Μήτε κι᾿ ἡ σιωπὴ εἶναι πιὰ δική σου
Ἐδῶ ποὺ σταμάτησαν οἱ μυλόπετρες”
(Σεφέρης, 1935)
Η περιοχή της Νότιας Μεσσηνίας διακρίνεται για το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και την σχετικά ικανοποιητική περίοδο βροχοπτώσεων στο πλαίσιο ενός μεσογειακού κλίματος. Στη βάση αυτού, δημιουργείται ένας αξιόλογος υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας που τροφοδοτεί αρκετές πηγές επαφής, οι οποίες έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός δικτύου φυσικών ρεουσών υδάτινων οδών. Μια από τις πιο σημαντικές της περιοχής αποτελεί το Μηναγιώτικο ποτάμι, που πηγάζει από τις παρυφές του όρους Λυκόδημου στην περιοχή των Κάτω Αμπελοκήπων και εκβάλλει στον Όρμο της Μεθώνης, δυτικά της Φοινικούντας.
Περίπου 3 Km νότια του οικισμού των Κάτω Αμπελοκήπων (Κάτω Μηνάγια), κατά μήκος του νέου μονοπατιού Μηναγιώτιου Natura 2000 που ξεκινάει από τον εν λόγω οικισμό και καταλήγει στον οικισμό της Φοινικούντας, βρίσκεται ο ιστορικός υδρόμυλος «Μασούρα». Πρόκειται για τον τελευταίο όρθιο υδρόμυλο από τους 14 συνολικά μύλους που έχουν εντοπιστεί στο Μηναγιώτικο ποτάμι, καθώς οι υπόλοιποι σώζονται είτε αποσπασματικά είτε σε μορφή ερειπίων. Ο εμβληματικός μύλος, που αποτελεί τοπόσημο της περιοχής, κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και ανήκει στην κατηγορία μύλων ανατολικού τύπου (βυζαντινός) με μηχανισμό οριζόντιας φτερωτής. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, στις αρχές του 1920 ο μύλος βρισκόταν στην ιδιοκτησία ενός ιατρού που ονομαζόταν Πουλόπουλος, ο οποίος καταγόταν από τον οικισμό της Καλλιθέας και διατηρούσε ιατρείο στην Πύλο. Ο ιατρός είχε αναθέσει τη διαχείριση του υδρόμυλου σε έναν Ιταλό που ονομαζόταν Antonio και ο οποίος διέμενε στον μύλο, ενώ ο Ιταλός θα φύγει ξαφνικά από τη ζωή μεταξύ των ετών 1921-1922 (ετάφη στην εκκλησία Ζωοδόχου Πηγής – Παναγίτσα του κοντινού εγκαταλελειμμένου οικισμού Ξάκαλη, ο οποίος εγκαταλείφθηκε μετά το μεγάλο σεισμό που έγινε στη Μεσσηνία τον Αύγουστο του 1886 καθώς υπέστη μεγάλες ζημιές).
Ακολούθως, το 1922 κάτοικος του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων, που ονομαζόταν Ιωάννης Κορδός, (1873-1941), θα αγοράσει τον υδρόμυλο και η οικογένεια του θα μετακομίσει μόνιμα στην κατοικία του μύλου ενώ, μετά τον θάνατο του, τη διαχείριση του υδρόμυλου θα αναλάβει ο γιός του (Βασίλειος Κορδός – Μασουροβασίλης, 1900 – 1976). Για δεκαετίες, κάτοικοι από όλη την ευρύτερη περιοχή μετέφεραν με τα ζώα τους τα σιτηρά τους για άλεσμα στον ιστορικό υδρόμυλο, ενώ γλέντια και κοινωνικές συγκεντρώσεις είχαν ως σημείο αναφοράς τον ιστορικό μύλο «Μασούρα». Αξίζει να σημειωθεί ότι, τα παιδιά της οικογένειας (όπως ο μικρός τότε Γιάννης Β. Κορδός, 1926 – 2018) περπατούσαν αρκετά χιλιόμετρα κάθε μέρα την δεκαετία του 1930 για να φθάσουν από το μύλο στο δημοτικό σχολείο του οικισμού της Μηλίτσας, όπως μαρτυρά μαθητολόγιο του εν λόγω σχολείου που βρίσκεται στα ΓΑΚ Μεσσηνίας. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι μυλόπετρες του ιστορικού μύλου θα σιγήσουν για πάντα, καθώς οι οικογένεια θα ακολουθήσει το κύμα μετανάστευσης που μαστίζει την περιοχή και θα εγκατασταθεί μόνιμα στην μακρινή Αυστραλία, ενώ η σύζυγος, Στυλιανή Μπλουγουρά (1895 – 2002), του τελευταίου μυλωνά (Μασουροβασίλη) θα συνεχίζει να μοιράζετε μοναδικές ιστορίες του μύλου στην μακρινή ήπειρο, ακόμα και όταν η κλεψύδρα του χρόνου της είχε ξεπεράσει τα 100 έτη.
Αρχιτεκτονικά, πρόκειται για λιθόκτιστο κτίσμα με ιδιαίτερη μορφή στέγασης, καθώς καλύπτεται με τρίριχτη στέγη (πλατυμέτωπο κτήριο) με επικάλυψη ντόπιων παραδοσιακών κεραμιδιών βυζαντινού τύπου ενώ, αποτελείται από δύο επίπεδα, όπου στο κάτω επίπεδο βρίσκεται ο υδρόμυλος και στο πάνω επίπεδο κατοικούσε η οικογένεια του μυλωνά. Επίσης, εντυπωσιακός είναι ο υδατόπυργος (κρέμαση) του μύλου που ξεπερνάει σε ύψος τα 10 μέτρα καθώς και η περίτεχνη λιθόκτιστη μονότοξη καμάρα του υδραγωγείου του. Σε σχέση με την μονότοξη καμάρα, το πάχος της οποίας ξεπερνά τα 50 cm, είναι κατασκευασμένη από στρώσεις τοπικής σχιστόπλακας και αποτελεί τμήμα του υδραγωγείου που διοχέτευε νερό στον υδρόμυλο. Διαθέτει ισχυρό ασβεστοκονίαμα στην εκτεθειμένη στην υγρασία βάση και κοινή λάσπη στα ψηλότερα και πιο προστατευμένα τμήματα. Στην κορυφή της καμάρας βρίσκεται ο πέτρινος μυλαύλακας απορροής του υδραγωγείου που η απόληξή του οδηγεί στον υδατόπυργο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, με την εφεύρεση του οριζόντιου υδροτροχού (Ανατολικός τύπος), λύθηκε το πρόβλημα κατασκευής υδρόμυλων και σε περιοχές όπου δεν υπήρχε ροή μεγάλης ποσότητας νερού, την οποία απαιτούσε ο όρθιος (Ρωμαϊκός τύπος). Έτσι μπορούσαν πλέον να εξυπηρετηθούν και οικισμοί ημιορεινοί ή ορεινοί, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, αρκεί να υπήρχε κάποια πηγή, ρέμα ή μικρό ρυάκι. Παράλληλα, όμως, προέκυψε η ανάγκη κατασκευής υδραυλικών έργων υποδομής για τη συγκέντρωση του νερού (νεροκράτες), τη μεταφορά του (νεραύλακα), την αποθήκευσή του (στέρνες) και τέλος τη διοχέτευσή του στο μηχανισμό κίνησης της εγκατάστασης (κρέμαση). Η αξία αυτών των έργων μερικές φορές ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αξία του ίδιου του υδρόμυλου και η ποιότητά τους, ήταν συχνά πολύ υψηλού επιπέδου, κάτι που δείχνει παρουσία έμπειρων τεχνιτών. Όταν το νερό ήταν αρκετό και δεν χρειαζόταν να κατασκευαστεί δεξαμενή, όπως στο συγκεκριμένο υδρόμυλο, το νεραύλακο κατέληγε σε “κρέμαση” με βαθμιδωτή ή κεκλιμένη πορεία, απ’ όπου μέσα από ξαπλωμένο πάνω της βαγένι το νερό κατέβαινε στη φτερωτή. Όπως φαίνεται, τα παλιότερα βαγένια ήταν πέτρινα από λαξευμένους ογκόλιθους. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν και ξύλινα κατασκευασμένα σαν βαρέλια από σανίδες (βαγένι = βαρέλι) ή λαξευμένα σε χοντρούς κορμούς, ενώ τα τελευταία χρόνια λειτουργίας των μύλων, μετατράπηκαν σε μεταλλικά από λαμαρίνα, όπως του εν λόγω μύλου.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι, στο πλαίσιο του έργου χαρτογράφησης και σήμανσης του νέου μονοπατιού Μηναγιώτικου Natura 2000 από το Δήμο Πύλου – Νέστορος, έχει τοποθετηθεί πινακίδα ενημέρωσης στον περίβολο του εν λόγω μύλου σχετικά με την ιστορία του, ενώ σε μικρή απόσταση από το μύλο (περίπου 300 μέτρα) θα φθάνουν τα όρια της τεχνητής λίμνης που θα δημιουργηθεί μετά την αναμενόμενη κατασκευή του φράγματος Μηναγιώτικου.
Ινστιτούτο Πολιτισμού Μεσσηνίας