Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ
Εκπαιδευτικού στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας
Η Τουρκία, η οποία κατάφερε σταδιακά να εξελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τους τελευταίους μήνες αυξάνει την ένταση στην περιοχή, χρησιμοποιεί επιθετικές εκφράσεις και απειλεί στο πλαίσιο του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου να προχωρήσει σε έρευνες για υδρογονάνθρακες στα θαλάσσια οικόπεδα που αυτό ορίζει. Προκαλεί και παίζει με τη φωτιά. Η τακτική αυτή, η οποία έχει παρελθόν, αλλά και μέλλον, έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις της με τη χώρα μας.
Η τουρκική διπλωματία, όπως είναι γνωστό, σχεδιάζει τους στόχους της δεκαετίες πριν και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να δημιουργήσει τετελεσμένα. Τα τελευταία χρόνια τα παραδείγματα είναι πολλά. Εισέβαλε στη Συρία με την έγκριση της Αμερικής. Δημιούργησε συμμαχία με τον Σάρατζ και υπέγραψε τη γνωστή συμφωνία και πιθανώς και άλλες τις οποίες δε γνωρίζουμε, οι οποίες μπορεί να προβλέπουν χρήση των αεροδρομίων και εμπλοκή της Λιβύης σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης. Έστειλε όπλα και στρατό στην πολύπαθη αυτή χώρα γράφοντας στα παλιά της τα παπούτσια τη συμφωνία του Βερολίνου. Προχώρησε σε έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Πέτυχε, τέλος, να συνομιλεί με τις δύο υπερδυνάμεις και να έχει την ανοχή τους παρόλο που όλα τα παραπάνω αποτελούν ξεκάθαρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας, τα οποία ερμηνεύει όπως τη συμφέρει.
Ο κύριος στόχος της σε σχέση με τη χώρα μας είναι η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης και η πραγματοποίηση του ονείρου της γαλάζιας πατρίδας. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες και τους μετανάστες σαν μοχλό πίεσης. Πιθανώς να μην έχει αντίρρηση να αποδεχτεί τη διαιτησία του δικαστηρίου της Χάγης υπό την προϋπόθεση ότι στον κοινό κατάλογο των εκκρεμών ζητημάτων θα συμπεριλαμβάνονται βασικές αμφισβητήσεις και αξιώσεις της. Αν κάνει δε πράξεις τις απειλές της για έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, τότε η κρίση που θα προκληθεί στις σχέσεις των δύο χωρών, ίσως, ξεπεράσει εκείνη του 1974, όταν εισέβαλε στην Κύπρο. Θα είναι, σε κάθε περίπτωση, χειρότερη από τις υποθέσεις με το Χόρα και το Σισμίκ, από τα γεγονότα στα Ίμια και από τα πρόσφατα περιστατικά στον Έβρο.
Χρειάζονται επομένως, πολύ προσεκτικά βήματα από την ελληνική πλευρά. Δεν επιτρέπονται αυταπάτες και εφησυχασμοί, όπως στην περίπτωση Σάρατζ, όπου είχε διοχετευθεί από επίσημα χείλη ότι οι μέρες του στην εξουσία είναι λίγες. Όσοι από την πολιτική ηγεσία εξακολουθούν να ελπίζουν σε στήριξη και βοήθεια των “συμμάχων” πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό, μάλλον, δεν πρόκειται να συμβεί. Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ δε θα κακοκαρδίσουν την Τουρκία και στην καλύτερη των περιπτώσεων θα ζητήσουν συνεκμετάλλευση. Η Ε.Ε., επειδή πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα εκεί, φαίνεται πως θα μείνει στο επίπεδο της λεκτικής αποδοκιμασίας, όπως έγινε και στην περίπτωση της Κύπρου. Η ελπίδα ενός σύγχρονου Ναυαρίνου είναι ουτοπική και επικίνδυνη.
Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι ανάγκη να στηριχθεί πρωτίστως στις δικές της δυνάμεις και να προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα. Ο στόχος είναι να αποφύγει με κάθε τρόπο την ταπείνωση και τον ακρωτηριασμό και όχι να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών. Είναι μονόδρομος η συνεννόηση των πολιτικών κομμάτων πέρα από τις μικρές ή μεγάλες, βαθιές ή επιφανειακές διαφορές τους. Απαιτείται, επίσης, η συστηματική προετοιμασία του ελληνικού λαού. Η χώρα μας είναι ανάγκη να λειτουργήσει αποτρεπτικά, με σύνεση και αποφασιστικότητα, αλλά χωρίς να επαναληφθεί η λογική των Ιμίων και τα ευχαριστώ στους Αμερικανούς. Το κρίσιμο αυτό διάστημα είναι αυτονόητο ότι το λόγο έχει η διπλωματία και όχι τα όπλα. Αν, εντούτοις, αυτή αποτύχει δεν μπορώ να φανταστώ ποια ελληνική κυβέρνηση θα επιτρέψει τις τουρκικές έρευνες, ποια θα προσφύγει στη Χάγη με διευρυμένη ατζέντα και τελικώς ποια θα αποδεχτεί τη συνεκμετάλλευση. Με δυο λόγια ποια θα ταπεινώσει τον ελληνικό λαό και την πατρίδα.