Η κατανόηση όσων συμβαίνουν στις σημερινές ΗΠΑ, πέραν των αναλύσεων για το σήμερα, διευκολύνεται από αναφορές στις ιστορικές ρίζες της αμερικανικής πολιτικής – οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Η επίκαιρη έρευνα «Behold America – Ιδού Η Αμερική» στο ομώνυμο βιβλίο της Sarah Churchwell, όπως συνοψίζεται στη βιβλιοπαρουσίαση που ακολουθεί, από τον Colin Kidd στον Guardian τον Ιούλιο 2018, εντοπίζει τις πολιτικές ρίζες του κινήματος «America First – Πρώτα η Αμερική» στις αρχές του 20ου αιώνα. Είναι χαρακτηριστική η ομοιότητα με το “Deutschland Ueber Alles – Η Γερμανία Πρώτα από Όλα” των ναζιστών του Χίτλερ, οι οποίοι αντέγραψαν ιδέες και προγράμματα των τότε αμερικανών φασιστών, ενώ κοινό τους γνώρισμα είναι – μεταξύ άλλων – και:
- η φασιστική προπαγάνδα για “Big Lie – Το Μεγάλο Ψέμα” ή “Fake News – Κατασκευασμένες Ειδήσεις”, αφού ο ολοκληρωτισμός απαιτεί δυσπιστία των πολιτών στην ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας
- η διακίνηση “Θεωριών Συνωμοσίας” και παρανοϊκών ισχυρισμών που υποσκάπτουν την νομιμότητα δημοκρατικών αρχών, αρνούνται π.χ. τα εκλογικά αποτελέσματα, αμφισβητούν την επιστήμη (κλιματική αλλαγή, εμβόλια) και διχάζουν τις κοινωνίες
- η άποψη ότι μειοψηφίες επίλεκτων λευκών εθνικιστών με “καθαρό αίμα και καταγωγή” δικαιούνται να καταλαμβάνουν βίαια την εξουσία για να αποκλείσουν πλειοψηφίες όπου συμμετέχουν έγχρωμοι – αλλόθρησκοι – αλλοεθνείς, προστατεύοντας την φυλετική – θρησκευτική – πολιτιστική τους ομοιογένεια ως υπέρτατη αξία
Κώστας Α. Μαρκάκης
«Ιδού Η Αμερική» της Sarah Churchwell, κριτική – η άλλη πλευρά του «αμερικανικού ονείρου»
Eπίκαιρη έρευνα, που εντοπίζει τις πολιτικές ρίζες του τρέχοντος κινήματος «Πρώτα η Αμερική» στις αρχές του 20ου αιώνα
Του Colin Kidd | Σάββατο 14 Ιουλίου 2018
Στην αρχική της ενσάρκωση, η Κου Κλουξ Κλαν ήταν μια οργάνωση του Νότου που γεννήθηκε από την άρνηση: οι Klansmen απέρριψαν τις προφανείς συνέπειες της συνομοσπονδιακής ήττας για τον φυλετικό χαρακτήρα και την κοινωνική δομή του Νότου. Αν και η Κλαν είχε κατασταλεί μέχρι την αλλαγή του αιώνα, μετενσαρκώθηκε το 1915 και σύντομα εξαπλώθηκε πολύ πέρα από τις νότιες πολιτείες, μετατρεπόμενη σε εθνικό φαινόμενο.
Οι μαύροι Αμερικανοί παρέμειναν στόχος, αλλά η δαιμονολογία της επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει και άλλες παρουσίες που δεν ήταν ευπρόσδεκτες στη Λευκή Αγγλοσαξονική Προτεσταντική (W.A.S.P.) Αμερική: Εβραίους και Καθολικούς, Νότιους και Ανατολικούς Ευρωπαίους. Τη Δευτέρα 30 Μαΐου 1927 σημειώθηκαν βίαιες συμπλοκές στις παρελάσεις της Ημέρας Μνήμης της Νέας Υόρκης, όταν αντi-διαδηλωτές αντιμετώπισαν διαδηλωτές της Κλαν. Στο Κουίνς έγιναν επτά συλλήψεις: πέντε «ορκισμένοι Klansmen», ένα έκτο άτομο συνελήφθη κατά λάθος και αφέθηκε αμέσως ελεύθερος, και – μυστηριωδώς – ένας 20χρονος Γερμανοαμερικανός με το όνομα Φρεντ Τραμπ.
Το βιβλίο της Sarah Churchwell χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι η εκδοχή των αμερικανικών αξιών που υποστήριξε ο γιος του Φρεντ Τραμπ, ο Ντόναλντ, και ο γεμάτος μίσος ρατσισμός της περσινής (σ.σ. 2017) συγκέντρωσης «Unite the Right» στο Charlottesville δεν είναι παρεκκλίσεις. Μάλλον, ο ρατσισμός, ο νατιβισμός και το οιονεί φασιστικό κάλεσμα «πρώτα η Αμερική» είναι μέρος του στημονιού και του υφάσματος της σύγχρονης αμερικανικής εμπειρίας. Μακριά από το να είναι ένας εφήμερος σπασμός διαμαρτυρίας κατά της παγκοσμιοποίησης, ο αμερικανικός εθνικισμός τύπου Τραμπ είναι από καιρό αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής πολιτικής ζωής, αν και συνήθως περιθωριοποιείται ή υποβαθμίζεται από την ηγεσία τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Παρά την περιήγησή της στα σκοτεινά χαμόκλαδα της Αμερικής, το βιβλίο της Churchwell δεν είναι ασταμάτητα καταθλιπτικό, γιατί απεικονίζει επίσης τις έννοιες του «αμερικανικού ονείρου» των αρχών του 20ου αιώνα και στη διαδικασία ανακτά μια διάχυτη σοσιαλδημοκρατική ευαισθησία.
Βαθύτερα λοιπόν, το «Ιδού, η Αμερική», όπως πολλές από τις καλύτερες ιστορικές έρευνες, έχει τις ρίζες της σε μια έντονη ευαισθησία στη γλώσσα. Το πρωταρχικό μέλημα της Churchwell είναι να αποσυσκευάσει, από μια «ψαριά» δημοσιεύσεων, πολιτικών ομιλιών και λογοτεχνικών έργων, αυτό που εννοούσαν οι Αμερικανοί των αρχών του 20ού αιώνα με τις κοινές εκφράσεις «πρώτα η Αμερική» και «το αμερικανικό όνειρο». Αλλά το βιβλίο είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μελέτη συνθηματικών φράσεων και τις συσχετίζει επιδέξια με ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις.
Το «America First» – το οποίο μεταγενέστερα συνδέθηκε αναπόσπαστα με την εκστρατεία του αεροπόρου και συνοδοιπόρου φασίστα Charles Lindbergh για να κρατήσει τις ΗΠΑ εκτός του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου – είχε, όπως αποδεικνύεται, μια πολύ μεγαλύτερη γενεαλογία στην κυρίαρχη πολιτική. Στις προεδρικές εκλογές του 1916, οι αντίπαλοι υποψήφιοι πρότειναν σχεδόν πανομοιότυπες φόρμουλες στο εκλογικό σώμα: ο Ρεπουμπλικανός Τσαρλς Έβανς Χιουζ υποστήριξε «πρώτα η Αμερική – αποτελεσματική η Αμερική», ενώ ο Γούντροου Γουίλσον για τους Δημοκρατικούς απλώς «πρώτα η Αμερική». Όμως, κάτω από την κοινοτοπία της φράσης, η Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν μια χώρα στοιχειωμένη από το άγχος για την καθαρότητα των εθνικών της αποθεμάτων. Μια χώρα, επίσης, δημοσίου λιντσαρίσματος όπου, όπως δείχνουν φωτογραφίες της εποχής, οικογένειες με παιδιά πήγαιναν να δουν μαύρους να κρεμάζονται ή να καίγονται ζωντανοί. Μέχρι τη δεκαετία του 1930 υπήρχαν τοπικές απομιμήσεις του ευρωπαϊκού φασισμού, συμπεριλαμβανομένου του Silver Shirt Legion, του Crusader White Shirts και του German-American Bund, αλλά από πολλές απόψεις ο αμερικανικός φασισμός ήταν εγγενής και οργανικός, ο πικρός καρπός της εμμονής με το «America First».
Η έκφραση «αμερικανικό όνειρο» φέρει επίσης ευθύνη για ορισμένα μη ελκυστικά αποτελέσματα. Αλλά πίσω στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η φράση εισήλθε για πρώτη φορά σε κοινή χρήση, το αμερικανικό όνειρο συγκροτήθηκε με όρους κοινωνικής και οικονομικής ισότητας, όχι με όρους ευκαιριών που δίνονται στα άτομα να ανέβουν από κουρέλια σε πλούτη. Λειτουργούσε ως «διόρθωση, όχι ως κίνητρο», μεταδίδοντας «ηθική ανησυχία» σχετικά με τους κινδύνους της ασυγκράτητης καπιταλιστικής υπερβολής. Η άνοδος μιας τάξης πλουτοκρατών που βασίστηκε σε τεράστιες συγκεντρώσεις πλούτου θεωρήθηκε αντιαμερικανική, επειδή απείλησε το αγαπημένο αμερικανικό όνειρο για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ωστόσο, η έννοια «ήρθε τα πάνω – κάτω», και έγινε μια αναισθητική φαντασίωση που καταπνίγει την κοινωνική φιλοδοξία στην κατώτερη τάξη.
Τώρα, μια ρατσιστική παρωδία: δισεκατομμυριούχος καταλαμβάνει τον Λευκό Οίκο. Η τοξικότητα της τρέχουσας αμερικανικής πολιτικής οφείλει πολλά στο επικρατούν δόγμα μεταξύ των ανελεύθερων λευκών ότι ο προκάτοχός του –ένας μαύρος με μουσουλμανικό όνομα– ήταν εκ πρώτης όψεως μη Αμερικανός και χωρίς τα προσόντα για την προεδρία. Αλλά στη σημερινή Αμερική είναι, ή ήταν, απολιτικό να το λες αυτό δυνατά. Εξ ου και η καταφυγή σε πλάγιες προκλήσεις για τη νομιμότητα του Μπαράκ Ομπάμα. Συγκεκριμένα, ο Τραμπ ηγήθηκε του κινήματος «birther» που αμφισβήτησε εάν ο Ομπάμα πληρούσε τη συνταγματική απαίτηση να είναι ο πρόεδρος «γεννημένος Αμερικανός πολίτης».
Σε μια ειρωνική αντίστιξη σε αυτή τη σκυθρωπή ιστορία, η Churchwell μάς υπενθυμίζει ότι μια παρόμοια δυσφήμιση επιβλήθηκε εναντίον του Warren Harding, του επιτυχημένου Ρεπουμπλικανού υποψηφίου στις εκλογές του 1920. Ο ισχυρισμός, παρά το ότι ήταν ένας ασυγκίνητος Αγγλοσάξονας, ήταν πως είχε μια μαύρη γιαγιά. Οι υπερασπιστές του απάντησαν ότι ο Χάρντινγκ ήταν «100% Αμερικανός», ότι είχε στις φλέβες του μόνο «το καθαρό αίμα του λευκού ανθρώπου» (όχι της «μαύρης γιαγιάς»). Έναν αιώνα αργότερα, στην εποχή της Όπρα και του Ομπάμα, αυτή η εύκολη ταύτιση «λευκού» και «αμερικάνικου» φαντάζει απίστευτα αρχαϊκή, αλλά και – από την εκλογή του Τραμπ και τα γεγονότα του Σάρλοτσβιλ – απαίσια, απειλητική και προφανώς ανεξίτηλη.
«Behold, America: A History of America First and the American Dream»: κυκλοφορεί από την Bloomsbury.
Μετάφραση και επιμέλεια: Κωνσταντίνος Α. Μαρκάκης
Πηγή: Βιβλιοπαρουσίαση του Colin Kidd
https://www.theguardian.com/books/2018/jul/14/behold-america-history-of-american-dream-sarah-churchwell-review