Με αφορμή την συμπλήρωση 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, το Ψηφιακό Ινστιτούτο Πολιτισμού Μεσσηνίας υπέβαλε επίσημο αίτημα προς το Δήμο Πύλου Νέστορος για εξέταση αναγνώρισης και χαρακτηρισμού της «Μάχης στα Κάτω Μηνάγια» ως τοπικής εθνικής εορτής, την 19η Φεβρουαρίου έκαστου έτους. Παράλληλα, στα πλαίσια του αιτήματος, εστάλη εκτενής ερευνητική μελέτη καθώς και σπάνιο – άγνωστο ιστορικό υλικό, προϊόν μακροχρόνιας έρευνας, σχετικά με την εξέλιξη των γεγονότων και το χρονικό της μάχης, όπου, μέσα από σπάνιες ανέκδοτες ιστορικές επιστολές (που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους), των πρωταγωνιστών των πολεμικών γεγονότων, έρχονται στο φως «άγνωστες» πτυχές, τόσο της μάχης όσο και του στρατιωτικού σχεδιασμού των Ελλήνων για να αντιμετωπίσουν την απόβαση του Ιμπραήμ Πασά στην Μεθώνη.
Έτσι, μετά από 194 χρόνια σιωπής, έχει φθάσει η ιστορική στιγμή, για να τιμηθούν οι 50 ήρωες Έλληνες στρατιώτες καθώς και οι 6 νεκροί της μάχης αυτής, που στάθηκαν απέναντι στις στρατιωτικές ορδές ενός οργανωμένου στρατού, σε μια στιγμή ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας και συμβολισμού για την έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης. Βάσει αυτών, οφείλουμε να τιμήσουμε τους ήρωες της μάχης, μέσα από τον χαρακτηρισμό της ως τοπικής εθνικής εορτής, με την αναβίωση εκδηλώσεων μνήμης και τιμής την 19η Φεβρουαρίου εκάστου έτους και την δημιουργία μνημείου πεσόντων στην περιοχή της σύγκρουσης. Οι ενέργειες αυτές της Δημοτικής Αρχής θα αποτελέσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής στους ήρωες της πρώτης πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Τουρκοαιγυπτίων κατά το έτος 1825, που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων και έσβησε τον μύθο του Ιμπραήμ, ότι οι Έλληνες δεν θα είχαν την δύναμη και το κουράγιο να αντισταθούν στον οργανωμένο στρατό του.
Σύντομο ιστορικό της μάχης στα Κάτω Μηνάγια, 19.02.1825
Το συνταρακτικό μήνυμα της εμφάνισης του αιγυπτιακού στόλου στα νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου έφθασε στην Προσωρινή Διοίκηση του Ναυπλίου με επιστολή που έστειλε ο Διονύσιος Μούρτζινος στις 10 Φεβρουαρίου 1825 από την Καρδαμύλη. Παράλληλα, ο στρατηγός Παναγιώτης Γιατράκος, ευρισκόμενος εις τα Βουνάρια γράφει προς τον Μούρτζινο την 11η Φεβρουαρίου 1825: «Εν ολίγοις σας ιδεάζω, αδελφέ, τον εμφανισμόν του εχθρικού στόλου εις τα εδώ μέροι […] Όλοι καταγίνονται εις προφύλαξιν των φαμιλιών και των πραγμάτων των, εγω δε με τους ολίγους ιδικούς μου διώρησα τας αναγκαίουσας φυλακάς, […] ήλθον με μέρος του σώματος των στρατευμάτων και οι αδελφοί μου στρατηγοί Νικολάκης και καπετάν Λιάκος και ο ανεψιός μου Ανδρέας, μετά των οποίων στέκομαι προθύμως εμψυχώνων και τους εντοπίους και παρατηρών και τα εχθρικά κινήματα».
Έτσι, ο Ιμπραήμ πασάς αποβιβάζεται στο λιμάνι της Μεθώνης, την 12η και 13η Φεβρουαρίου, με πενήντα περίπου πλοία και με συνολική δύναμη 4.000 περίπου ανδρών. Ο στρατηγός Γιατράκος με λίγες εκατοντάδες συνεπαρχιώτες του και ντόπιους πολεμιστές διατηρεί την προϋπάρχουσα πολιορκία της Κορώνης, ενώ μαζί με τον αδερφό του Νικολάκη πηγαίνουν στις 14 Φεβρουαρίου 1825 στα χωριά Μηλίτσα και Κάτω Μηνάγια και από εκεί κάνουν αναγνώριση της ευαίσθητης περιοχής μέχρι το χωριό Γρίζι. Σχεδιάζοντας, να τοποθετήσουν στα τρία αυτά σημεία στρατιωτικές προφυλακές και ετοιμάζουν ένα στρατιωτικό σχέδιο, το οποίο εξέθεσε ο Νικολάκης Γιατράκος, στις 14 Φεβρουαρίου1825, στον ντόπιο αρχηγό Ιωαν. Καραπαύλο, τον έπαρχο και τους προκρίτους της Κορώνης. Βάσει του σχεδίου αυτού, θα συνεχιζόταν η πολιορκία της Κορώνης και θα αποκλείονταν όλες οι διαβάσεις για να απομονωθεί το αιγυπτιακό στράτευμα.
Η διάταξη των ελληνικών σωμάτων κατά την 18 Φεβρουαρίου 1825 ήταν η ακόλουθη: ο γενικός αρχηγός της πολιορκίας Παναγιώτης Γιατράκος τοποθετήθηκε στον Αγ. Δημήτριο με 100 άνδρες καθώς και ο Ιωάννης Καραπάυλος με 50 ντόπιους, ενώ νοτιότερα στη θέση Γερακάδες ήταν ο αδερφός του Νικόλαος Γιατράκος με τον ανιψιό τους Ανδρέα και 350 περίπου άνδρες. Ο Λιάκος Γιατράκος πήρε θέση μεταξύ Μηλίτσας και Κάτω Μηναγίων με δύναμη 50 ανδρών, ενώ ο Κορωναίος Δημήτρης Βοϊλας με μικρή δύναμη 30 στρατιωτών τάχθηκε στο Γρίζι. Παράλληλα, ο Αναστάσιος Μαυρομιχάλης με 300 στρατιώτες επιτηρούσε τις διαβάσεις του αυχένος Χανδρινού – Χίλια Χωριά.
Σε αυτές τις άσχημες συνθήκες ο στρατηγός Π. Γιατράκος στέλνει επιστολή προς την Διοίκηση, στις 15 Φεβρουαρίου 1825, γράφοντας: «[…]Την απόβασιν εις Μοθώνην των εχθρών και ότι εκτός του φρουρίου έστησαν υπέρ τας τετρακόσιας σκηνάς, πληροφορούμεθα εκ Νεοκάστρου. Χθές από την εις Μηνάγια προφυλακήν μας επληροφορήθημεν ότι μέρος από τους εχθρούς έφιπποι και πεζοί εξήλθον ξεπατούντες τον τόπον και επροχώρησαν εως τον Άγιον Ηλίαν εις τα Χίλια Χωριά. Επήραν μίαν στάνην και δύο βόδια, εκεί ευρέθη και ο καπετάν Αδάμης Κορέλλας με πέντε στρατιώτας και τους εκτήπησεν, ομοίως και μερικοί Σουληναρέοι και Ρωμηρέοι, με μεγάλην δε αψυχίαν ετράπησαν αμέσως εις τοιαύτην φυγήν οι εχθροί, ώστε οι δικοί μας εσκότωσαν ένα και έπιασαν και δύο ζώντας, […] ωχύρωσα την προφυλακήν Γριζίου και διώρισα τους εντοπίους να πιάσωσι και τα θέσεις Μηλίτσας και Μηνάγια. Και καθ΄όσον η δυνάμην ενήργησα όσα απαιτούνται εις προφύλαξιν και ασφαλειαν της επαρχίας ταύτης[…]». Η επιστολή αυτή δείχνει καθαρά πως ο στρατηγός Π. Γιατράκος, εάν και δεν έχει τις απαιτούμενες στρατιωτικές δυνάμεις, (οι αντίπαλες δυνάμεις εκ πρώτης όψεως ήταν 7 προς 1, στην πραγματικότητα όμως θα υπολείπονται και του 40 προς 1) θέλει αρχικώς να εμποδίσει με κάθε τρόπο το πέρασμα του εχθρού στην ενδοχώρα της Μεσσηνίας και να τον περιορίσει στο αρχικό του προγεφύρωμα στην περιοχή της Μεθώνης.
Ωστόσο, βάσει των πληροφοριών σχετικά με τις θέσεις των Ελλήνων, οι Αιγύπτιοι, αιφνιδιαστικά, μέσα στην νύκτα τις 18ης Φεβρουαρίου, οδηγούμενοι από τους Τούρκους της Μεθώνης, προχώρησαν ανατολικά με κατεύθυνση προς το φρούριο της Κορώνης, χωρισμένοι σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη βάδισε κατευθείαν από τη Μεθώνη προς την Κορώνη, ενώ η άλλη κινήθηκε βορειότερα, περνώντας από Μεσοχώρι και Μεμερίζι, και με σκοπό να κτυπήσει πιο ψηλά, ώστε να αποκόψει τις ελληνικές πολιορκητικές δυνάμεις που βρίσκονταν μεταξύ Κάτω Μηναγίων και Μηλίτσας. Σοβαρότερη φάλαγγα ήταν η πρώτη, καθώς την αποτελούσαν τέσσερα τάγματα πεζικού, 400 ιππείς και αρχηγός της ήταν ο ίδιος Ιμπραήμ. Η πρώτη φάλαγγα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά την αυγή της 19ης Φεβρουαρίου στην προφυλακή που βρισκόταν στο Γρίζι. Η προφυλακή των Ελλήνων, γύρω στους 30 στρατιώτες, μόλις είδαν την ισχυρή δύναμη των Αιγυπτίων μόλις που κατάφεραν να διαφύγουν στα γύρω βουνά. Οι Αιγύπτιοι έπιασαν εκεί δύο ηλικιωμένες και καμιά δεκαριά χωρικούς στα χωράφια και τους κατακρεούργησαν.
Η άλλη φάλαγγα κτύπησε βορειότερα, την ισχυρότερη αριθμητικά προφυλακή της Μηλίτσας, που βρισκόταν νότια των Κάτω Μηναγίων. Αυτή τη θέση κρατούσαν ο στρατηγός Λιάκος Γιατράκος (1795 -1875) και μερικοί ντόπιοι, με συνολική δύναμη 50 στρατιώτες. Οι Τουρκοαιγύπτιοι προσπάθησαν να τους αιφνιδιάσουν, καθώς επιτέθηκαν εν μέσω σκότους λίγο πριν τα ξημερώματα. Ο τριαντάχρονος στρατηγός Λιάκος Γιατράκος μαζί με τους συντρόφους του έδωσε σκληρή μάχη, προβάλλοντας απεγνωσμένη αντίσταση, προξενώντας στον εχθρό αρκετές απώλειες, παρότι το σώματα του ήταν μικρό σε σχέση με την πολυπληθέστερη δύναμη των Αιγυπτίων. Βλέποντας όμως ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει επί πολύ την πίεση του εχθρού, που μάλιστα διέθετε και ιππικό, υποχώρησε πολεμώντας. Κατά την σκληρή αυτή μάχη οι Έλληνες είχαν έξι νεκρούς και δύο τραυματίες, ενώ γύρω στους 10 άνδρες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Αθανάσιος Αποσποράκος Τσαούσης, εξάδερφος του Λιάκου Γιατράκου. Ήταν αυγή ακόμη όταν ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων, στρατηγός Παναγιώτης Γιατράκος που βρισκόταν στην πολιορκία της Κορώνης, έλαβε την είδηση ότι οι Αιγύπτιοι ανέτρεψαν την αντίσταση του αδελφού του Λιάκου και εξεβίασαν τη δίοδο προς τη Μηλίτσα. Αμέσως απέσυρε δυνάμεις από τον Άγιο Δημήτριο και από τους Γερακάδες και έτρεξε προς τα Βουνάρια για να τους ανακόψει. Στον δρόμο όμως έμαθε ότι η πρώτη είδηση ήταν ψεύτικη και ότι ο Λιάκος κρατούσε ακόμη. Αμέσως έστειλε για βοήθεια τον άλλο αδελφό Νικολάκη με το σώμα του και μερικούς Κορωναίους υπό τον Ηλία Καραπαύλο. Σε επιστολή που στέλνει ο στρατηγός Π. Γιατράκος προς την Διοίκηση γράφει σχετικά με τη μάχη αυτή: «Εις δε Μηλίτζαν όπου ήτον ο αυταδελφός μουκαπετάν Λιάκος φιλοτιμηθείς με όλον ότι οι εκεί διωρισμένοι εντόπιοι κατέφυγονεις προφύλαξιν των φαμελιών των, συνεκρότησε πόλεμον μετά των εχθρών. Ήτον όμως αδύνατον με ολίγους καιανεφοδίαστους στρατιώτας να εμποδίση την δίοδο των εχθρών, οίτινες νυκτός ωςάνωθεν ήσαν προχωρημένοι, αντεστάθη όμως εις την ιππικήν δύναμιν του εχθρού,καθ΄όσον ηδυνήθη, και πολεμών ανεχώρησεν. Εις αυτήν την συμπλοκήν έπεσαν εις εξάδελφος μας Αθανάσιος ΑποσποράκοςΤσαούσης του εξ. στρατηγού Γεωργάκη (Γιατράκου) και άλλοι τέσσαρες και δύοεπληγώθησαν, εφονεύθησαν δε και από τους εχθρούς αρκετοί, ένα των οποίωνσκότωσε ο φονευθείς Αποσποράκος».
Σε σχέση τώρα με την νότια φάλαγγα του εχθρού, αφού ανέτρεψε την προφυλακή στο Γρίζι, στράφηκε προς βορρά, πέρασε από το Χωματερό και το βράδυ μπήκε στα Βουνάρια. Η βόρεια, αφού απώθησε την προφυλακή του Λιάκου κοντά στα Κάτω Μηνάγια, προέλασε μέσω Μηλίτσας προς νοτιοανατολικά και συνενώθηκε με τη νότια. Οι πολιορκητές της Κορώνης υπό τους Παναγιώτη και Νικο Γιατράκο και Ιωανν. Καραπαύλο, καθώς και οι ευρισκόμενοι στα Βουνάρια μετά του έπαρχου Βυζαντίου, ειδοποιηθέντες περί της εχθρικής προελάσεως κινήθηκαν εσπευσμένος προς Λογγά, ενώ οι Αιγύπτιοι προωθήθηκαν ως τα Καστέλια. Έτσι απώθησαν τους Έλληνες, τους απέκοψαν από την Κορώνη και απέκτησαν επαφή με αυτή, ενώ στις 20 Φεβρουαρίου οι Αιγύπτιοι κατέλαβαν και τη Λογγά.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι, ο Ιμπραήμ δεν είχε ακόμη την πρόθεση να βγει πιο έξω από τη μεσσηνιακή χερσόνησο, οπότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να εμπλακεί σε αγώνα με υπέρτερες δυνάμεις, να επεκτείνει δυσανάλογα τις επικοινωνίες του και να διασπείρει τις λίγες δυνάμεις του. Εγκατέλειψε λοιπόν ακόμη και εδάφη που είχε καταλάβει και συγκέντρωσε τις δυνάμεις του γύρω από τη Μεθώνη αμυντικά, τάσσοντας μόνο ελαφρές προφυλακές στη Λογγά και στα Βουνάρια. Πιθανότατα η τόσο φρόνιμη αυτή τακτική οφειλόταν σε άγνοια της κακής ελληνικής κατάστασης.
Ψηφιακό Ινστιτούτο Πολιτισμού Μεσσηνίας