Του Πέτρου Τατούλη*
1. Η χώρα έχει και τυπικά πλέον εισέλθει σε εκλογικό έτος και πλησιάζει η ώρα αλλαγής στη διακυβέρνησή της. Για πολλές δεκαετίες παρακολουθούμε την εκάστοτε απερχόμενη Κυβέρνηση να υπερηφανεύεται για τα πεπραγμένα της ζητώντας την ανανέωση της λαϊκής εντολής και τη διάδοχη Κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι παρέλαβε “καμένη γη”. Μάλιστα, η διάδοχη Κυβέρνηση προβαίνει σε απογραφή, προκειμένου να διαχωρίσει τις ευθύνες της και να αποδείξει τους ισχυρισμούς της. Ακολουθεί ριζική επί τα χείρω αναθεώρηση των επίσημων δημοσιονομικών στατιστικών με αποτέλεσμα το διεθνή διασυρμό της χώρας (στατιστικές σκουπίδια). Είναι νωπή ακόμη στη μνήμη μας η απογραφή του 2009, η ριζική αναθεώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, οι ολέθριες συνέπειες για το αξιόχρεο της χώρας και η δραματική μνημονιακή συνέχεια. Με αφορμή ωστόσο την θριαμβολογία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, σχετικά με το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, είναι χρέος να ειπωθούν κάποια πράγματα με το όνομά τους. Με απλά λόγια, να μιλήσουν οι αριθμοί και οι προηγούμενες χρήσιμες εμπειρίες.
2. Παρά τις αιματηρές θυσίες των Ελλήνων τη δεκαετία 2010-2019, η χώρα δεν κατάφερε να εξυγιάνει πλήρως τα δημόσια οικονομικά της και να ανακτήσει την αξιοπιστία της. Με αφορμή την ενσκήψασα πανδημία και την ανοχή των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κυβέρνηση που ανέδειξαν οι εκλογές του 2019, εγκατέλειψε ασμένως την ανηφορική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης και επιδίδεται από τότε σε μία ανεύθυνη και τρομακτικά επικίνδυνη για μία υπερχρεωμένη χώρα δημοσιονομική διαχείριση. Μόλις το 2020 μετέτρεψε τα ελπιδοφόρα δημοσιονομικά πλεονάσματα που παρέλαβε το 2019 σε εφιαλτικά ελλείμματα. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα των 8,3 δισ. ευρώ (4,5% του ΑΕΠ) του 2019 το μετέτρεψε σε πρωτογενές έλλειμμα -11,1 δισ. ευρώ (-6,8% του ΑΕΠ) το 2020 και το δημοσιονομικό πλεόνασμα των 2,8 δισ. ευρώ (1,5% του ΑΕΠ) του 2019 το μετέτρεψε σε δημοσιονομικό έλλειμμα -16,1 δισ. ευρώ (9,9% του ΑΕΠ) το 2020. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα εφιαλτικά ελλείμματα οδήγησαν σε αύξηση του δημόσιου χρέος, το οποίο εκτοξεύτηκε στα 341,1 δισ. ευρώ (206,4% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2020 από 331.1 εκ. ευρώ (180,5% του ΑΕΠ) που ήταν στο τέλος του 2019.
Η ανεύθυνη και επικίνδυνη για τη χώρα δημοσιονομική διαχείριση συνεχίστηκε και το 2021 με νέα υπέρογκα ελλείμματα να προστίθενται σε εκείνα του 2020. Συγκεκριμένα, τα ελλείμματα αυτά ήταν:
(α) πρωτογενές -9,1 δισ. ευρώ (-5,0% ΑΕΠ) και
(β) δημοσιονομικό -13,5 δισ. ευρώ (-7,4% ΑΕΠ).
Το δημόσιο χρέος συνέχισε την επικίνδυνα ανοδική του πορεία και έφθασε τα 353,4 δισ. ευρώ (193,3% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2021.
Η δημοσιονομική οπισθοδρόμηση συνεχίζεται με ολοένα και εντονότερους ρυθμούς στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Σύμφωνα με πρόσφατες κυβερνητικές ανακοινώσεις η εκτέλεση του Προϋπολογισμού το Α’ εξάμηνο του 2022 ήταν ικανοποιητική. Συγκεκριμένα:
(α) το δημοσιονομικό αποτέλεσμα ήταν έλλειμμα -3.478 εκ. ευρώ, έναντι ετήσιου στόχου ελλείμματος -7.416 εκ. ευρώ και
(β) το πρωτογενές αποτέλεσμα ήταν έλλειμμα -543 εκ. ευρώ, έναντι ετήσιου στόχου ελλείμματος -2.680 εκ. ευρώ.
Ωστόσο, μία προσεκτική και σε βάθος ανάγνωση του επίσημου Δελτίου εκτέλεσης του Προϋπολογισμού επιβεβαιώνει τη συνέχιση της αλόγιστης δημοσιονομικής διαχείρισης και καταδεικνύει την επιτηδευμένη προσπάθεια του υπουργού Οικονομικών να αποκρύψει ληξιπρόθεσμα χρέη της Κυβέρνησης και να τα μεταφέρει στο μέλλον. Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση για να παρουσιάσει τα παραπάνω αρεστά αποτελέσματα αποσιωπά ότι:
(1) Άφησε απλήρωτες ληξιπρόθεσμες πάνω από ενενήντα ημέρες υποχρεώσεις της ύψους 1.792 εκ. ευρώ.
(2) Άφησε απλήρωτες ληξιπρόθεσμες από μία έως ενενήντα ημέρες υποχρεώσεις της άγνωστου ύψους.
(3) Άφησε απλήρωτες δαπάνες («ετεροχρόνισε την πληρωμή τους» είναι το νέο εφεύρημα δημιουργικής λογιστικής!) ύψους 912 εκ. ευρώ.
(4) Άφησε ανεξόφλητες ληξιπρόθεσμες επιστροφές φόρων ύψους 610 εκ. ευρώ.
(5) Άφησε απλήρωτες τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (εφάπαξ παροχές) του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων υπαλλήλων άγνωστου ύψους.
(6) Άφησε ανεξόφλητες ληξιπρόθεσμες επιστροφές φόρων από τα Τελωνεία άγνωστου ύψους.
(7) Άφησε απλήρωτες τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της από καταπτώσεις εγγυήσεων άγνωστου ύψους.
Είναι σφόδρα πιθανό να υπάρχουν και άλλες ληξιπρόθεσμες κυβερνητικές υποχρεώσεις για τις οποίες δεν γίνεται καμία μνεία στα Δελτία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού. Ωστόσο, αρκεί να αθροισθούν οι γνωστού μόνο ύψους από τις παραπάνω ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις για να φανεί η κατ’ ελάχιστον απόσταση των ανακοινωθέντων αποτελεσμάτων εκτέλεσης του Προϋπολογισμού το Α’ Εξάμηνο από την πραγματικότητα. Οι υποχρεώσεις αυτές αθροίζονται σε 3.314 εκ. ευρώ (1.792+912+610=3.314) και συνιστούν έλλειμμα του Α’ Εξαμήνου 2022 που μεταφέρεται στο μέλλον. Επομένως, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του Α’ Εξαμήνου με εξοφλημένες τις υποχρεώσεις αυτές είναι έλλειμμα -6.792 εκ. ευρώ, το οποίο αντιπροσωπεύει το 92% του ετήσιου στόχου (-7.416 εκ.). Ομοίως, το πρωτογενές αποτέλεσμα Α’ Εξαμήνου είναι έλλειμμα -3,857 εκ. ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά 44% τον ετήσιο στόχο (-2.680 εκ.). Επισημαίνεται ότι αυτό το κρυφό έλλειμμα χρηματοδοτείται αναγκαστικά από τους πιστωτές της Κυβέρνησης και όχι με κυβερνητικό δανεισμό όπως το φανερό έλλειμμα.
Μηνιαία στοιχεία για το κρίσιμο μέγεθος του δημόσιου χρέους δεν παρέχονται από την Κυβέρνηση προφανώς για να θολώνει τα νερά και να μη διακρίνεται ο δημοσιονομικός κατήφορος. Ωστόσο, η στενή μηνιαία παρακολούθηση της εξέλιξης αυτού του κρίσιμου μεγέθους είναι απολύτως επιβεβλημένη, προκειμένου να διαπιστώνονται εγκαίρως ενδεχόμενες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί και να λαμβάνονται επειγόντως τα ενδεικνυόμενα διορθωτικά μέτρα. Τα παρεχόμενα μηνιαία στοιχεία χρέους περιορίζονται στην Κεντρική Διοίκηση και δεν καλύπτουν τη Γενική Κυβέρνηση.
Ενώ η Κυβέρνηση αποσιωπά και αποκρύπτει τις δυσμενείς εξελίξεις στο σκέλος των δαπανών του Προϋπολογισμού, υπερτονίζει την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Όμως, η αύξηση των φορολογικών εσόδων συνιστά συγχρόνως ισόποση αύξηση των φορολογικών βαρών και κυρίως των φορολογικών βαρών από τους κοινωνικά άδικους έμμεσους φόρους. Αυτή η κοινωνικά άδικη αύξηση των φορολογικών βαρών αντικατοπτρίζεται στην αύξηση του ποσοστού του φορολογικού βάρους από τους έμμεσους φόρους στο σύνολο του φορολογικού βάρους στο 67% το Α΄ Εξάμηνο του 2022 από 63% που ήταν το Α’ Εξάμηνο του 2021. Όταν η ακρίβεια απομυζά το εισόδημα των οικονομικά ευάλωτων πολιτών, είναι διπλά επώδυνο για αυτούς να επιβαρύνονται συγχρόνως τόσο με αυξημένες τιμές όσο και με αυξημένα ποσά έμμεσων φόρων. Για παράδειγμα, όταν η τιμή της βενζίνης αυξάνεται, δυστυχώς αυξάνεται αναλογικά και το ποσό του ΦΠΑ που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, είτε αυτός είναι φτωχός είτε είναι πλούσιος.
3. Η μετατροπή των ακραίων πρωτογενών ελλειμμάτων της τελευταίας τριετίας σε πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, ικανά να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, συνιστά μείζονος σημασίας δημοσιονομική, κοινωνική και πολιτική πρόκληση. Ήδη επισημαίνεται αρμοδίως η ανάγκη επίτευξης υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους λόγω της αύξησής του τα τρία τελευταία χρόνια. Η παρατηρούμενη τελευταίως ραγδαία αύξηση του κόστους δανεισμού, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους, θα απαιτήσει ακόμη μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
4. Η Ελλάδα σήμερα έχει μακράν το υψηλότερο χρέος στην Ε.Ε. και στερείται επενδυτικής βαθμίδας. Δεδομένη θεωρείται η περαιτέρω αύξηση του δημόσιου χρέους τα επόμενα χρόνια κατά το ποσό των δανείων, ύψους 12,73 δισ. ευρώ, που δικαιούται να λάβει η χώρα στο πλαίσιο του προγράμματος Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επιπροσθέτως, ο κίνδυνος αύξησης του δημόσιου χρέους από ενδεχόμενη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών δεν πρέπει να υποτιμάται. Οι τράπεζες έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, στις τιμές των οποίων ασκείται έντονα πτωτική πίεση. Μειωμένες τιμές κυβερνητικών ομολόγων σημαίνει ζημιά για τις τράπεζες, οι οποίες έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους κυβερνητικά ομόλογα. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέπεται ο κίνδυνος των κόκκινων τραπεζικών δανείων, τα οποία παρότι μειώθηκαν σημαντικά μέσω του εξυγιαντικού προγράμματος ΗΡΑΚΛΗΣ, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος νέας αύξησής τους λόγω αύξησης επιτοκίων και εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι πολύ πιθανό να τους δημιουργήσουν πρόβλημα επάρκειας ιδίων κεφαλαίων. Σε μία τέτοια περίπτωση θα απαιτηθεί ανακεφαλαιοποίηση τους από την Κυβέρνηση με αύξηση του κυβερνητικού χρέους. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμάται ο κίνδυνος αύξησης του δημόσιου χρέους από καταπτώσεις κυβερνητικών εγγυήσεων, οι οποίες σημείωσαν τρομακτική αύξηση, κατά 20,8 δισ. ευρώ, τη διετία 2020-21 (τέλος 2019: 9,8 δισ. ευρώ, τέλος 2021: 30,6 δισ. ευρώ).
Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι δίκοπο μαχαίρι για μία υπερχρεωμένη χώρα, όπως η Ελλάδα. Όσο αυξάνονται τα επιτόκια, τόσο δυσκολότερη θα γίνεται η διαχείριση του υπέρογκου δημόσιου χρέους λόγω αύξησης του κόστους εξυπηρέτησής του. Θα ήταν εθνικά επικίνδυνο λάθος να βασιστεί η συγκράτηση του κόστους δανεισμού της χώρας σε διακριτική αγορά μη επενδυτικής βαθμίδας ομολόγων της από την ΕΚΤ. Μία τέτοια προνομιακή μεταχείριση στην παρούσα συγκυρία: (α) θα συνιστούσε απαγορευμένη νομισματική χρηματοδότηση της Κυβέρνησης και αυτοαναίρεση της ασκούμενης από την ΕΚΤ αντιπληθωριστικής πολιτικής, (β) θα ενθάρρυνε την ακραία ελλειμματική και συνακόλουθα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική της Κυβέρνησης, (γ) θα έδινε επικίνδυνο λάθος σήμα στις αγορές και (δ) θα προκαλούσε τη δικαιολογημένη αντίδραση άλλων χωρών της Ευρωζώνης για τη διακριτική μεταχείριση της Ελλάδας. Ήδη, ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης εναντιώθηκε ανοιχτά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην πρόσφατη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ.
Τα συγκυριακά χαμηλά επιτόκια δανεισμού της προηγούμενης διετίας και η κατ’ εξαίρεση αγορά μη επενδυτικής βαθμίδας ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων από την ΕΚΤ είναι πολύ πιθανό να οδήγησαν σε υποτίμηση του κινδύνου που συνιστά για τη χώρα το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Ήδη η ΕΚΤ έχει σηματοδοτήσει επισήμως αλλαγή πορείας στην ασκούμενη νομισματική πολιτική, έχει προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων και διακοπή της αγοράς ομολόγων. Η προοπτική περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων ασκεί ήδη μεγάλη πτωτική πίεση στις τιμές των ελληνικών ομολόγων, καθώς και αυξητική πίεση στην απόδοσή τους και συνακόλουθα στο κόστος δανεισμού της Κυβέρνησης. Ήδη, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου το τελευταίο δίμηνο είναι κατά μέσο όρο τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την απόδοσή του πριν από ένα χρόνο περίπου.
5. Η είσοδος της χώρας σε εκλογικό έτος έχει εξωθήσει την Κυβέρνηση σε μία ακατάσχετη και εθνικά επικίνδυνη παροχολογία, προκειμένου να υποκλέψει την ψήφο των ωφελουμένων. Η χρηματοδότηση αυτών των ανεξέλεγκτων παροχών γίνεται κατά κύριο λόγο με κρυφό και αναγκαστικό δανεισμό από τους πιστωτές της Κυβέρνησης, δηλαδή όλους εκείνους που περιμένουν να πληρωθούν τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους.
Η Κυβέρνηση παθιασμένη και απαλλαγμένη πλέον από την ενοχλητική εποπτεία των πιστωτών (λήξη ενισχυμένης εποπτείας) δείχνει ξεκάθαρα ότι δε θα διστάσει να οδηγήσει τη χώρα στο χείλος νέας χρεωκοπίας, προκειμένου να επιτύχει την επανεκλογή της (έναρξη ενισχυμένης ανησυχίας). Επειδή η κοινωνία δεν αντέχει νέα κρίση χρέους, είναι ύψιστο θεσμικό χρέος των εθνικών μας αντιπροσώπων να την αποτρέψουν. Είναι ύψιστο θεσμικό τους χρέος, δρώντας ατομικά ή συλλογικά ως κοινοβουλευτικές ομάδες, να ασκήσουν το δικαίωμα του κοινοβουλευτικού ελέγχου που διαθέτουν, προκειμένου:
(α) να αποκαλύψουν στους Έλληνες την πραγματική κατάσταση των οικονομικών του Κράτους σήμερα,
(β) να καταγγείλουν την ακραία ελλειμματική για υπερχρεωμένη χώρα δημοσιονομική πολιτική της Κυβέρνησης, η οποία είναι πρωτίστως υπεύθυνη για την επικίνδυνη διόγκωση του δημόσιου χρέους και το κύμα ακρίβειας που σαρώνει τη χώρα,
(γ) να εξαναγκάσουν την Κυβέρνηση να εγκαταλείψει τα προωθούμενα οριζόντια κάλπικα μέτρα που θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας,
(δ) να εξαναγκάσουν την Κυβέρνηση να λάβει κατεπειγόντως μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας και της φτωχοποίησης και
(ε) να εξαναγκάσουν την Κυβέρνηση να λάβει κατεπειγόντως μέτρα διασφάλισης της δημοσιονομικής σταθερότητας και αποτροπής νέας κρίσης χρέους.
* Ο Πέτρος Τατούλης είναι ιατρός – χειρουργός και έχει διατελέσει Περιφερειάρχης Πελοποννήσου (2010-2019), Βουλευτής Αρκαδίας, Υφυπουργός Πολιτισμού (2004-2006)