Εξαιρουμένου μόνο του William Henry Harrison, 9ου Προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ, ο οποίος απεβίωσε από κρυολόγημα 31 μόλις μέρες ύστερα από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο James Garfield είναι εκείνος του οποίου η θητεία στο ύπατο αξίωμα του αμερικανικού κράτους διήρκεσε λιγότερο από κάθε άλλου. Σε 6,5 περίπου μήνες από την εκλογή του κατέληξε έπειτα από τη δολοφονική επίθεση που δέχθηκε από κάποιον Charles Guiteau στις αρχές Ιουλίου του 1881. Η εγκληματική ενέργεια του Guiteau, πάντως, δεν συνδέεται μόνο με την τραγική μοίρα του 20ου Προέδρου των ΗΠΑ, αλλά και με την προσωπική του δυστυχία καθόλη τη διάρκεια της παραμονής του στην ηγεσία του ομοσπονδιακού κράτους.
Όπως συνήθιζε να εκμυστηρεύεται σε οικεία του πρόσωπα, ο Garfield ένιωθε εγκλωβισμένος, έως και κοινωνικά αποκομμένος (‘I shall be compelled to live in great social isolation!’) κατά την ολιγόμηνη θητεία του. Τούτο διότι, όπως και ο Guiteau, θερμόαιμος οπαδός του προοδευτικού τότε Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, δεκάδες ήταν οι υποστηρικτές, πολιτικοί φίλοι και στενοί του συνεργάτες που επιζητούσαν καθημερινά την τοποθέτηση των ίδιων ή συγγενών τους σε κάποια θέση στον διοικητικό μηχανισμό. Ήδη άλλωστε από τα τέλη της δεκαετίας του 1820, επί προεδρίας του ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος Andrew Jackson, είχε επικρατήσει στην αμερικανική διοικητική παράδοση το επονομαζόμενο ‘spoils system’, η αντιμετώπιση δηλαδή του κράτους και της διοίκησης ως λάφυρο της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, η εκλογή ενός νέου προέδρου σήμαινε αυτομάτως τη σάρωση του διοικητικού μηχανισμού και την αντικατάσταση του προσωπικού του από οπαδούς και πολιτικούς φίλους στελεχών κάθε νέας κυβέρνησης, μαζί με όλες τις συνεπαγόμενες συνέπειες – διοικητική ασυνέχεια, έλλειψη θεσμικής μνήμης, κρατική αναποτελεσματικότητα.
Αυτές οι παθογένειες, εκπορευόμενες από τον πελατειασμό και την πατρωνία (‘patronage’) του αμερικανικού πολιτικοδιοικητικού συστήματος, προκαλούσαν αποτροπιασμό στον δυστυχή Garfield (‘The personal aspects of the presidency are far from pleasant. Almost everyone who comes to me wants something which he thinks I can and ought to give him, and this embitters the pleasure of friendship’). Η δε αντιμετώπισή τους αποτέλεσε τη μείζονα διοικητική πρόκληση για τον Αντιπρόεδρο και διάδοχό του στο προεδρικό αξίωμα Chester Arthur. Μόλις τον Ιανουάριο του 1883, κατόπιν πρωτοβουλιών και του γερουσιαστή του Οχάιο George Pendleton, τέθηκε σε ομοσπονδιακή ισχύ η ομώνυμη ρύθμιση (‘Pendleton Civil Service Reform Act’), μέσω της οποίας εγκαινιάστηκε ο σεβασμός της «αξιοκρατικής αρχής» (‘merit principle’ ή ‘meritocracy’) για τη στελέχωση κάθε βαθμίδας της αμερικανικής διοίκησης. Με την ίδια πρόκληση βρίσκεται κατά καιρούς, όπως και μόλις πρόσφατα, αντιμέτωπο και το ελληνικό πολιτικοδιοικητικό σύστημα.
Ενόσω από την πρώτη στιγμή της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους η ρήτρα περί αξιοκρατίας ή «αξιότητος» διατυπώθηκε με τον πλέον πανηγυρικό και διακηρυκτικό τόνο στα συνταγματικά κείμενα της Ελληνικής Επανάστασης -«όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τας τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου» επισημαινόταν ήδη από την παρ. στ’ του Συντάγματος της Επιδαύρου του 1822–, σύντομα αυτή εξαλείφθηκε από τη διοικητική του πεπατημένη. Το ανακύψαν κατά τη διάρκεια της καποδιστριακής στιγμής και της πρώτης οθωνικής δεκαετίας ζήτημα περί «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων», που κυριάρχησε στις συζητήσεις και αντεγκλήσεις της Εθνοσυνέλευσης του 1844, είχε ως συνέπεια την αφαίρεσή της από το Σύνταγμα-«συνάλλαγμα» εκείνης της περιόδου. Έκτοτε άνοιξε η κερκόπορτα της ‘κωλεττικής’ παράδοσης, αφενός των διορισμών με αμιγώς πελατοκεντρικά και ψηφοθηρικά κριτήρια, αφετέρου των συνεχών εναλλαγών του διοικητικού προσωπικού αναλόγως της εκάστοτε κυβερνώσας πολιτικής ομάδας, που συναντά κανείς στα σατιρικά κείμενα των Ροΐδη και Σουρή, με τον πλέον δε παραστατικό και ηθογραφικό τρόπο στους «Χαλασοχώρηδες» της παπαδιαμάντειας Σκιάθου.
Στο διάβα των δεκαετιών έως και τις μέρες μας αναμφίβολα συντελέστηκαν προσπάθειες -ή απόπειρες-, εάν όχι πλήρους πάταξης, τουλάχιστον περιστολής των ανωτέρω παθογενειών. Η καθιέρωση της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας το 1911, η ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως εγγυητή της το 1929, η σύνταξη του πρώτου δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα το 1951, όπως και η συγκρότηση του ΑΣΕΠ στα τέλη του 20ου αιώνα, παρόλα τα παραθυράκια που αφέθηκαν ηθελημένα ανοικτά για την παράκαμψή του σε προσλήψεις και μονιμοποιήσεις προσωπικού ορισμένου χρόνου, καθώς και στη στελέχωση θέσεων ευθύνης της διοίκησης, είναι ενδεικτικές. Ωστόσο, οι προκλήσεις για τον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό –‘administrative challenges’ όπως είναι γνωστές στη διεθνή ορολογία της διοικητικής επιστήμης- ασφαλώς και δεν οριοθετούνται εκεί.
Το διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, η κλιματική κρίση και οι συνέπειες που ήδη προκαλεί, όπως και η νέα μεγάλη τεχνολογική επανάσταση σε επίπεδο τεχνητής νοημοσύνης και αυτοματοποιημένου συλλογισμού, απαιτούν μια διοίκηση ευέλικτη, ευπροσάρμοστη, επιδεκτική σε καινοτόμες μεθόδους και εργαλεία, ανταποκρινόμενη στις νέες ανάγκες των πολιτών. Το δε προσωπικό της, πέρα από έμπειρο και καλλιεργημένο, οφείλει να είναι καταρτισμένο και θωρακισμένο με εφόδια, ικανότητες και πρόσθετες δεξιότητες για την αποτελεσματική, ποιοτική, αλλά συνάμα και αντικειμενική και αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων του. Για τον σεβασμό της αρχής της αμεροληψίας, όπως και για την αποτελεσματική διοικητική λειτουργία, καθίσταται επίσης αναγκαία η μη κηδεμόνευσή του από την εκάστοτε πολιτική ή και διοικητική ηγεσία, με άλλα λόγια από «ημετέρους» και πολιτικούς τυχοδιώκτες της εκάστοτε κομματικής εξουσίας, που λυμαίνονται μέχρι και σήμερα τα ανώτατα διοικητικά αξιώματα. Προτεραιότητες δηλαδή που τέθηκαν στην προσφάτως ψηφισθείσα από την Εθνική Αντιπροσωπεία ρύθμιση για το νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων φορέων του δημοσίου τομέα.
Πέρα από τη βούληση για την καθιέρωση μιας σύνθετης και επίπονης μεν, ταυτόχρονα όμως και διαφανούς διαδικασίας επιλογής τους, στο επίκεντρό της οποίας, εκτός από την εγγραμματοσύνη και τη διοικητική πείρα, θέτονται για πρώτη φορά και τα επονομαζόμενα ‘soft skills’, συμπεριφορικές (επικοινωνία και συνεργασία), αναλυτικές (διορατικότητα, ευθυκρισία, δυνατότητα διαχείρισης κρίσεων κ. ά.), εν μέρει και ηθικές ικανότητες κατά τα πρότυπα του ιδιωτικού τομέα και επιτυχημένων διοικητικών πρακτικών άλλων κρατών, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διοίκηση στόχων και αποτελεσμάτων. Διότι ναι μεν η αναξιοκρατία στις θέσεις ευθύνης του ελληνικού διοικητικού μηχανισμού μπορεί να αποτελεί ένα διαχρονικά σοβαρό δημόσια πρόβλημα, ο ελέφαντας εντούτοις στο δωμάτιο έγκειτο στο ότι η κρατική μηχανή δεν ήταν οργανωμένη στη βάση της παραγωγής αποτελεσμάτων. Έτσι ο μηχανισμός κινήτρων που προτίθεται να απονεμηθεί στους νέους διοικητές ν.π.δ.δ., δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις τους περί στοχοθεσίας, στρατηγικού προγραμματισμού και αξιολόγησης για τα πεπραγμένα τους, δύνανται να προσδώσουν μία νέα δυναμική στην εκ παραλλήλου επιζητούμενη ακηδεμόνευτη δημόσια διοίκηση. Μοναδική παρένθεση βέβαια αποτελεί το ότι η τελική επιλογή μεταξύ των τριών επικρατέστερων υποψηφίων υπάγεται στον οικείο υπουργό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Διότι και στην οθωνική Ελλάδα της δεκαετίας του 1830 μπορεί να τέθηκαν οι βάσεις για την πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση, ο επικεφαλής ωστόσο των 250 περίπου πρώτων δήμων της χώρας, μεταξύ των επίσης τριών επικρατέστερων υποψηφίων που αναδεικνύονταν από τους πολίτες, επιλεγόταν από τον ίδιο τον ανώτατο άρχοντα προς διατήρησιν της συγκεντρωτικής και συνάμα πατρωνικής φύσης του καθεστώτος του.
Σε κάθε περίπτωση η επιγενόμενη μεταρρύθμιση, καθόσον στην ελληνική διοικητική πραγματικότητα απέχει παρασάγγας η θέσπιση από την ουσιαστική εφαρμογή μιας νομοθετικής ρύθμισης, πορεύεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Πέρα από την ανταπόκρισή της στις νέες διοικητικές προκλήσεις, δύναται να τερματίσει και την ομηρία διοικητικού μηχανισμού και προσωπικού, αλλά και πολιτικής και κυβερνητικής ηγεσίας σε εσωκομματικά συμφέροντα και εξυπηρετήσεις. Για την ακρίβεια, είναι θέση να αποτρέψει την εκδήλωση δυστυχίας τύπου Garfield στην πολιτική ηγεσία της χώρας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Εντεταλμένος Διδάσκων Σχολής Ικάρων (κατεύθυνση Διοικητικών) και
Μέλος ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου