Νέα στοιχεία που πρόσφατα αποκαλύφθηκαν παρουσίασε η Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευαγγελία Μηλίτση, ενημερώνοντας χθες το Δημοτικό Συμβούλιο Καλαμάτας κατά τη συζήτηση του θέματος της ανάδειξης των αρχαίων στην πλατεία Υπαπαντής. Όπως είπε η κα Μηλίτση προσφάτως, τις τελευταίες δύο εβδομάδες, αποκάλυψε από αρχεία ότι ο έφορος Αρχαιοτήτων του 1960 Γιαλούρης ουδέποτε πρότεινε την καταχώρηση των αρχαίων, “γιατί η διατήρηση τους ήταν αποσπασματική”.
Επίσης ενημέρωσε το Σώμα ότι “γνωρίζουμε με μεγάλη ακρίβεια, ή με προσέγγιση πολύ λίγων εκατοστών, τη θέση των αρχείων που συζητάμε”, του τοίχου που έχουμε δει όλοι στις φωτογραφίες, και ο οποίος είναι σχεδόν παράλληλος και σχεδόν στην ίδια θέση με το ρείθρο του πεζοδρομίου της νοτιοανατολικής πλευράς της πλατείας Υπαπαντής, δεν είναι επί της πλατείας.
Η κα Μηλίτση, για την τακτική ανάδειξης και διάσωσης των αρχαίων που πρέπει να ακολουθηθεί είπε ότι η πρακτική πρέπει να είναι επαναπροσδιορισμός και εκ νέου αποκάλυψη του τοίχου και η μελέτη ανάδειξης που θα πληροί τις σύγχρονες τεχνικές προδιαγραφές. “Δεν μιλάμε πια για γυάλινο δάπεδα” είπε και συμπλήρωσε: “Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι τεχνικοί σύγχρονοι για να αξιοποιήσεις και να προστατεύσεις ένα κατάλοιπο ή μία ανασκαφή για αρχαία οτιδήποτε”. Για τον προϋπολογισμό του έργου είπε ότι θα είναι περίπου 500 χιλιάδες €. Ως προς το χρονικό διάστημα το εκτίμησε από 6 εως 8 μήνες ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες.
Ακόμα σημείωσε ότι “θα πρέπει εφόσον συνεχιστεί η δημοπράτηση και υλοποίηση αυτού του έργου να εξαιρεθεί πλήρως αυτό το κομμάτι να γίνει τροποποίηση του έργου, να εξαιρεθεί πλήρως αυτή η γωνία του πεζοδρομίου και ένας χώρος ασφάλειας προς βορρά ώστε να υπάρχει ο χρόνος, να εξευρεθούν και οι πόροι για τις δαπάνες.
Για την προτεινόμενη διασκόπηση, είπε πως “η εμπειρία μας δείχνει ότι τέτοιες έρευνες μπορεί να δώσουν μόνο ενδείξεις και όχι αποδείξεις ύπαρξης αρχαίων καταλοίπων και θα είναι καλό να γίνει σε όλη την πλατεία. Ωστόσο εγώ επιφυλάσσομαι επιστημονικά ότι μπορεί να βοηθήσει πολύ”.
Η ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟΥ Δ.Σ. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΗΛΙΤΣΗ
Όπως είπε η κα Μηλίτση, «τα στοιχεία που ερχόμαστε να συζητήσουμε σήμερα εδώ σχετίζονται με την πόλη που γνώρισε κάποια ακμή στην περίοδο μετά την ανεξαρτησία των Μεσσηνίων από την Σπαρτιατική κυριαρχία μετά το 369 π.χ. Το 1960 στις εργασίες ανάπλασης της πλατείας Υπαπαντής, κατά τη διάρκεια διάνοιξης ενός αποχετευτικού φρεατίου, βρέθηκαν κάποια στοιχεία που σίγουρα είναι δημόσια οικοδομήματα. Η διατήρηση τους ήταν σχετικά όχι πολύ μεγάλη στο κομμάτι του τοίχου (με ΟΙ και όχι με ΕΙ). Μάλιστα σώζεται μία σειρά δομών, αλλά πρόκειται για τοίχους καλοχτισμένους καλολαξευμένους, μνημειακούς, που υποδηλώνουν ότι ανήκουν σε ένα δημόσιο πολύ σημαντικό οικοδόμημα της πόλης των Φαρών. Στη διάρκεια των εργασιών για την ανάδειξη της πλατείας Υπαπαντής, εντοπίστηκαν κάποια θεμέλια και κατάλοιπα τοίχου».
Όπως είπε η Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων, το νέο στοιχείο που προσκόμισε ήταν η διαπίστωση που βρέθηκε σε αρχείο αλληλογραφίας της υπηρεσίας, όταν «ετοιμάζαμε τις εισηγήσεις το 2011 για την εξέταση της μελέτης από το υπουργείο πολιτισμού, από την κεντρική υπηρεσία», ότι «και οι δύο εφορίες είχαμε εισηγηθεί θετικά, ωστόσο μας έλειπαν στοιχεία». Συνεχίζοντας η κα Μηλίτση είπε «δεν ξέρω πώς γράφτηκε μέσα στα έγγραφα μας ότι δήθεν ο Γιαλούρης, ότι έφορος αρχαιοτήτων, πρότεινε την καταχώρηση των αρχαίων, γιατί η διατήρηση τους ήταν αποσπασματική. Αυτό είναι ένας αστικός μύθος πλέον στην πόλη διότι ο Γιαλούρης δεν πρότεινε ποτέ την καταχώρηση των αρχαιοτήτων. Αυτό είναι κάτι που βρήκαμε τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Οι φάκελοι του αρχείου της υπόθεσης του 1960 είχαν έρθει από το 2007 η 2008 στην Καλαμάτα από την Ολυμπία μετά τη σύσταση της ΛΗ’ ΕΠΚΑ αλλά τα έγγραφα που μας ενδιέφεραν και τα οποία ευτυχώς εντοπίσαμε ήταν παρατοποθετημένα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε ένα αρχείο δημόσιας υπηρεσίας που ανάγεται πιο πίσω.
Μιλώντας η Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων για τα καινούργια στοιχεία που υπάρχουν είπε πως «είναι ότι όλες οι εργασίες που έγιναν στην πλατεία Υπαπαντής έτυχαν της επίβλεψης της ανασκαφής τους από αρμόδιους αρχαιοφύλακες και από επιμελητές αρχαιοτήτων με την επίβλεψη του εφόρου αρχαιοτήτων του Γιαλούρη. Ο Ταβουλαρέας ήταν παρών σε όλες εκσκαφές ως αρχαιοφύλακας και το 1965 ήταν παρών και άλλος αρχειοφύλακας ο Στεφάνου και βρήκαμε τις αναφορές τους. Το πολύ σημαντικό που βρήκαμε, το οποίο δεν το είχαμε, είναι ότι ο κ. Αλμπάνης είχε θέσει τις αρχαιότητες κατά προσέγγιση γιατί δεν είχε στοιχεία και είχε βάλει τις φωτογραφίες, κάποια σχέδια που είχαν δημοσιευθεί τότε στην Καθημερινή, το ευρέως γνωστό άρθρο για αυτό το θέμα, πολύ ενδεικτικά, βάζοντας ένα γυάλινο δάπεδο από πάνω. Το κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο του οποίου τυγχάνει να είμαι μέλος τα 6-7 τελευταία χρόνια και μπορώ να καταλάβω το σκεπτικό και του πώς εξετάζονται τα θέματα, έχω να πω ότι οι επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί αφορούσαν πρώτον τη λαθεμένη εντύπωση ότι και ο Γιαλούρης είχε εισηγηθεί την κατάχωση των ευρημάτων, επειδή ήταν αποσπασματική η διατήρηση τους.
Οι φωτογραφίες που έχουμε δει δείχνουν ένα πολύ καλό τοίχο. Δείχνουν όμως και κάποιους τοίχους μεταγενέστερους, πιθανώς ρωμαϊκούς η παλαιοχριστιανικής εποχής στους οποίους έχει χαλαρώσει το συνδετικό κονίαμα και δεν πατούν πάνω σε καλά και στερεά εδάφη. Άρα είναι επικίνδυνο να τους χάσει κανείς αν τους αφήσει στο φυσικό φως και τις καιρικές συνθήκες. Όμως, πότε ο Γιαλούρης δεν εισηγήθηκε την κατάχωση».
Αναφερόμενη η κα Μηλίτση στην πρόταση για τοποθέτηση γυάλινου δαπέδου πάνω από τα αρχαία μίλησε για «κακή εμπειρία της διατήρησης αρχαίων κάτω από γυάλινο δάπεδο γιατί υπάρχει υγρασία, δυσκολία να τα διαχειριστείς και όσα συστήματα εξαερισμού και να βάλει κάνεις είναι δύσκολο να τα διατηρήσεις σε καλή κατάσταση και πολύ συχνά τα χάνουμε εμείς οι αρχαιολόγοι προτιμούμε να είναι κάτω από τη γη παρά να τα έχουμε στο έδαφος για να τα “θαυμάζουμε”, αλλά μετά από κάποια χρόνια να καταστρέφονται. Όλα τα έγγραφα που “αλιεύσαμε” εμείς, που βρήκαμε μέσα στο αρχείο, προκύπτει ότι πάντα ο Γιαλούρης ζητούσε και την ολοκλήρωση της έρευνας και τη διατήρησή τους κατά χώραν και τη διαμόρφωση αρχαιολογικού χώρου με περίφραξη και κατάλληλα και κλειδώματα για την ασφάλεια του κοινού. Αυτό είναι το ένα δεδομένο»
Συνεχίζοντας αναφέρθηκε στο δεύτερο δεδομένο το οποίο το παρουσίασε λέγοντας ότι «βρήκαμε την τοπογραφική αποτύπωση των ευρημάτων το σχέδιο (1 / 100) που είχαν κάνει οι αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες που είχαν αναλάβει το έργο. Άρα γνωρίζουμε με μεγάλη ακρίβεια, ή με προσέγγιση πολύ λίγων εκατοστών, τη θέση των αρχείων που συζητάμε, του τοίχου αυτού που έχετε δει όλοι στις φωτογραφίες. Είναι σχεδόν παράλληλος και σχεδόν στην ίδια θέση με το ρείθρο του πεζοδρομίου(σ.σ. της νοτιοανατολικής πλευράς της πλατείας Υπαπαντής), δεν είναι επί της πλατείας. Σε όλα τα έγγραφα που υπάρχουν μέσα στο αρχείο, γίνεται αναφορά για την έρευνα στον προ της πλατείας Υπαπαντής χώρο. Είμαστε στο πεζοδρόμιο και στο δρόμο. Επί του δρόμου υπάρχουν τρεις εγκάρσιοι τοίχοι. Ένας από αυτούς μάλιστα διατηρούνταν σε ύψος τριών – τεσσάρων δομων. Και είναι παράλληλος με το σημερινό πεζοδρόμιο και το δρόμο ο τοίχος που συζητάμε να αναδείξουμε. Άρα, εδώ αλλάζουν και τα δεδομένα της έκτασης. Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί που έχουν γίνει επί της δαπάνης είναι λίγο στον αέρα και οι υπολογισμοί επί της ανασκαφής της δαπάνης θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι ήταν αρκετά πρόχειροι».
Συνεχίζοντας την ενημέρωση του Δ.Σ. η κα Μηλίτση αναφέρει:
«Για να βγάλει κανείς τη δαπάνη ανασκαφής ενός αρχαιολογικού έργου πρέπει να έχει και την έκταση και τη διάρκεια της ανασκαφής, της μισθοδοσίας των εργατών, των αρχαιολόγων και να γίνει ένας προϋπολογισμός που είναι συνήθως κατά προσέγγιση στην αρχή και τις περισσότερες φορές ξεπερνιέται. Δηλαδή πάντοτε τα αρχαία μάς επιφυλάσσουν εκπλήξεις πρέπει να αποφασίσουμε σαν πόλη και σαν υπουργείο τι συζητάμε. Συζητάμε για τον τοίχο, τον πολύ ωραίο καλοχτισμένο τοίχο που είναι σε επαφή με το πεζοδρόμιο, ή συζητάμε για διερεύνηση της υπόλοιπης πλατείας. Και εδώ μπαίνουν πάλι νέα στοιχεία που προκύπτουν από το φάκελο. Σύμφωνα λοιπόν με τις αναφορές τόσο του Ταβουλαρέα και από την αλληλογραφία του φακέλου, προκύπτει ότι όλες οι εργασίες που έγιναν γύρω από την Υπαπαντή παρακολουθούνταν από τους φύλακες. Έχουμε αναφορές για κάθε οικόπεδο που σκάφτηκε, για κάθε παρανομία που έγινε πέριξ της πλατείας και της μονής καλογραιών και του Κάστρου. Υπάρχουν τα πάντα στο αρχείο. Αυτό όμως που είναι σημαντικό να πω είναι ότι εφόσον είχαμε φυλακές που ήταν παρόντες στη διάρκεια όλου του έργου ανάπλασης, μάλλον -δεν μπορώ να το διαβεβαιώσω απόλυτα- – δεν βρέθηκαν αλλού αρχαία επί της πλατείας. Αυτά που βρέθηκαν ήταν εκεί. Αναφέρεται μία τομή νότια του ναού, κοντά δηλαδή στο ναό της Υπαπαντής, όπου όμως δεν απέδωσε τίποτα, σύμφωνα με τις αναφορές των επιβλεπόντων εκείνη την περίοδο και θα σας πω και το άλλο:
Την 25ετία 1850 – 1875 χτίζεται ο ναός της Υπαπαντής, ένας πολύ μεγάλης κλίμακας Ναός, κτίριο που προϋποθέτει τεράστιες εκσκαφές για τη θεμελίωση του. Άρα, εκ προοιμίου θεωρώ, πως ότι υπήρχε, αν υπήρχε κάτι εκεί, έχει καταστραφεί. Το να πούμε εμείς ότι ξεκινάμε μία έρευνα σε όλη την πλατεία Υπαπαντής θεωρώ ότι θα μας πάρει πάρα πολύ χρόνο και χρήμα. Ως αρχαιολόγος θα ήταν πάρα πολύ γοητευτικό να βρούμε στοιχεία και πάρα πολύ καλό επιστημονικά αλλά δεν ξέρω αν έχει νόημα να επικεντρωθούμε στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνα του αρχείου σε σχέση με την ανασκαφή του 1960. Νομίζω ότι μπορεί να δώσει αποτέλεσμα ως προς την “επανανακάλυψη” του κομματιού αυτού. Δεν ξέρω αν υπάρχει πρόθεση να αναδείξουμε και τους εγκάρσιους τοίχους, οι οποίοι κόβουν το δρόμο στη μέση. Όλα τα στοιχεία αυτού του οικοδομήματος δείχνουν προέκταση προς νότο και έχουν, σύμφωνα με τις αναφορές που βρήκαμε, καταστραφεί κατά την ανέγερση της ιερατικής σχολής και του επισκοπικού Μεγάρου, σύμφωνα με μαρτυρίες των φυλακών. Επίσης θα σας πω και το 1960 μετά από όλη αυτή την έρευνα που έγινε το καλοκαίρι από το Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 1960, ο εργολάβος της διαμόρφωσης της πλατείας Υπαπαντής προέβη αυθαίρετά στην κάλυψη των ορυγμάτων που είχαν διανοιχθεί για τις ανασκαφές. Στο αστυνομικό τμήμα ο εργολάβος ομολόγησε, σύμφωνα με την αναφορά, ότι ενήργησε ύστερα από εντολή του δήμου, ενώ ο αρμόδιος μηχανικός του δήμου δήλωσε ότι ο εργολάβος ενήργησε εκ παραδρομής και ότι ο δήμος θα αναλάμβανε τις δαπάνες της εκ νέου αποκάλυψης των αρχαιοτήτων. Αυτά το 1961 στις 6/1 του 1961, σύμφωνα με αναφορά του τότε επιμελητή αρχαιοτήτων Καλαμάτας Σπυρόπουλου πληροφορούμαστε ότι ο εργολάβος της διαμόρφωσης της πλατείας Υπαπαντής προέβη αυθαίρετα στην κάλυψη των ορυγμάτων που είχαν διανοιχθεί για τις ανασκαφές στο αστυνομικό τμήμα. Oεργολάβος ομολόγησε, σύμφωνα με την αναφορά, ότι ενήργησε σύμφωνα με εντολή του δήμου, ενώ ο αρμόδιος μηχανικός του δήμου δήλωσε ο εργολάβος ενήργησε εκ παραδρομής και ότι ο δήμος θα αναλάμβανε τις δαπάνες της εκ νέου αποκάλυψης των αρχαιοτήτων. Αυτά το 1961 τον Γενάρη.
Ο Γιαλούρης κάνει πάντα πάλι έγγραφο του 1961 προς τη διεύθυνση αρχαιοτήτων του υπουργείου όπου διαπιστώνεται εκ νέου ότι πράγματι υπεργολάβος που ανέλαβε τον εξωραϊσμό της πλατείας κάλυψε αυθαίρετα τα αποκαλυφθέντα αρχαία και τότε επισημαίνει την ανάγκη να ανασκαφούν εξολοκλήρου τα ευρεθέντα αρχαία σε μεταγενέστερο χρόνο, καθώς πιστοποιούν με βεβαιότητα τη θέση των αρχαίων Φαρών στην πόλη της Καλαμάτας. Το 1961ο Δήμος Καλαμάτας, κατόπιν εντολής της εφορείας αρχαιοτήτων, ενημερώνει ότι θα προβεί στην εκ νέου αποκάλυψη των αρχαιοτήτων στην πλατεία Υπαπαντής 18/5 του 1961, τα οποία είχαν προσωρινά καλυφθεί, προς διευκόλυνση των προσκυνητών στη γιορτή της Υπαπαντής του Σωτήρος στις 2 Φεβρουαρίου. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ και φτάνουμε στο 1965 – 66, οπότε ξεκινούν νέες εργασίες για διαμόρφωση της Υπαπαντής, αλλά η εφορεία αρχαιοτήτων Ολυμπίας ζήτα τα σχέδια από το δήμο προκειμένου να ελέγξει. Δίνει μία έγκριση το 1966 με τον όρο να υπάρχει επίβλεψη των εργασιών στο νοτιοανατολικό τμήμα της πλατείας προς διάσωση των αρχαιοτήτων που τυχόν θα αποκαλύπτονταν και αυτές οι εργασίες έγιναν παρουσία των αρχαιοφυλάκων. Θέλω να πιστεύω, ότι δεν έχουμε πολλά στοιχεία για έρευνα όλης της πλατείας της Υπαπαντής. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το νέο στοιχείο, κατά τη γνώμη μου. Είναι ότι ποτέ δεν έδωσε εντολή η αρχαιολογική υπηρεσία να καταχωθούν και άλλα πως δεν έχουν καταχωθεί και με τις προσήκουσες διαδικασίες, τεχνικές προδιαγραφές. Έγινε λοιπόν μία αυθαίρετη κατάχωση. Το έργο αυτό δεν εκτελέστηκε ποτέ από την αρχαιολογική υπηρεσία. Κατάχωση, μπάζωμα, θα έχει ενδιαφέρον να ξαναβγούν αυτά στο φως. Ωστόσο εγώ προβληματίζομαι στη σχέση με τη χωροθέτησή τους διότι αν δείτε και το σχέδιο, ο τοίχος για τον οποίον συζητάμε, αποτυπώνεται ακριβώς το ρείθρο του πεζοδρομίου, στο πεζοδρόμιο κάτω από την πλατεία.
Θα πρέπει εφόσον συνεχιστεί η δημοπράτηση και υλοποίηση αυτού του έργου να εξαιρεθεί πλήρως αυτό το κομμάτι να γίνει τροποποίηση του έργου, να εξαιρεθεί πλήρως αυτή η γωνία του πεζοδρομίου και ένας χώρος ασφάλειας προς βορρά ώστε να υπάρχει ο χρόνος, να εξευρεθούν και οι πόροι για τις δαπάνες. Με βάση τα νέα δεδομένα, θεωρώ ότι η πρόταση του δήμου, εφόσον εκφραστεί από το σώμα, είναι να αξιοποιηθούν τα στοιχεία πού βρέθηκαν στο αρχείο της εφορίας αρχαιοτήτων ως προς τη νέα διαχείριση του θέματος. Και επειδή δεν υπήρξε ποτέ εισήγηση των τότε ανασκαφών για κατάχωση, όσον αφορά για τη διασκόπηση, η εμπειρία μας δείχνει ότι τέτοιες έρευνες μπορεί να δώσουν μόνο ενδείξεις και όχι αποδείξεις ύπαρξης αρχαίων καταλοίπων και θα είναι καλό να γίνει σε όλη την πλατεία. Ωστόσο εγώ επιφυλάσσομαι επιστημονικά ότι μπορεί να βοηθήσει πολύ.
Η πρακτική πρέπει να είναι επαναπροσδιορισμός και εκ νέου αποκάλυψη του τοίχου και μετά την αποκάλυψη του μία μελέτη ανάδειξης που θα πληροί τις σύγχρονες τεχνικές προδιαγραφές. Δεν μιλάμε πια για γυάλινο δάπεδα. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι τεχνικοί σύγχρονοι για να αξιοποιήσεις και να προστατεύσεις ένα κατάλοιπο ή μία ανασκαφή για αρχαία οτιδήποτε. Μία νέα μελέτη και μετά την υλοποίηση της μελέτης αυτής, αν θέλετε, έναν πρόχειρο και καθόλου σίγουρο προϋπολογισμό δαπάνης, θα το προσέγγιζα στο μισό εκατομμύριο ευρώ 400.000 – 500.000 για το κομμάτι το συγκεκριμένο, για τις μισθοδοσίες και τον αρχαιολόγο που θα παρακολουθεί, η εκπόνηση της μελέτης και κατασκευή ενός στεγάστρου, ενός τρόπου ανάδειξης των συγκεκριμένων αρχαιοτήτων Το χρονικό διάστημα είναι πιο ασφαλές αλλά με δεδομένο τον προσδιορισμό της έκτασης της έρευνας θεωρώ ότι μπορεί να είναι και 6 και 8 μήνες ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Για την αποκάλυψη θα χρειαστούν έξι μήνες τουλάχιστον».
Δείτε το σχετικό video με την ενημέρωση του Δημοτικού Συμβουλίου από την Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευαγγελία Μηλίτση: