Το ψέμα, η παράνοια και η συνωμοσία καθορίζουν τα χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας.
Τι ελπίδα υπάρχει για μια νέα εποχή, μετά τις συνέπειες μιας διοίκησης, που βασίστηκε και στα τρία;
“ΚΕΡΔΙΣΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ!” έγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Νοεμβρίου 2020, 10 ημέρες μετά την ήττα του. Ταυτόχρονα, το περιοδικό Atlantic ανακοίνωσε συνέντευξη με τον Μπαράκ Ομπάμα, στην οποία προειδοποιεί ότι οι ΗΠΑ «εισέρχονται σε μια επιστημολογική κρίση» – μια κρίση γνώσης. «Αν δεν έχουμε την ικανότητα να διακρίνουμε αυτό που είναι αληθές από αυτό που είναι ψεύτικο», εξηγεί ο Ομπάμα, «εξ ορισμού η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί». Αυτοί οι δύο ισχυρισμοί, που έρχονται σε αντιπαράθεση, αποδεικνύουν ότι η αμερικανική δημοκρατία αντιμετωπίζει κρίση όχι μόνο της εμπιστοσύνης, αλλά και της ίδιας της γνώσης, κυρίως επειδή η γλώσσα έχει αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα, καθώς βρισκόμαστε σε μια δίνη από ψέματα, παραπληροφόρηση, παράνοια και θεωρίες συνωμοσίας.
Το πρόβλημα εξηγείται από την ομιλία του Τραμπ, η οποία έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα:
Ο Τραμπ συμμετείχε στις εκλογές, δίνοντας στη δήλωσή του κάποια σχετική βαρύτητα, αλλά δεν είχε κερδίσει τις εκλογές, καθιστώντας έτσι κωμικό τον ισχυρισμό του σε όσους τον απορρίπτουν. Τα κεφαλαία γράμματα τον καθιστούν ακόμη πιο αστείο : ένας αποτυχημένος τύραννος που προσπαθεί να ασκήσει κυριαρχία μέσω της τυπογραφίας. Αλλά σταματά να είναι αστείο όταν διαπιστώνουμε ότι εκατομμύρια άνθρωποι αποδέχονται αυτό το ψέμα ως διάταγμα. Το τεράστιο πλήθος τους δημιουργεί κρίση στη γνώση, επειδή οι ισχυρισμοί περί αλήθειας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ευρεία συναίνεση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι συζητήσεις σχετικά με την ανησυχητική πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ περιστρέφονται τόσο επίμονα γύρω από την ίδια τη γλώσσα. Για μήνες, οι Αμερικανοί πολιτικοί και ιστορικοί σχολιαστές αμφισβητούν εάν η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί πραγματικά να χαρακτηριστεί «φασιστική», εάν αρνούμενη να αποδεχθεί (το εκλογικό αποτέλεσμα) πραγματοποιεί «πραξικόπημα». Είναι αυτές οι σωστές λέξεις για να περιγράψουν την πραγματικότητα; Η μη γνώση αντικατοπτρίζει μια κρίση γνώσης, η οποία απορρέει εν μέρει από μια κρίση αυθεντίας.
Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός ότι πρέπει να θέσουμε αυτήν την ερώτηση βοηθά να την απαντήσουμε – γιατί το ψέμα, η παράνοια και η συνωμοσία είναι καθοριστικά χαρακτηριστικά ολοκληρωτικών κοινωνιών, με τις οποίες η ομοιότητα της αμερικανικής κοινωνίας αμφισβητείται τόσο έντονα. Όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Federico Finchelstein στο «A Brief History of Fascist Lies»: «Καθώς τα γεγονότα παρουσιάζονται ως “ψευδείς ειδήσεις (fake news)” και ιδέες προερχόμενες από εκείνους που αρνούνται τα γεγονότα γίνονται κυβερνητική πολιτική, πρέπει να θυμόμαστε ότι η τρέχουσα συζήτηση περί «μετα-αλήθειας» έχει μια πολιτική και πνευματική καταγωγή: την ιστορία της φασιστικής ψευδολογίας. ” Τόσο ο Τζορτζ Όργουελ όσο και η Χάνα Άρεντ, ιστορικά δύο από τους πιο οξυδερκείς παρατηρητές του ολοκληρωτισμού, τοποθέτησαν το ψέμα ακριβώς στην καρδιά του ολοκληρωτικού εγχειρήματος. Όχι μόνο το μεγάλο χιτλερικό ψέμα της προπαγάνδας, αλλά μια κουλτούρα διάχυτου ψέματος, αυτό που η Άρεντ ονόμασε «ψέματα ως τρόπο ζωής» και «κατ’ αρχήν ψέματα», συστηματική ανεντιμότητα που καταστρέφει την συλλογική αντίληψη της ιστορικής πραγματικότητας. Ο Όργουελ επέμεινε ομοίως ότι το ψέμα είναι «αναπόσπαστο μέρος του ολοκληρωτισμού»: πράγματι, για τον Όργουελ, ο ολοκληρωτισμός πιθανώς «απαιτεί δυσπιστία στην ίδια την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας». Και όπως έγραψε η Άρεντ στο The Origins of Totalitarianism, τόσο οι Ναζί όσο και οι Σοβιετικοί δημιούργησαν αξιοσημείωτα παρανοϊκές κοινωνίες, στις οποίες η επίδραση των συνωμοτικών μυθοπλασιών λειτούργησε εξίσου καλά με την ιδεολογική υποδομή.
«Μια κοινωνία γίνεται ολοκληρωτική», προειδοποίησε ο Όργουελ στο δοκίμιο του 1946 “The Prevention of Literature”, «όταν η δομή της γίνεται ολοφάνερα τεχνητή: δηλαδή, όταν η άρχουσα τάξη της έχει χάσει τη λειτουργία της αλλά καταφέρνει να προσκολληθεί στην εξουσία με βία ή απάτη.” Προς το παρόν, αυτή η ολοφάνερα τεχνητή εξουσία στις ΗΠΑ εξαρτάται από έναν πρόεδρο που αρνείται να αποδεχθεί (τη μεταβίβαση εξουσίας), από μια κυβέρνηση που αρνείται τα αποτελέσματα εκλογών που ήταν διαφανώς δίκαιες (όπως επιβεβαιώθηκε από ανεξάρτητους διεθνείς παρατηρητές εκλογών), από την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών που σιωπηλά ή φανερά ενθαρρύνει αυτά τα ψεύδη και από παρατρεχάμενους που ψεύδονται ασύστολα για το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι περίπου το 70% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων προς το παρόν πιστεύουν ότι η νίκη του Μπάϊντεν ήταν «νοθευμένη» – παρόλο που δεν εξηγούν πώς προέκυψε Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία από αυτές τις «νοθευμένες» εκλογές.
Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, που χρηματοδοτείται από εξαιρετικά πλούσιους δωρητές, έχει μετατραπεί σε άρχουσα τάξη της Αμερικής, που προσκολλήθηκε δόλια στην εξουσία, αρνούμενο να αναγνωρίσει τη νομιμότητα των αντιπάλων του, παρακωλύοντας τη συγκατάθεση του ηττημένου που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Υπάρχει ένας απλός λόγος για αυτό: η Αρχή (Εξουσία) της Μειοψηφίας. Όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Fintan O’Toole στην New York Review of Books: «Είναι λογικό ότι ένα μόνιμα μειοψηφικό κόμμα, όχι μόνο μπορεί να οδηγηθεί στον αυταρχισμό, αλλά ότι οπωσδήποτε θα το πράξει. Η διατήρηση της εξουσίας ενάντια στις επιθυμίες των περισσότερων πολιτών είναι μια εγγενώς δεσποτική πράξη». Αυτό το επεσήμανε ο Αβραάμ Λίνκολν στην πρώτη εναρκτήρια ομιλία του το 1861, ένα μήνα προτού η Αμερική βυθιστεί σε εμφύλιο πόλεμο: «Μια πλειοψηφία που συγκρατείται από συνταγματικούς ελέγχους και περιορισμούς, και πάντα αλλάζει εύκολα μετά από αυθόρμητες αλλαγές λαϊκών απόψεων και συναισθημάτων, είναι ο μόνος αληθινός κυρίαρχος ενός ελεύθερου λαού. Όποιος το απορρίπτει, αναγκαστικά καταλήγει στην αναρχία ή στον δεσποτισμό. Η ομοφωνία είναι αδύνατη. Η εξουσία της μειοψηφίας, ως μόνιμη ρύθμιση, είναι εντελώς απαράδεκτη. Εάν απορριφθεί η Αρχή της Πλειοψηφίας, αυτό που απομένει είναι κάποια μορφή αναρχίας ή δεσποτισμού».
Οι Ρεπουμπλικάνοι πρέπει λοιπόν να καθιερώσουν την αρχή της μειοψηφίας ως μόνιμη ρύθμιση, ή πρέπει να παραδεχτούν όχι απλά την αναπόφευκτη ήττα του Τράμπ από την πλειοψηφία, αλλά τη δική τους ήττα.
Ο Lindsey Graham, ο γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας που επανεκλέχθηκε την περασμένη εβδομάδα σε εκλογές των οποίων τα αποτελέσματα αμφισβητεί με όρους αυτο-ακύρωσης (της επανεκλογής του), το έθεσε με σαφήνεια: «Εάν δεν αμφισβητήσουμε και δεν αλλάξουμε το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ, δεν θα υπάρξει πλέον άλλος εκλεγμένος Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος. Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν πρέπει να αποδεχτεί την ήττα».
Αυτό δεν είναι κάτι νέο για την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών. Γι’ αυτό εδώ και δεκαετίες ασχολούνται με τη συνολική αποκήρυξη των γεγονότων και της πραγματικότητας, αντικαθιστώντας τα στοιχεία και την ιστορία με ψέματα και παράνοια. Μέρος της υποστήριξης μιας ολοφάνερα τεχνητής δομής εξουσίας είναι η δόλια ιστορία: «Από την ολοκληρωτική άποψη», όπως σημείωσε ο Όργουελ, «η ιστορία είναι κάτι που πρέπει μάλλον να δημιουργηθεί παρά να μαθευτεί». Παρακολουθούμε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να δημιουργεί μια τέτοια δόλια ιστορία σε πραγματικό χρόνο. Αυτό δεν είναι απλώς δογματικό, αν και εν μέρει αντικατοπτρίζει μια ηγετική κλίκα που έχει περάσει δεκαετίες οικοδομώντας βαθιά κομματική πίστη στον εαυτό της, παρά σε συγκεκριμένες πολιτικές ή αξίες. Ο Ρεπουμπλικανισμός στην Αμερική σήμερα έχει καταστεί ιδεολογία.
Όμως, όπως παρατήρησε η Άρεντ, δεν ήταν η ιδεολογική κατήχηση που καθόριζε τα ολοκληρωτικά ψέματα, αλλά μάλλον «η ανικανότητα ή η απροθυμία διάκρισης ανάμεσα στο γεγονός και στη γνώμη».
Την ίδια νύχτα που ο Τραμπ έγραψε στο Twitter ότι είχε κερδίσει τις εκλογές, ο οικοδεσπότης της Fox News Jesse Watters είπε σε έναν επισκέπτη πως πίστευε «ότι ο Joe Biden ήταν βαλτός… Δεν μπορώ να αποδείξω αυτόν τον ισχυρισμό. Είναι απλώς διαίσθηση». Το μεγάλο ψέμα αποτελεί υποκατάστατο της μη ικανοποιητικής πραγματικότητας, μια συλλογική ψευδαίσθηση που γεμίζει τα κενά μεταξύ εξουσίας και κατανόησης. Δεν αρκείται σε επιθέσεις κατά μεμονωμένων γεγονότων, αλλά επιδιώκει να δημιουργήσει μια εναλλακτική κοινωνική φαντασίωση που καθησυχάζει τους πιστούς της ενδυναμώνοντας τους ψεύτες. Όπως παρατήρησε ο ιστορικός Robert Paxton: «Τα συναισθήματα προωθούν τον φασισμό περισσότερο από τις σκέψεις»
Αυτές οι δόλιες ιστορίες και διαστρεβλωμένες συνωμοσίες βασίζονται σε παραπληροφόρηση και «απλή διαίσθηση». Σε μια πρόσφατη συνέντευξη, ο Tommy Tuberville, Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από την Αλαμπάμα, δήλωσε ότι μια προεδρία του Μπάιντεν τον ανησυχεί επειδή ο πατέρας του πολέμησε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για να «απελευθερώσει την Ευρώπη από το σοσιαλισμό». Εν τω μεταξύ, η Ρεπουμπλικανή γερουσιαστής Marjorie Taylor Greene είναι οπαδός της QAnon, μιας ακροδεξιάς θεωρίας συνωμοσίας, η οποία υποστηρίζει ότι μια κλίκα Δημοκρατικών που λατρεύουν τον Σατανά, την παιδοφιλία και τη σεξουαλική διακίνηση, συνωμοτεί εναντίον του Τραμπ. Όπως ανέφεραν οι New York Times πέρυσι: «Σε χριστιανικές εθνικιστικές συγκεντρώσεις και ημερίδες στρατηγικής, το Δημοκρατικό κόμμα και οι υποστηρικτές του περιγράφονται συνήθως ως “δαιμονικοί” και συνδεόμενοι με “κυβερνήτες του σκότους”».
Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν αντιτίθενται πλέον πολιτικά στους Δημοκρατικούς: αντιτίθενται υπαρξιακά.
Σύμφωνα με την Άρεντ, το ψέμα – στην προσπάθειά του να αλλάξει την αφήγηση – «είναι μια μορφή δράσης». Υπό αυτήν την έννοια, ο γλωσσολόγος JL Austin θεωρεί τα ψέματα «ερμηνευτικές» εκφράσεις, δηλώσεις που μπορούν να μεταμορφώσουν την κοινωνική πραγματικότητα αντί να την περιγράψουν απλώς – αλλά μόνο υπό αυστηρά καθορισμένες συνθήκες. Όταν ένας δικαστής λέει «ένοχος σύμφωνα με τις κατηγορίες», η ζωή του εναγομένου αλλάζει, αλλά μόνο αν και οι δύο βρίσκονται σε δικαστήριο υπό τις τελετουργικές προϋποθέσεις της «δέουσας διαδικασίας».
Εάν ένας δικαστής το λέει αυτό στο σπίτι του, παρακολουθώντας μια δικαστική δραματική ταινία, η δήλωση δεν έχει συνέπειες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήταν τόσο παράλογο όταν ο Τραμπ έγραψε στο Twitter κατά τη διάρκεια των εκλογών, «ισχυρίζομαι ότι κέρδισα τη Μασαχουσέτη», επειδή δεν πληρούνταν καμία από τις προϋποθέσεις που θα έδιναν σε αυτήν τη δήλωση εκτελεστική δύναμη. Ήταν απλώς ένας γέρος που φωνάζει «στο βρόντο».
Αλλά όταν λέει «ΚΕΡΔΙΣΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ!» προσπαθεί να εμποτίσει τον ισχυρισμό του με τη συμβολική εξουσία του αξιώματός του. Αυτή η εξουσία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη συλλογική αναγνώριση.
Είναι σημαντικό ότι οι περισσότεροι παγκόσμιοι ηγέτες έχουν πλέον «αναγνωρίσει» τον Τζο Μπάιντεν ως εκλεγμένο πρόεδρο της Αμερικής: η αποδοχή της κοινωνίας είναι αυτό που δίνει στη γλώσσα λειτουργική δύναμη.
Το 1964 ο ιστορικός Richard Hofstadter προσδιόρισε αυτό που ονόμασε «παρανοϊκό στυλ στην αμερικανική πολιτική», μια αντίληψη που διαμόρφωσε τις ιστορίες που οι Αμερικανοί πολύ συχνά λένε στον εαυτό τους. Η Παράνοια προσφέρει ένα κυρίαρχο πεδίο για την ερμηνεία «της αίσθησης της θερμής υπερβολής, της υποψίας και της συνωμοτικής φαντασίας» στις αμερικανικές πολιτικές αφηγήσεις, από την παράνοια των Illuminati του 18ου αιώνα ή τις παπικές συνωμοσίες του 19ου αιώνα, στις ανθεκτικές κομμουνιστικές υστερίες του 20ου αιώνα. Ο Hofstadter προέβλεψε ότι παρανοϊκές ενέργειες θα απελευθερώνονταν περιοδικά στην Αμερική όταν «ιστορικές καταστροφές ή απογοητεύσεις» επιδείνωναν θρησκευτικές παραδόσεις και κοινωνικές δομές που θα τροφοδοτούσαν καταλυτικά αυτές τις ενέργειες, μετασχηματίζοντάς τες σε «μαζικά κινήματα ή πολιτικά κόμματα».
Μισό αιώνα αργότερα, η Αμερική παρήγαγε έναν πρόεδρο που ενσαρκώνει αυτό το παρανοϊκό στιλ, διακηρύσσοντας σε κάθε ευκαιρία ότι οι έρευνες για τη φερόμενη εγκληματική του δραστηριότητα είναι «κυνήγι μαγισσών», ότι οι εκλογές «νοθεύονται» εναντίον του, ενώ υφαίνουν ψευδείς θεωρίες συνωμοσίας ως καμουφλάζ, έτσι ώστε τίποτε από αυτά δεν μοιάζει αληθινό, ή ότι αληθεύουν όλα. Όπως παρατήρησε η Άρεντ, σε έναν ασταθή, ακατανόητο κόσμο, οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο «όπου, ταυτόχρονα, θα πίστευαν τα πάντα και τίποτα, θα πίστευαν ότι όλα ήταν δυνατά και ότι τίποτα δεν ήταν αλήθεια». Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι η αυταρχική απάντηση στην παράνοια. Όλα είναι εξίσου πιθανά, αλλά υπάρχει μια εξουσία που διατηρεί τον έλεγχο. Αυτό καθιστά τη συνωμοσία πιο ανεκτή από το απρόβλεπτο, ειδικά αν κανείς βρίσκει την εξουσία καθησυχαστική. Η συνωμοσία και η παράνοια επιμένουν ότι υπάρχει πάντα μια δολοπλοκία και κάθε δολοπλοκία έχει έναν αυτουργό: κάποιος είναι πάντα υπεύθυνος, ακόμα κι αν είναι ένα άτομο που δεν σας αρέσει. Ειδικά αν είναι ένα άτομο που δεν σας αρέσει, γιατί τότε έχετε κάποιον να κατηγορήσετε. Οι παρανοϊκές αφηγήσεις είναι εγγενώς ναρκισσιστικές αλλά και αυταρχικές. Η Παράνοια απορρίπτει την αναλογικότητα του πλουραλισμού – όπου η αδιαφορία του κόσμου για εσάς ερμηνεύεται ως ένδειξη της πολλαπλότητας του – και ερμηνεύει αυτήν την αδιαφορία ως κακία. (Σε αυτή την παρανοϊκή φαντασίωση) ο κόσμος δεν είναι αδιάφορος για την ύπαρξή σας, αλλά αναγνωρίζει την κεντρική σας σημασία: ακόμη και το ψυγείο σας κατασκοπεύει. Ένα παρανοϊκό σύστημα επιβεβαιώνει ότι η αδυναμία σας οφείλεται μόνο στο ότι το παιχνίδι είναι ενάντια σε σας – και ότι ο κόσμος νοιάζεται αρκετά για να σας ενοχλεί.
Μερικές από τις «θρησκευτικές παραδόσεις» που εντόπισε ο Hofstadter ταιριάζουν σε αυτή την παράνοια.
Ο Όργουελ εντόπισε μια ισχυρή συγγένεια μεταξύ του ολοκληρωτισμού και της θεοκρατίας: «Ένα ολοκληρωτικό κράτος είναι ουσιαστικά θεοκρατία, και η κυρίαρχη κάστα του, προκειμένου να διατηρήσει τη θέση της, πρέπει να θεωρηθεί αλάνθαστη». Οι πίνακες με τον Τραμπ στα χέρια του Ιησού, που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, θεωρήθηκαν παράλογοι από τους μη πιστούς, κυρίως λόγω της ανήθικης ζωής που ζει, αλλά θαυμάστηκαν με κάθε σοβαρότητα από τους ευσεβείς. Ο Μάικ Πενς χαιρετίζεται από τους δεξιούς χριστιανούς ηγέτες ως το «μοντέλο» ενός «ευαγγελικού πολιτικού», μια ετικέτα που αναιρεί το συνταγματικό διαχωρισμό της εκκλησίας και του κράτους. Ο γενικός εισαγγελέας του Τραμπ, Γουίλιαμ Μπαρ, είναι ένας σταυροφόρος θρησκευτικός ζηλωτής, ομολογητής της κεντρικής θέσης του χριστιανικού εθνικισμού στην αμερικανική ζωή. Είπε ότι η «ηθική τάξη» των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να βασίζεται μόνο σε ένα «υπερβατικό ανώτατο ον», μια πεποίθηση που οδηγεί με φυσικό τρόπο σε αυταρχικές πολιτικές.
Ο Τραμπ έχει περάσει τέσσερα χρόνια ασκώντας πολιτική εξουσία για να κάνει την πραγματικότητα να συμμορφώνεται με κάθε του ισχυρισμό. Αυτό είναι τόσο θεοκρατική παράσταση, όσο και ολοκληρωτική. Όσο πιο τρελός ο ισχυρισμός, τόσο καλύτερα εξυπηρετούσε τον σκοπό του: οι δηλώσεις έπρεπε να αποσπαστούν άγρια από την πραγματικότητα, ώστε να γίνεται ξεκάθαρη η δυνατότητά του να φέρνει την πραγματικότητα στα λόγια του. Ο Θεϊκός Τραμπ εκφώνησε και οι άνθρωποι αγωνίστηκαν για να το κάνουν πραγματικό – ή να μοιάζει αληθινό.
Αυτή ήταν η ουσία του “Sharpiegate”, για παράδειγμα, όταν ένας χάρτης καιρού δεν ήταν σύμφωνος με την περιγραφή του Trump για το μονοπάτι του τυφώνα Dorian. Έχοντας αλλάξει χονδροειδώς το χάρτη με έναν μαρκαδόρο (Sharpiepen), ο Τραμπ επέμεινε να αλλάξουν τα επίσημα αρχεία ώστε να συμμορφωθούν με τους ισχυρισμούς του. Όπως επεσήμαναν οι φιλόσοφοι της γλώσσας, η χοντροκοπιά δεν ήταν λάθος, ήταν ο στόχος. Ο Τραμπ δεν στόχευε να εξαπατήσει, παρίστανε μια θεϊκή παρέμβαση: να γίνει έτσι. Αυτή είναι ακριβώς η διαδικασία «διόρθωσης» επίσημων αρχείων που περιγράφει ο Όργουελ στο “1984”. Στο “The Prevention of Literature” δύο χρόνια νωρίτερα, σημείωνε ότι «ο ολοκληρωτισμός απαιτεί, στην πραγματικότητα, τη συνεχή αλλαγή του παρελθόντος».
Για τον Elias Canetti, τα παρανοϊκά και ολοκληρωτικά συστήματα δημιούργησαν συνωμοτικές μυθοπλασίες που αντανακλούν «μια ασθένεια εξουσίας», μια ναρκισσιστική, καταναγκαστική ανάγκη να καταστρέψουν τον κόσμο ως απόδειξη αυτής της εξουσίας: “Το να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μείνει ζωντανός αποτελεί την βαθύτερη παρόρμηση κάθε κυνηγού της εξουσίας… Μόλις αισθανθεί ότι απειλείται, τότε η παθιασμένη επιθυμία να τους δει όλους να κείτονται νεκροί μπροστά του, δεν μπορεί πλέον να κυριαρχηθεί από τη λογική του”. Η “Επικυριαρχία” εδώ είναι κρίσιμη: Ο ισχυρός άνδρας πρέπει να ασκήσει τη δύναμή του όχι μόνο πάνω στους αντιπάλους του, αλλά και πάνω στη γλώσσα και στην αφήγηση, ώστε να μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα κατά βούληση.
Ο Canetti έγραφε για έναν Γερμανό δικαστή, τον Daniel Schreber, ο οποίος έγινε η πιο διάσημη case study του Freud για την παράνοια. Στη μελέτη του 1997 για το Schreber, My Own Private Germany, ο Eric Santner υποστήριξε ότι η παράνοια προέρχεται από μια συμβολική κρίση στην εξουσία και περιέγραψε τους τρόπους με τους οποίους η παράνοια του Schreber φάνηκε να προβλέπει την παρανοϊκή κουλτούρα της ναζιστικής Γερμανίας. «Όπου υπάρχει μια κουλτούρα παράνοιας», κατέληξε ο Σάντνερ, «ο φασισμός του ενός ή του άλλου είδους μπορεί να μην είναι πολύ μακρυά».
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών πολλοί έχουν αναγνωρίσει, ωστόσο απρόθυμα, τους τρόπους με τους οποίους η Προεδρία του Τραμπ αποτελεί συμπτωματολογία των εχθρικών ασθενειών στο αμερικανικό πολιτικό σώμα: ο διχασμός, η οργή, η ανεντιμότητα, η απληστία, η διπρόσωπη συμπεριφορά, η ατιμία, η ανοησία, η αγριότητα, η τρωτότητα, ο ναρκισσισμός και η παράνοια, όλα χαρακτηρίζουν την αμερικανική κοινωνία σήμερα. Το ότι ο Τραμπ θεωρεί τον εαυτό του κάτι εξαιρετικό, είναι επίσης χαρακτηριστικά Αμερικανικό : οι κανόνες ισχύουν για όλους εκτός από αυτόν. Ο Τραμπ είναι όλες οι χειρότερες ιδιότητες της Αμερικής, η ταυτότητα του έθνους ζωντανεύει ορμητικά.
Εάν ο Τραμπ είναι συμπτωματικός των ασθενειών εξουσίας της Αμερικής, τότε η παθολογική ανεντιμότητά του μπορεί να είναι η πιο αποκαλυπτική παθολογία όλων. Οι ΗΠΑ είναι μια χρόνια αναληθής χώρα, η εξαπάτηση είναι γραμμένη στην ίδια τη δομή της. Το σύνταγμα περιέχει ρητές προστασίες κατά της δουλείας, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «δουλεία», μια βαθιά δόλια εξαπάτηση που τελικά έγινε συλλογική αυτο-εξαπάτηση. Η διακήρυξη «θεωρούμε ότι αυτές οι αλήθειες είναι αυτονόητες, ότι όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι» γράφτηκε από έναν άνθρωπο που είχε δούλους ανθρώπους που δεν θεωρούσε ίσους και έγινε το θεμέλιο μιας χώρας που διακήρυσσε αδιάκοπα την πίστη της στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, ενώ υποδούλωνε και καταπίεζε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της
Όπως πολλοί Αμερικανοί, έχω περάσει τέσσερα χρόνια παλεύοντας εναντίον ενός παθολογικού ψεύτη στον Λευκό Οίκο, μόνο για να συνειδητοποιήσω, καθυστερημένα, ότι ο αμερικανικός πολιτισμός φετιχοποιεί σκόπιμα την αλήθεια. «Κρατάμε αυτές τις αλήθειες», «αλήθεια, δικαιοσύνη και ο αμερικανικός τρόπος», ο μύθος του αγοριού Τζορτζ Ουάσινγκτον που επιμένει ότι δεν μπορεί να πει ένα ψέμα, ο «Ειλικρινής Άμπε» Λίνκολν: αυτή είναι μια κοινωνία που διαμαρτύρεται πάρα πολύ. Η αμερικανική ιστορία είναι γεμάτη ψέματα: το ότι μιλάμε τόσο πολύ για την αλήθεια είναι μόνο λόγια.
Αφού ο εμφύλιος πόλεμος απελευθέρωσε τους σκλάβους, ο λευκός νότος ψήφισε αμέσως νόμους για να αποδεσμεύσει τους μαύρους Αμερικανούς και έπειτα έγραψε ιστορίες – ιστορική μυθοπλασία και “ιστορίες” που ήταν φαντασία – για να δικαιολογήσει την προδοσία των νόμων που φαινομενικά ψήφισε.
Αυτή η μυθοπλασία είχε μάλιστα τίτλο – «Η χαμένη υπόθεση» (“The Lost Cause”) – προερχόμενο από τα μυθιστορήματα του Sir Walter Scott. Η χαμένη υπόθεση, ίσως η πιο δυνατή θεωρία συνωμοσίας από όλες, υφαίνει ένα παρηγορητικό, συνεκτικό ρομαντισμό από στοιχεία μιας βάναυσα ασυνάρτητης ιστορικής πραγματικότητας. Το Lost Cause σχεδιάστηκε για να προσφέρει έναν τρόπο στο λευκό νότο να “σώσει το πρόσωπό του” μετά την ταπεινωτική ήττα του, υποστηρίζοντας ότι ο βορράς φταίει για τον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος δεν έγινε στην πραγματικότητα για την κατάργηση της της δουλείας. Αυτός ο αυτοεξυπηρετούμενος μύθος είχε βαθιές συνέπειες, βαθαίνοντας τις διαιρέσεις για τις οποίες διεξήχθη ο πόλεμος, αντί να τις θεραπεύσει.
Τώρα οι ΗΠΑ φαίνεται να επαναλαμβάνουν ακριβώς το ίδιο λάθος, επιτρέποντας στους ψηφοφόρους του Τραμπ – και στον ίδιο τον Τραμπ – να δημιουργήσουν ένα μύθο ισχυριζόμενοι ότι στην πραγματικότητα δεν έχασαν τις εκλογές του 2020. «Η νομική επιχείρηση έχει σχεδιαστεί για να σώσει το πρόσωπο του Τραμπ», σύμφωνα με πληροφορίες μιας πηγής του Λευκού Οίκου: «Σκοπεύει να του δώσει τη δυνατότητα να φύγει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Έχει ειπωθεί συχνά ότι η Αμερική χρειάστηκε να φανταστεί την ύπαρξή της. Λιγότερο συχνά επισημαίνεται ότι η Αμερική, στην πραγματικότητα, είναι απλώς μια ιστορία που λέει το έθνος στον εαυτό του. Αυτό καθιστά τις ΗΠΑ μοναδικά υποκείμενες στην έννοια των λέξεων, στη φετιχοποιημένη γλώσσα των ιδρυτικών εγγράφων. Όμως τώρα είναι μια χώρα που υποστηρίζει ότι μια Συνταγματική Τροποποίηση που ξεκινά με τις λέξεις «καλά-ρυθμιζόμενη» απαγορεύει τη ρύθμιση, μια χώρα της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι μια εταιρεία είναι ίδια με ένα άτομο. Αυτό είναι το Humpty Dumpty (στο κεφάλαιο “Through the looking glass” – Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων), που δηλώνει ότι οι λέξεις σημαίνουν ό,τι ο ίδιος λέει. Όπως λέει ο Humpty στην Αλίκη (για τη σημασία των λέξεων), «Η ερώτηση είναι: ποιος το καθορίζει – αυτό είναι όλο».
Όταν χάνουμε την αίσθηση ποια είναι η έκδοση μιας ιστορίας που πρέπει να εμπιστευόμαστε, ακολουθεί παράνοια. Δεν φαίνεται τυχαίο ότι βρισκόμαστε σε μια επιστημολογική κρίση αρκετά χρόνια σε αυτό που συχνά περιγράφεται ως «κρίση στις ανθρωπιστικές επιστήμες»: γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία, φιλοσοφία. Η καταστροφή των επιστημολογικών θεμελίων δημιουργεί την κρίση στη γνώση.
Για την Άρεντ, η πολιτική ζει στο χώρο της φαντασίας, όπου: η ικανότητα να φανταζόμαστε τον εαυτό μας ως κάτι διαφορετικό από ότι είμαστε, είναι το βασικό στοιχείο τόσο για ψέματα όσο και για πολιτική δράση.
Η δημοκρατία είναι η πολιτική του εφικτού, παρά του αναπόφευκτου ή του καταναγκαστικού. Η πολιτική και πολιτιστική ρητορική δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την υλοποίησή της: Έτσι, μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας μόνο εάν λέμε την αλήθεια. Η δημοκρατία βασίζεται στα θεμέλια της κοινής αλήθειας, επειδή το κοινωνικό συμβόλαιο εξαρτάται από την αμοιβαία εμπιστοσύνη.
«Δεν είναι “αυτό”, αυτό που είμαστε», επαναλάμβανε ο Joe Biden καθ ‘όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του. Σε κάποιο βαθμό είμαστε αυτό που κάνουμε, όχι αυτό που λέμε ότι είμαστε («η δράση είναι χαρακτήρας», όπως κάποτε παρατήρησε ο F. Scott Fitzgerald). Όμως, μια γλώσσα που παροτρύνει, περιπλέκει αυτήν τη διάκριση. Επιμένοντας «Αυτό δεν είμαστε εμείς», ο Μπάιντεν δημιουργεί επίσης τις προϋποθέσεις για να αλλάξουμε το ποιοι είμαστε, να γίνουμε αυτοί που λέμε ότι θέλουμε να είμαστε.
Μετάφραση & Επιμέλεια άρθρου: Κωνσταντίνος Α. Μαρκάκης
Ηλεκ/γος – Μηχ/γος Μηχανικός, Ε.Μ.Π. Αθήνα – TU Hannover
Πηγή:
https://www.theguardian.com/books/2020/nov/21/can-american-democracy-survive-donald-trump
The Guardian Sarah Churchwell (*) Sat 21 Nov 2020
(*) Η Sarah Churchwell είναι καθηγήτρια στην αμερικανική λογοτεχνία και πρόεδρος του τομέα “δημόσιας κατανόησης των ανθρωπιστικών επιστημών” στη Σχολή Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου