Ο ΣΧΟΛΙΚΟΣ χώρος δεν είναι ένα απλό κτίριο, είναι “ο δρόμος μάθησης” του παιδιού μας.
Το σχολείο δεν είναι μια έννοια απλή, παραπέμπει σε πολλές έννοιες, σε πολλές εικόνες, σε πολλαπλές εμπειρίες. Μάθηση, αίθουσα, αυλή, κτίριο, δραστηριότητες, διάδρομος, σχέσεις ζωής, έρωτας, φιλία. Ο σχολικός χώρος αποτελεί τη βάση που παράγονται και αναπτύσσονται μια σειρά ψυχοκοινωνικών δράσεων. Τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά του χώρου μπορούν και πρέπει να αποτελούν τον πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ο σχολικός χώρος είναι το ενδιάμεσο βήμα του παιδιού από την προστατευμένη οικογενειακή ζωή στην κοινωνική ενήλικη ζωή. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η σημασία του σχολικού χώρου στην αναπτυξιακή πορεία του παιδιού παίζει καθοριστικό ρόλο. Για αυτό η πλαστικότητα και η κεντρική ιδέα πάνω στην οποία αναπτύσσεται αποτελούν καθρέφτη του εκπαιδευτικού συστήματος και εν τέλει του κοινωνικοπολιτικού επιπέδου της εκάστοτε χώρας.
Ο αρχιτέκτονας προσδίδει στο χώρο ποιότητες μοναδικές και αυτό ανάγει τη δουλειά του σε έμμεσο εκπαιδευτικό ρόλο, γίνεται μια βουβή εκπαιδευτική διδασκαλία λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένη. Επιτυχημένη κρίνεται όταν καταφέρνει να ξεφύγει των στερεότυπων σχεδιασμού και αποδίδει στο χώρο μοναδικά χαρακτηριστικά, κάνοντας την καθημερινή εκπαιδευτική διδασκαλία από απλή μετάβαση, κίνηση και στάση σε διαρκή εναλλαγή εμπειριών.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση ήταν αυτή του HERTZBERGER που εισήγαγε την έννοια του “δρόμου της μάθησης” μετασχηματίζοντας το σκοτεινό διάδρομο κυκλοφορίας σε ένα πολυεπίπεδο χώρο εκθέσεων, παραστάσεων με γωνιές παιχνιδιού και διδασκαλίας.
Στην ελληνική πραγματικότητα το σχολικό κτίριο ταυτίστηκε με τις εναλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, με λίγα δυστυχώς παραδείγματα να διαθέτουν ποιότητες χώρου και αρχιτεκτονική κεντρική ιδέα και αυτά να εντοπίζονται στην πρωτεύουσά.
Κορυφαίες στιγμές στην εξέλιξη του σχολικού χώρου είναι το πρόγραμμα του 1930 και η ίδρυση του ΟΣΚ.
Στο μεν πρόγραμμα του 1930 κάτω υπό την γενική εποπτεία του Γάλλου αρχιτέκτονα Emmanuel Hebrard, εκπονούνται νέα κτιριολογικά προγράμματα, όπου επιχειρούνται υπερβάσεις στην αντίληψη του σχολικού χώρου. Ένα από τα πιο γνωστά είναι το Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια, του Δ. Πικιώνη, με βασική επιδίωξη την απόλυτη ένταξη του κτίσματος στο φυσικό ανάγλυφο.
Στη δε ίδρυση του ΟΣΚ το 1962 αποδίδεται στην υπηρεσία όλη η σχεδιαστική ευθύνη των σχολικών μονάδων της χώρας. Ο ΟΣΚ παράγει συγκεκριμένα μοντέλα – τύπους σχολείων με ελάχιστες δυνατότητες απόκλισης από αυτά. Χαρακτηριστικό είναι το Στρογγυλό Γυμνάσιο Αγίου Δημητρίου, του Ζενέτου, με 7 διαλέξεις του γνωστού αρχιτέκτονα προκειμένου να πείσει για τη λειτουργικότητα της στρογγυλής κάτοψης το επιτελείο του ΟΣΚ ώστε να γνωμοδοτήσει θετικά.
Σε αυτά τα πλαίσια η ελληνική επαρχία αδυνατεί ακόμη περισσότερο να διαφοροποιηθεί, να συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα του σχολικού κτιρίου και να παράξει έστω και κάποια δείγματα καλύτερων αρχιτεκτονικά σχολικών μονάδων. Στην ίδια μοίρα και η πόλη μας που φτάνει την τελευταία δεκαετία να μελετά και να κατασκευάζει αδιάφορα μη αρχιτεκτονημένα σχολικά συγκροτήματα, γεγονός που αποτελεί ουσιαστική υποβάθμιση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας.
Τα παραπάνω ως γενικές σκέψεις βρήκαν πεδίο αναφοράς στην ημερήσια διάταξη του προηγούμενου Δημοτικού Συμβουλίου, όπου συζητήθηκε το ζήτημα προέγκρισης ενός νέου Δημοτικού σχολείου και μάλιστα του νέου Ειδικού Δημοτικού Σχολείου της πόλης.
Δυστυχώς, ακόμη και η ιδιαιτερότητα των χρηστών του εν λόγω σχολείου δεν αποτέλεσε αφορμή για διεύρυνση της οπτικής μας, ώστε να παραχθεί ένας χώρος μοναδικός ως προς τις παρεχόμενες εμπειρίες και την αισθητική.
Αντίθετα, καταφύγαμε στη λύση της στενά υπηρεσιακής διευθέτησης, τη στιγμή που διεθνώς οι χώροι αυτοί αποτελούν αντικείμενα πανελλήνιων και διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών με εξαιρετικά αποτελέσματα. Απουσιάζει, παρά το ότι αναφέρεται στην τεχνική έκθεση, ουσιαστική βιοκλιματική προσέγγιση ήπιας τεχνολογίας, που θα πρέπει να αποτελεί προαπαιτούμενο στα νεοαναγειρόμενα δημοτικά κτίρια. Ο προσανατολισμός δεν είναι ο ενδεδειγμένος, μια και μόνο οι μισές αίθουσες είναι προσανατολισμένες στο Νότο, ο φυσικός αερισμός είναι έμμεσος εφόσον δεν επιτυγχάνεται διαμπερότητα στον άξονα Βορά – Νότου, δεν προβλέπεται προστασία από το ανελέητο Δυτικό ήλιο της Πόλης μας με ανακλαστήρες, σκίαστρα ή κατάλληλη φύτευση. Επίσης δεν υπάρχει πρόβλεψη εκμετάλλευσης των πολύ μεγάλων δωμάτων ή έστω φύτευσης τους, δεν γίνεται αναφορά σε επανάχρηση βρόχινου νερού (κύκλος νερού), δεν προβλέπονται ή τουλάχιστον δεν αναφέρθηκαν παθητικά συστήματα θέρμανσης και δροσισμού, θερμοκήπια στις νότιες όψεις, τοίχοι Trombe ή παθητική γεωθερμία.
Τα παραπάνω είναι τα κοινώς αποδεκτά από όλους, μια και λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε τα νέα δεδομένα βιοκλιματικού σχεδιασμού. Ωστόσο, πως να αποδείξω τα όσα στερείται αρχιτεκτονικά ο χώρος, στα όσα δεν παραπέμπει, τα ενδιαφέροντα που δεν συμβαίνουν στη καθημερινή κίνηση, τις εναλλαγές που δεν εντοπίζονται, την ψυχοκοινωνική επίδραση που δεν θα γίνει και που ήταν τόσο αναγκαία στον ιδιαίτερο αυτό χρήστη; Λείπει το χρώμα, λείπει η φαντασία, λείπει η διάδραση, λείπει η μετάβαση, παράγονται σκληρά όρια διαχωρισμών που αποκλείουν το άνοιγμα των ματιών.
Είναι η ώρα, έστω και σε τοπικό επίπεδο, να βγούμε από τα κουτάκια της αυστηρής παραγωγής ανούσιων οικοδομημάτων για το δημόσιο χώρο. Είναι ιδιαίτερα, επιβεβλημένη η αλλαγή στην οπτική όσον αφορά το σχολείο.
Προτείνουμε να γίνει κοινή απαίτηση όλων μας οι νέες σχολικές μονάδες του Δήμου, αλλά και όλες οι προτάσεις ανακαίνισης υφιστάμενων μονάδων να απαντούν σε ένα και μοναδικό ερώτημα: τι είδους πολίτες επιδιώκουμε να έχουμε στο αύριο της πόλης; Με φαντασία ή χωρίς; Δημιουργικούς ή άνευρους αποδέκτες;
Η απάντηση θα δρομολογήσει την αλλαγή.
ΤΟΝΙΑ ΚΟΥΖΗ
Αρχιτέκτων, Δημοτική Σύμβουλος
Επικεφαλής της Δημοτικής παράταξης
“Καλαμάτα Τόπος Ζωής”