ΖΗΤΑ Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ – ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Η “Περιβαλλοντική -Πολιτιστική Ένωση Μεσσηνίας” ζητά την άμεση απόσυρσή του σχεδίου νόμου με τίτλο “Εκσυγχρονισμός της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας”, καθώς -όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της- οι 15 μόλις ημέρες που δόθηκαν προς διαβούλευση εν μέσω πανδημίας κρίνονται ανεπαρκείς, όπως διασφαλίσουν τη συμμετοχή πολιτών, φορέων και υπηρεσιών, σε ένα τόσο σημαντικό για το περιβάλλον και για τη βιώσιμη ανάπτυξη νομοσχέδιο. “Το παρόν νομοθέτημα αντί να μειώνει, επιδεινώνει την πολυπλοκότητα αυτή και, ταυτόχρονα, καθιστά το όλο σύστημα εθνικού σχεδιασμού περιβαλλοντικής προστασίας αναποτελεσματικό, ώστε να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές και κοινοτικές επιταγές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και επίτευξης μιας ανάπτυξης βιώσιμης και φιλικής προς το περιβάλλον”, καταλήγει η “Περιβαλλοντική – Πολιτιστική Ένωση Μεσσηνίας”.
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της “Περιβαλλοντικής – Πολιτιστικής Ένωσης Μεσσηνίας” αναφέρει τα εξής:
Η “Περιβαλλοντική – Πολιτιστική Ένωση Μεσσηνίας” εκφράζει την έντονη ανησυχία της για το σχέδιο νόμου με τίτλο “Εκσυγχρονισμός της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας”, που κατατέθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπό συνθήκες πανδημίας. Ζητά την άμεση απόσυρσή του, καθώς οι 15 μόλις ημέρες που δόθηκαν προς διαβούλευση εν μέσω πανδημίας κρίνονται ανεπαρκείς, όπως διασφαλίσουν τη συμμετοχή πολιτών, φορέων και υπηρεσιών, σε ένα τόσο σημαντικό για το περιβάλλον και για τη βιώσιμη ανάπτυξη νομοσχέδιο.
Επί των διατάξεων, η Ένωσή μας εκφράζει τους παρακάτω προβληματισμούς, καθώς το εν λόγω νομοσχέδιο απλοποιεί τις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, υιοθετώντας από το ‘πνεύμα’ και το ‘πλαίσιο’ των διατάξεών του τη ‘λαθεμένη’ αντίληψη ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί ‘τροχοπέδη’ στην ‘ανάπτυξη’, τη στιγμή που οι προηγμένες χώρες ανάγουν την προστασία του φυσικού τους κεφαλαίου σε πρωταρχικό παράγοντα βιώσιμης ανάπτυξης και παρόμοιες επιταγές υποδεικνύονται από ευρωπαϊκές Οδηγίες.
Συγκεκριμένα :
– Στο άρθρο 1 του υπό κρίση νομοσχεδίου προβλέπεται η δυνατότητα της 15ετούς διάρκειας ισχύος των ΑΕΠΟ, που μπορεί να παραταθεί έως τα 21 έτη. Κρίνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί θετική επιλογή που να διασφαλίζει την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς έτσι δεν δίνεται η δυνατότητα στη Διοίκηση να επανεξετάζει τη λειτουργία κάθε δραστηριότητας και να ελέγχει εκ νέου τη συμβατότητά της με τις σύγχρονες πολιτικές, εθνικές, κοινοτικές δεσμεύσεις, οι οποίες τροποποιούνται συνεχώς λόγω της εξελισσόμενης τεχνολογικής προόδου στον τομέα του περιβάλλοντος, ώστε η λειτουργία του έργου να έχει τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις στο περιβάλλον, διασφαλίζοντας την αειφόρο ανάπτυξη και ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της διεθνούς και ευρωπαϊκής κοινότητας για την προστασία του περιβάλλοντος, ενόψει μάλιστα της κλιματικής αλλαγής.
–Στο άρθρο 2 η επιτάχυνση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης αναπτυξιακών έργων και επενδύσεων με τις ασφυκτικές προθεσμίες που προβλέπονται για τους ήδη υποστελεχωμένους δημόσιους φορείς για την έκδοση ΑΕΠΟ είναι απαράδεκτη, τη στιγμή που διακυβεύονται τόσο σοβαρά θέματα για το περιβάλλον. Οι αρμόδιες περιβαλλοντικές αρχές είναι αδύνατο, μέσα στις ασφυκτικές προθεσμίες του άρθρου 2 –των μόλις 5 ημερών– να ανταποκριθούν σε έργα που πολλές φορές είναι σύνθετα και έχουν αυξημένες επιστημονικές και τεχνικές δυσκολίες (ιδίως έργα Α κατηγορίας όπου οι φάκελοι είναι ιδιαιτέρως ογκώδεις). Με αυτόν τον τρόπο θα καταστεί αδύνατος ο έλεγχος της ουσίας των δικαιολογητικών και των μελετών και με μόνο το πέρας των προθεσμιών θα τεκμαίρεται η γνωμοδότηση από τον αρμόδιο φορέα και θα εκδίδεται η σχετική ΑΕΠΟ, χωρίς προηγούμενο ουσιαστικό έλεγχο.
– Σημειωτέον ότι δια του παρόντος καταργούνται οι υπηρεσίες περιβαλλοντικής γνωμοδότησης, όπως και τα στάδια δημοσιοποίησης και δημόσιας διαβούλευσης. Με λίγα λόγια, αντί να αναβαθμιστεί η συμμετοχή της ενδιαφερόμενης τοπικής κοινωνίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, όπως επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, υποβαθμίζεται καθώς η τοπική κοινωνία θα συμμετέχει στο τέλος, δηλαδή, αφού θα έχει ολοκληρωθεί η ΜΠΕ.
– Η δημιουργία του ΟΦΥΠΕΚΑ οδηγεί σε ένα συγκεντρωτικό (με έδρα την Αθήνα), άκρως δυσλειτουργικό καθεστώς, καθώς ο ΟΦΥΠΕΚΑ δεν θα έχει καμιά εικόνα για τις κατά τόπο ιδιαιτερότητες και τα ‘τοπικά προβλήματα’ κάθε περιοχής (μάλιστα προβλέπεται να συσταθεί ως ΝΠΙΔ και όχι ΝΠΔΔ με τον κίνδυνο να λειτουργεί προς όφελος της ιδιωτικής οικονομίας και όχι του δημοσίου συμφέροντος).
– Με το υπό κρίση νομοσχέδιο καταργούνται οι 36 ΦΔΠΠ, οι οποίοι είχαν εισαχθεί ως έννοιες ‘συμμετοχικότητας’ και ‘τοπικότητας’ στη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών (επί παραδείγματι για την περιοχή μας είχε συσταθεί ο ‘Φορέας Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου και Κηθύρων) και υποκαθίστανται, συρρικνούμενοι σε 24 ΜΔΠΠ, με αποτέλεσμα όχι μόνο να αυξάνεται η έκταση που εποπτεύουν αλλά, συγχρόνως, α) να αποκλείονται οι τοπικές κοινότητες από την αποτελεσματική προστασία και εποπτεία που θα μπορούσαν να προσφέρουν στις προστατευόμενες περιοχές λόγω της εγγύτητας και της καλύτερης γνώσης των ιδιαιτεροτήτων κάθε προστατευόμενης περιοχής, β) να χάνεται ο γνωμοδοτικός χαρακτήρας για έργα σε περιοχές της ευθύνης τους, γ) να ακυρώνεται η αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία τους, καθώς υποβαθμίζονται σε τμήματα του ΟΦΥΠΕΚΑ με διακοσμητικό χαρακτήρα, δ) να καταργείται η αποκεντρωτική και συμμετοχική δομή των Φ.Δ. προς επίρρωση μιας αποστειρωμένης κεντρικής εξουσίας, αναμφισβήτητα αναποτελεσματικής.
Αναφορικά με το καθεστώς των προστατευόμενων περιοχών ΝATURA 2000 έχουμε να επισημάνουμε τα εξής:
Με το υπό κρίση νομοσχέδιο στις ζώνες απόλυτης προστασίας της φύσης με εξαιρετικά ευαίσθητα οικοσυστήματα, όπου απαγορεύεται οποιαδήποτε δραστηριότητα έως σήμερα, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να επιτρέπονται εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας, διάνοιξη δρόμων κλπ. Μάλιστα πολύ ευκολότερη προβλέπεται η χαλάρωση αυτή των περιορισμών για τις ‘τρεις υπόλοιπες ζώνες’ Προστασίας της φύσης, Οικοτόπων και ειδών, Βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων, όπου ενδεχομένως ανοίγεται η δυνατότητα αδειοδότησης ακόμα και βαρέων επενδυτικών δραστηριοτήτων.
Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι προστατευόμενες περιοχές αποτελούν τον ‘ακρογωνιαίο λίθο’ της πολιτικής διατήρησης της βιοποικιλότητας, γίνεται σαφές ότι οι περιοχές αυτές αποτελούν τόπους σημαντικούς για τον πολιτισμό και την ιστορία μας, εφόσον το Τοπίο στα διεθνή κείμενα νοείται ως το αποτέλεσμα της σύνθεσης φυσικού και ανθρωπογενούς τοπίου.
Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητο η ‘κατηγοριοποίηση’ των περιοχών να συνοδεύεται από περιγραφή των κύριων οικολογικών στοιχείων, τα οποία θα τεκμηριώνουν τον χαρακτηρισμό τους, καθώς και των επιτρεπόμενων ή απαγορευμένων χρήσεων και δραστηριοτήτων της κάθε περιοχής. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίζεται ότι η κάθε ζώνη θα έχει ‘διακριτά χαρακτηριστικά’ αλλά και ‘στόχους’ προστασίας, πάντα σε αρμονία με τις οδηγίες της ΙUCN (International Union for Conservation of Nature and Natural Resources).
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ – ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
– Η διάρκεια των ΑΕΠΟ πρέπει να παραμείνει στα 10 χρόνια ή να μειωθεί και όχι να αυξηθεί, διότι μόνο με την τακτική επανεξέταση των ΑΕΠΟ προστατεύεται αποτελεσματικά το περιβάλλον.
– Μεγαλύτερες προθεσμίες γνωμοδότησης των περιβαλλοντικών φορέων επί των υπό κρίση ΜΠΕ προς έκδοση ΑΕΠ0, ενώ θα πρέπει να προβλέπεται και επιτόπιος έλεγχος προκειμένου να δοθεί παράταση ΑΕΠΟ άνω των 15 ετών.
– Εφόσον προκριθεί η κατάργηση των ΦΔΠΠ και η αντικατάστασή τους από ΜΔΠΠ, θα πρέπει τουλάχιστον να δημιουργηθούν ισάριθμες ΜΔΠΠ, οι οποίες θα έχουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα και αυτοτέλεια, ώστε να εξασφαλίζεται η ‘συμμετοχικότητα’ σε τοπικό επίπεδο, η διαφάνεια και η αποτελεσματική εποπτεία και αντιμετώπιση των προβλημάτων των προστατευόμενων περιοχών.
– Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία όχι μόνο των NATURA 2000 αλλά και των ευρύτερων προστατευόμενων περιοχών, αναγκαίος είναι ο σαφέστερος προσδιορισμός των κατηγοριών των προστατευόμενων περιοχών με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, στόχους και επιδιώξεις.
– Σημαντικό είναι μάλιστα να προβλεφθεί το πάγωμα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων σε περιοχές ΝATURA 2000 έως ότου εκδοθούν τα αντίστοιχα Π.Δ. χαρακτηρισμού και όρων για τις περιοχές NATURA 2000, που αναμένεται να εκδοθούν σε μορφή σχεδίου το 2021.
Τέλος, κρίνεται αναγκαία η καλύτερη στελέχωση σε ανθρώπινο δυναμικό των Περιβαλλοντικών φορέων που ελέγχουν τις ΜΠΕ, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν ταυτόχρονα σε σύντομες προθεσμίες και σε ουσιαστικό έλεγχο, να αναβαθμιστεί η Επιτροπή Φύσης 2000 και να ανασυσταθεί η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος.
Εν κατακλείδι, η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα είναι ήδη αρκετά περίπλοκη και δαιδαλώδης. Το παρόν νομοθέτημα αντί να μειώνει, επιδεινώνει την πολυπλοκότητα αυτή και, ταυτόχρονα, καθιστά το όλο σύστημα εθνικού σχεδιασμού περιβαλλοντικής προστασίας αναποτελεσματικό, ώστε να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές και κοινοτικές επιταγές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και επίτευξης μιας ανάπτυξης βιώσιμης και φιλικής προς το περιβάλλον. Για το λόγο αυτό πρέπει να τροποποιηθούν -βελτιωθούν αρκετές από τις προαναφερθείσες διατάξεις του προς την κατεύθυνση αυτή.
Η Περιβαλλοντική – Πολιτιστική Ένωση Μεσσηνίας
Η Συντονίστρια της Ένωσης Ορφανού Μαρίστα Νομικός | Η Γραμματέας Ασλανίδου Μαρία Αρχαιολόγος |