά η Ε.Β.Ε αύξησε σημαντικά το νούμερο αυτό με αποτέλεσμα πολύ καλά πανεπιστημιακά τμήματα να έχουν μηδενικό ή ελάχιστο ποσοστό πρωτοετών φοιτητών.
Από την άλλη είναι τραβηγμένο να εισάγονται με μέσο όρο κάτω του πέντε για παράδειγμα. Δε νομίζω ότι κανείς μπορεί να στηρίξει σοβαρά και με επιχειρήματα μια τέτοια άποψη. Επιπλέον, είναι σίγουρο ότι ένα ποσοστό όσων απέτυχαν, που διαθέτει τα ανάλογα χρήματα, θα κατευθυνθεί στα ιδιωτικά κολέγια, όπου θα γίνει δεκτό χωρίς Ε.Β.Ε και θα επιλέξει τμήματα και ειδικότητες των οποίων το πτυχίο έχει εξισωθεί επαγγελματικά με το αντίστοιχο των δημόσιων Πανεπιστημίων. Έτσι, για μια ακόμη φορά θα βρεθούν οι προερχόμενοι από φτωχά κοινωνικά στρώματα στα ΙΕΚ που συνήθως δε δίνουν επαγγελματική προοπτική ή στην ανεργία.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η εκπαιδευτική διαδικασία και το υπάρχον σύστημα εισαγωγής αναπαράγουν τις κοινωνικές ανισότητες. Ακόμη ευνοούν τους ιδιοκτήτες κολεγίων και την παραπαιδεία για την οποία δε μιλάει κανείς και ας δίνονται χιλιάδες ευρώ, μαύρα χρήματα, στους «ψαράδες» των ιδιαίτερων μαθημάτων από τις οικογένειες που ελπίζουν ότι τα παιδιά τους θα έχουν καλύτερη ζωή από τη δική τους. Γι’ αυτό το τεράστιο καρκίνωμα δε λέει λέξη ούτε το υπουργείο, ούτε η ΟΛΜΕ, ούτε άλλοι φορείς που εμπλέκονται. Ο λόγος είναι γνωστός. Είναι πολλά τα λεφτά και τεράστιο το πολιτικό και συνδικαλιστικό κόστος για όποιον αντιδράσει σε ένα ακόμη παράλογο ελληνικό φαινόμενο.
Γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι όλες αυτές οι παθογένειες και οι αντιφάσεις γεννιούνται από το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το παιδί από τότε που εγγράφεται στο Γυμνάσιο προετοιμάζεται σταδιακά για τη μητέρα των μαχών, όπως χαρακτηρίζονται οι Πανελλαδικές. Η ισχύουσα νομοθεσία και τα αναλυτικά προγράμματα οδηγούν σε μια διαρκή “προπόνηση” μέσα από τεστ, διαγωνίσματα, τράπεζα θεμάτων και εξετάσεις τόσο στις αίθουσες διδασκαλίας, όσο και στο χώρο της παραπαιδείας.
Οι μαθητές δεν αποκτούν τις σφαιρικές γνώσεις που τους είναι απαραίτητες για να διαμορφωθούν ως προσωπικότητες και ως πολίτες και στην ουσία μένουν αγράμματοι, αγνοώντας βασικά ιστορικά γεγονότα ή ποιος είναι, για παράδειγμα, ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το ελληνικό σχολείο δε δίνει χαρά στα παιδιά. Στις χώρους του κυκλοφορούν στην πλειοψηφία αγχωμένα και δυστυχισμένα άτομα τα οποία μετά το πέρας του σχολικού προγράμματος συνεχίζουν μέχρι αργά στα φροντιστήρια. Όλα στο όνομα της “επιτυχίας”, ελάχιστα για την ευτυχία των μαθητών.
Εν κατακλείδι ισχυρίζομαι ότι το υπάρχον εξεταστικό σύστημα έκλεισε τον κύκλο του.
Μια κυβέρνηση που θα ενδιαφερόταν πραγματικά για την πρόοδο και τη μόρφωση των παιδιών αυτής της χώρας θα έπρεπε να προχωρήσει σε βελτιώσεις των αναλυτικών προγραμμάτων και σε αλλαγές που θα καταργήσουν την εντατικοποίηση και τη μετατροπή του Λυκείου σε εξεταστικό μηχανισμό.
Σε μια ρηξικέλευθη μεταρρύθμιση που θα έχει ως δύο από τους βασικούς άξονες της, την παροχή ουσιαστικής γενικής παιδείας στους μαθητές και την κατάργηση των Πανελλαδικών εξετάσεων.
Ήρθε, θεωρώ, η ώρα να συζητηθεί ένα σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια που θα δίνει το δικαίωμα στους μαθητές, ασφαλώς με δικλείδες ασφαλείας και με κλειστό αριθμό σε σχολές υψηλής ζήτησης, να εγγράφονται χωρίς εξετάσεις και από εκεί και πέρα το ξεκαθάρισμα να γίνεται από τα ΑΕΙ στο πρώτο έτος σπουδών.
Η πρόταση αυτή ασφαλώς και έχει αδυναμίες, αλλά πιστεύω ότι θα λύσει πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα δημιουργήσει.
*Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας