Η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς σε όλους τους κρίσιμους τομείς. Η πραγματική δημοσκόπηση θα γίνει στην κάλπη. Εκεί που οι πολίτες δεν πρέπει να ξεχάσουν.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη*
Όταν τον Ιανουάριο του 2016 έγινε πρόεδρος της Ν.Δ. ο κ. Μητσοτάκης, ελάχιστοι πίστευαν ότι θα μπορούσε μια μέρα να κυβερνήσει τη χώρα. Το οικογενειακό του παρελθόν και η θητεία του ως υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, η οποία συνδέθηκε με την απόλυση δημόσιων υπαλλήλων, αποτελούσαν βαρίδια για την πορεία του. Πέτυχε, παρόλα αυτά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χάρη στην προπαγάνδα και τη στήριξη της πλειοψηφίας των μιντιαρχών και εξαιτίας των τραγικών λαθών του τέως πρωθυπουργού, του κ. Τσίπρα, και της κυβέρνησής του, να ανέλθει στην εξουσία τον Ιούλιο του 2019. Σήμερα, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, βρίσκεται κοντά σε μια δεύτερη θητεία.
Μπροστά σε αυτήν την προοπτική, την ώρα της κάλπης, οι πολίτες είναι ανάγκη να θυμηθούν ότι ο κ. Μητσοτάκης, για να γίνει πρωθυπουργός, είπε πολλά από τα οποία ελάχιστα έπραξε. Ούτε η κοινωνία ανακουφίστηκε από την οικονομική κρίση, ούτε ο απαραίτητος εκσυγχρονισμός του κράτους πραγματοποιήθηκε, ούτε η Δημοκρατία πλάτυνε και βάθυνε, ούτε η χώρα θωρακίστηκε περισσότερο απέναντι στις τουρκικές απειλές.
Στους τομείς της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, οι οποίοι απουσιάζουν κατά περίεργο τρόπο από την προεκλογική αντιπαράθεση, η κυβέρνηση υπήρξε ο πιο πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ, χωρίς, ωστόσο, να λάβει τα απαραίτητα ανταλλάγματα. Ενεπλάκη στον πόλεμο στην Ουκρανία υπέρ το δέον, πράγμα το οποίο η χώρα θα πληρώσει τα επόμενα χρόνια. Απέτυχε να ακυρώσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο και δείλιασε να επεκτείνει τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας, νότια της Κρήτης, στα δώδεκα μίλια. Διευθέτησε μερικώς την ΑΟΖ με την Αίγυπτο, αφήνοντας εκτός μια κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα μας ζώνη στη Ρόδο και στο Καστελόριζο, την οποία διεκδικεί η Τουρκία. Ηττήθηκε διπλωματικά από τη μη κατασκευή του EastMed, ενός αγωγού ο οποίος θα μετέφερε φυσικό αέριο από κοιτάσματα που βρίσκονται ανοιχτά του Ισραήλ και της Αιγύπτου και θα διερχόταν από την Κύπρο και την Ελλάδα, για να φτάσει στις ευρωπαϊκές αγορές. Ακόμη, δεν τόλμησε να φέρει για κύρωση στη Βουλή τις συμφωνίες με τη Βόρεια Μακεδονία υπό τον φόβο διαρροών από την ομάδα βουλευτών του κ. Σαμαρά. Τέλος, χωρίς πυγμή και αποφασιστικότητα, επέτρεψε στην Τουρκία να διευρύνει τις απαιτήσεις της, να προβάλλει διεθνώς το «όραμα» της γαλάζιας πατρίδας και να ζητάει επιτακτικά και προκλητικά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών της μεθορίου.
Επιπλέον, ο πρωθυπουργός της χώρας δε σεβάστηκε καθόλου την ονομαζόμενη αστική Δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Αποδεδειγμένα παρακολουθούσε πολιτικούς του αντιπάλους, υπουργούς, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ και πολλούς άλλους. Οι συνακροάσεις γίνονταν μέσα από το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο είχε τον έλεγχο της Ε.Υ.Π. Άρα ή το γνώριζε ο πρωθυπουργός, όποτε θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί ή, εάν το αγνοούσε, θα χρειαζόταν να κάνει το ίδιο, αφού από δική του ανικανότητα στο γραφείο του μέσα λειτουργούσε μια μορφή παρακράτους. Ο κ. Μητσοτάκης πανικόβλητος μετέθεσε αλλού τις ευθύνες και δήλωσε ότι δεν ήξερε. Ποιον πείθει, όμως; Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι επί των ημερών του η εικόνα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας τσαλακώθηκε ανεπανόρθωτα.
Τα Τέμπη. Αυτή η τραγωδία κι αν δεν πρέπει να ξεχαστεί. «Η θυσία», όπως τη χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός, προκαλώντας για μια ακόμη φορά την κοινωνία. Οι πενήντα επτά νεκροί και οι οικογένειές τους ζητούν δικαίωση, η οποία δε θα προκύψει από στημένα πορίσματα, μετάθεση ευθυνών (μόνο ο Τρικούπης δε μας είπαν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ότι έφταιγε) και αποζημιώσεις. Δικαίωση σημαίνει καταδίκη των υπαλλήλων που ευθύνονται, αλλά και πολιτική τιμωρία όσων προΐσταντο και κυβερνούσαν τη χώρα για τέσσερα χρόνια, αφήνοντας το δίκτυο χωρίς σύστημα τηλεδιοίκησης, όσων μετά το δυστύχημα συνέχισαν να λένε ψέματα και να κάνουν τους ανήξερους, δηλαδή των αρμόδιων υπουργών και του πρωθυπουργού.
Η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς σε όλους τους κρίσιμους τομείς. Ο ελληνικός λαός έχει την ευκαιρία να τιμωρήσει την αλαζονεία, την αμετροέπεια, τον λαϊκισμό, τα ψέματα. Να αποδείξει ότι δεν είναι ικανά τα ψίχουλα της επιδοματικής πολιτικής να τον επηρεάσουν. Η πραγματική δημοσκόπηση θα γίνει στην κάλπη. Εκεί που οι πολίτες δεν πρέπει να ξεχάσουν.
* Εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας