Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ
εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας
Η επιτροπή λοιμωξιολόγων ομόφωνα, όπως είπε με έμφαση την περασμένη Παρασκευή η κ. Παπαευαγγέλου, αποφάσισε να ανάψει το πράσινο φως για τη λειτουργία όλων των Γυμνασίων και μερικώς των Λυκείων. Δίπλα της η κ. Κεραμέως έκανε αργότερα τις δικές της ανακοινώσεις με έκφραση που μαρτυρούσε πολλά. Για μια ακόμη φορά, ωστόσο, επιτροπή και κυβέρνηση προκάλεσαν ερωτήματα στους πολίτες και φάνηκε σαν η πρώτη να έτεινε χείρα βοηθείας στις πολιτικές αποφάσεις της δεύτερης.
Πράγματι, αν συγκρίνουμε δηλώσεις που έγιναν και μέτρα που εφαρμόστηκαν γεννιούνται πολλές απορίες και προκύπτουν αντιφάσεις. Με ποια κριτήρια για παράδειγμα ανοίγουν παντού τα Γυμνάσια και όχι τα Λύκεια; Δηλαδή ένας δεκατετράχρονος ή δεκαπεντάχρονος κολλάει πιο δύσκολα τον ιό από τον συμμαθητή του που είναι ένα ή δύο χρόνια μεγαλύτερος και πηγαίνει στο Λύκειο; Ποιες έρευνες και ποια επιστημονικά δεδομένα το αποδεικνύουν; Οι ίδιοι οι λαλίστατοι λοιμωξιολόγοι, που απολαμβάνουν δημοσιότητα στα κανάλια, δεν έλεγαν ότι ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας με τις περισσότερες ιώσεις και γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην επαναλειτουργία των σχολείων; Δεν τόνιζαν ότι οι αίθουσες πρέπει να αερίζονται επαρκώς; Πώς θα γίνει αυτό στην καρδιά του χειμώνα; Θα κουβαλάνε κουβέρτες οι μαθητές; Τέλος, η κατά τα άλλα συμπαθής επιτροπή τους δεν είχε επιβάλει τον Μάιο το άνοιγμα των σχολείων με ένα μαθητή ανά θρανίο, διαγώνια διάταξη και μάσκες για όλους; Τι άλλαξε, άραγε, και το κουδούνι ξαναχτυπά με όλα τα παιδιά στην αίθουσα, χωρίς αποστάσεις και δίχως μαζικά τεστ για όλη την εκπαιδευτική κοινότητα; Το υπερδραστήριο στον αυταρχισμό υπουργείο Παιδείας τι έχει να απαντήσει; Ότι απλώς ακούει τις εισηγήσεις των ειδικών και όχι την αγωνία και τις προτάσεις όσων εμπλέκονται στη μαθησιακή διαδικασία;
Προφανώς η ηγεσία του υπουργείου πρωταγωνιστεί στο σήριαλ: “επιστροφή στην κανονικότητα”. Το προηγούμενο διάστημα προσπάθησε να παρουσιάσει την τηλεκπαίδευση και την εικονική τάξη ως μια ισάξια μορφή μάθησης και ολοκληρωμένη σχολική αίθουσα. Πίεσε για τηλεδιαγωνίσματα, ενώ γνώριζε ότι η όλη διαδικασία ήταν διαβλητή και δε γινόταν να διασφαλιστούν ελεγχόμενες συνθήκες διεξαγωγής τους. Κάλεσε τους εκπαιδευτικούς να αυτοεξευτελιστούν και να απαξιώσουν ένα δοκιμασμένο και αντικειμενικό σύστημα αξιολόγησης, δηλαδή εκείνο των τεστ και την ωριαίων γραπτών δοκιμασιών. Επιπλέον, σήμερα τους παρακινεί με επίκληση στο φιλότιμο και στην ευσυνειδησία τους να καταθέσουν βαθμολογία Α’ τετραμήνου, όταν είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να αδικηθούν μαθητές, αφού οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν σχηματίσει επαρκή εικόνα για τις επιδόσεις τους. Τέλος, με ύφος “δοξάστε με” και με στόμφο δυσανάλογο του γεγονότος η υπουργός ανακοίνωσε τη λειτουργία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Να ανοίξουν, λοιπόν, τα σχολεία; Για χίλιους και άλλους τόσους λόγους που έχουν αναλυθεί ένα βροντερό ΝΑΙ. Όχι, εντούτοις, έτσι. Μια ευνομούμενη πολιτεία και μια υπεύθυνη κυβέρνηση θα μεριμνούσε για την υγεία όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας με μαζικά τεστ πριν από το άνοιγμα. Θα αποφάσιζε να μειώσει την ύλη, να γίνουν επαναλήψεις και να διδαχτούν βασικές γνώσεις. Θα φρόντιζε για την εκ περιτροπής λειτουργία με τους μισούς μαθητές στην αίθουσα και τις αναγκαίες αποστάσεις, όπως είχε συμβεί τον Μάιο. Εν κατακλείδι θα άκουγε τις προτάσεις των εκπαιδευτικών της τάξης που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τα προβλήματα του ελληνικού σχολείου.
Είναι πασιφανές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει στους πολίτες μηνύματα αισιοδοξίας για την επάνοδο στην “ελευθερία”. Επενδύει πολλά σ’ αυτό για να έχει ένα αφήγημα και να πάει σε εκλογές. Μετά τα σχολεία αφήνει να εννοηθεί ότι θα ακολουθήσουν τα χιονοδρομικά και στο τέλος η εστίαση. Φαίνεται να θεωρεί πως η χώρα θα αποφύγει το τρίτο κύμα το οποίο ήδη εκδηλώνεται με σφοδρότητα στην Ευρώπη. Πανηγυρίζει για τη μείωση των κρουσμάτων και συμπεριφέρεται όπως και μετά την πρώτη φάση: δε σχεδιάζει και δεν προγραμματίζει, αλλά καλλιεργεί εφησυχασμό και φρούδες ελπίδες. Αν, όμως, εκδηλωθεί ξανά η πανδημία, θα φταίνε, πάλι, οι απρόσεκτοι πολίτες και όχι εκείνοι που προτείνουν και όσοι διοικούν και αποφασίζουν. Όπως γίνεται χρόνια σε τούτη τη χώρα.