Ο κύβος ερρίφθη. Η κυβέρνηση αποφάσισε το άνοιγμα των σχολείων στις 10 Ιανουαρίου. Η θέση της είχε γίνει γνωστή νωρίτερα από την αναπληρώτρια υπουργό Υγείας, κ. Γκάγκα, η οποία ουσιαστικά προκατέλαβε την απόφαση της επιτροπής.
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ*
Η επίσημη ανακοίνωση που ακολούθησε δίχασε, για μια ακόμη φορά, ειδικούς και μη. Σοβαροί επιστήμονες τάχθηκαν υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης και τα επιχειρήματα δεν έλειψαν από καμιά πλευρά.
Να ανοίξουν, λοιπόν, τα σχολεία;
Για όσους έζησαν τα δύο προηγούμενα χρόνια τη διαδικασία της τηλε-“εκπαίδευσης” νομίζω ότι δεν υπάρχει δίλημμα. Η συντριπτική πλειοψηφία, κυρίως των εκπαιδευτικών θα απαντήσει με ένα ξεκάθαρο «ναι». Οι μαθητές είναι ανάγκη να γυρίσουν στις σχολικές αίθουσες για πολλούς λόγους. Αυτό, ωστόσο, να γίνει με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια, διαφορετικά υπάρχει τεράστιος κίνδυνος διασποράς του ιού, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Τα παιδιά χρειάζεται να βρίσκονται στα σχολεία πρωτίστως για λόγους κοινωνικοποίησης και μαθησιακούς.
Αν σήμερα έκανε τον κόπο το υπουργείο Παιδείας και ζητούσε από τους εκπαιδευτικούς να αποτιμήσουν τα αποτελέσματα της τηλε-“εκπαίδευσης” και της απουσίας των μαθητών από τον φυσικό τους χώρο, τα συμπεράσματα θα ήταν απογοητευτικά. Η εξ αποστάσεως διδασκαλία -τα ραδιοφωνικά, στην πραγματικότητα, μαθήματα- απέτυχε παταγωδώς.
Σήμερα οι εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν αύξηση των περιστατικών βίας καθημερινά και τεράστια γνωστικά κενά που πάρα πολύ δύσκολα θα καλυφθούν. Κι όμως, γι’ αυτό το σύστημα, που προκάλεσε τέτοια ζημιά στους μαθητές, η ηγεσία του υπουργείου πανηγύριζε και ο πρωθυπουργός απένεμε συγχαρητήρια.
Τα σχολεία όμως είναι απαράδεκτο να ανοίγουν με όλους τους μαθητές στις τάξεις, όταν η θετικότητα έχει εκτιναχθεί στα ύψη και καθημερινά καταγράφονται 45.000-50.000 κρούσματα. Ούτε με το πρωτόκολλο που προβλέπει ότι, για να κλείσει ένα τμήμα, χρειάζεται να νοσήσει το 50% +1 των μαθητών.
Η υπουργός δε δικαιούται να κάνει στατιστικές αλχημείες, να παρουσιάζει ψευδή στοιχεία λέγοντας ότι έκλεισαν μόλις το 0,2% των τμημάτων και να αποκρύπτει ότι από τον Σεπτέμβριο έως τη μέρα που ξεκίνησαν οι διακοπές των Χριστουγέννων υπήρχαν 100.000 κρούσματα, ενώ το προηγούμενο 18μηνο 80.000 περίπου.
Αλήθεια ποιο είναι το πλάνο του υπουργείου σε περίπτωση που νοσήσουν μαζικά οι μαθητές;
Πώς θα αναπληρώσουν τη χαμένη ύλη;
Τι θα συμβεί, αν σε κάθε σχολείο 10-15 καθηγητές αναγκαστούν να παραμείνουν σε καραντίνα στα σπίτια τους; Πώς θα λειτουργήσουν τα σχολεία;
Με ποια λογική θεωρεί ότι με 3 ή 2 self test τη βδομάδα θα αποτραπεί η μόλυνση από έναν ιό με μεγάλη μεταδοτικότητα, όταν μάλιστα έχει αποδειχθεί ότι συχνά δεν τον ανιχνεύουν ούτε τα self ούτε τα rapid;
Κι όμως, είναι δυνατόν τα σχολεία να ανοίξουν με ασφαλέστερο τρόπο, αν ληφθούν δύο ουσιαστικά μέτρα.
Πρώτα-πρώτα, το υπουργείο να εφαρμόσει ό,τι λειτούργησε επιτυχώς στην αρχή της καραντίνας, δηλαδή το σπάσιμο των τμημάτων που έχουν από 20 μαθητές και πάνω και τη μέρα παρά μέρα παρουσία των τελευταίων στο σχολείο.
Ύστερα με την ανακοίνωση δωρεάν μοριακών τεστ για μαθητές και εκπαιδευτικούς, χωρίς εβδομαδιαίο περιορισμό.
Αυτά είναι προσωρινά και έκτακτα μέτρα για όσο καιρό απαιτηθεί. Είναι τα ελάχιστα που έπρεπε να γίνουν πριν χτυπήσουν τα κουδούνια στις 10 Ιανουαρίου.
Η κυβέρνηση, ωστόσο, για μια ακόμη φορά παίζει με την υγεία των παιδιών, των εκπαιδευτικών και των οικογενειών τους.
Πετάει στα σκουπίδια σοβαρές προτάσεις που γίνονται, γιατί εκεί στο Μαξίμου και όλα τα ξέρουν και σωστά αποφασίζουν.
Εντούτοις, η πραγματικότητα φωνάζει πως ο έλεγχος της πανδημίας έχει χαθεί από πολύ καιρό. Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός μάταια προσπαθεί να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα με κακόγουστες παραστάσεις, σαν κι εκείνη που δόθηκε στο Μουσείο Ακροπόλεως, με την ευκαιρία της μεταφοράς 10 θραυσμάτων των γλυπτών του Παρθενώνα από το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών!
Την ίδια στιγμή χιλιάδες πολίτες σε όλη τη χώρα συνωστίζονταν σε ουρές χιλιομέτρων, για να κάνουν ένα rapid τεστ, ή έτρεχαν στα διαγνωστικά κέντρα και πλήρωναν 50ευρα για ένα μοριακό.
Εικόνες ντροπής τριτοκοσμικής χώρας και συμπεριφορές παρακμής από έναν πρωθυπουργό που φουσκώνει από περηφάνια, χωρίς να καταλαβαίνει κανένας άλλος, παρά μόνο αυτός, γιατί.
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας