24 Φλεβάρη 1944: Η δεύτερη μεγάλη θηριωδία των κατακτητών στην Παλιόχουνη
Η ΠΟΤΑ ΚΑΚΚΑΒΑ θυμάται τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε από εκείνη τη θλιβερή ημέρα
Η δεύτερη μεγάλη θηριωδία του Φλεβάρη των ναζιστών και των Ελλήνων συνεργατών τους πραγματοποιήθηκε μέσα στον ίδιο μήνα στις 24 Φλεβάρη του 1944. Δεκαέξι μέρες μετά την εκτέλεση των 534 στο παλιό στρατόπεδο της Καλαμάτας στις 8 Φλεβάρη. Η δεύτερη θηριωδία που έγινε και αυτή όπως η πρώτη κατά των αμάχων και αντιστασιακών της Καλαμάτας και της περιοχής μας και οι οποίοι μαρτύρησαν στον παγκόσμιο αγώνα κατά του Φασισμού και της λευτεριάς της χώρας τους.
Πέρασαν 77 ολόκληρα χρόνια από τις εκτελέσεις. Θεωρούμε χρέος και ιερή υποχρέωση μας να τιμήσουμε και φέτος τους εκτελεσθέντες μάρτυρες πατριώτες από τους Γερμανούς στη Παλιόχουνη της Μεγαλόπολης, στις 24.2.1944.
Τους τιμούμε διαφορετικά φέτος στις ειδικές συνθήκες της πανδημίας, χωρίς την συμμετοχή πολλών και ειδικών τελετών. Χρέος δικό μας είναι να τους τιμούμε με τελετές μνήμης αλλά και συνεχώς με τις πράξεις μας κάθε μέρα και ειδικά στο νέο παγκόσμιο αγώνα που γίνεται εναντίον της απληστίας του κεφαλαίου σε βάρος της υγείας των λαών όλου του κόσμου με τον κορωνοϊό τα εμβόλια και τα φάρμακα για την αντιμετώπιση του.
Να τους τιμήσουμε. Να γίνουμε παγκόσμιοι άνθρωποι, όπως ένιωθαν και τότε οι ήρωες μάρτυρες μας που θεωρούσαν τον αγώνα τους παγκόσμιο κατά του Ναζισμού και Φασισμού μαζί με τον αγώνα για τη λευτεριά της χώρας τους.
Το Φλεβάρη του 1944 στην Καλαμάτα και στη Μεσσηνία ο ναζισμός – φασισμός έδειξε για ακόμα μια φορά το αληθινό του πρόσωπο στον τόπο μας προσθέτοντας νέο ποταμό αίματος αμάχων .
27 Ιανουαρίου 1944.
Τα τάγματα ασφαλείας, τα οποία είχε αποκηρύξει και καταδικάσει το συμμαχικό στρατηγείο του Καϊρου , με επικεφαλής Βρεττάκο- Κατσαρέα, και λοιπούς, άρχισαν να κάνουν συλλήψεις στη Φυτειά και όλη την Δυτική Πόλη, κλείνοντας στην τελευταία τις διόδους που επικοινωνούσε με την κεντρική πόλη. Τις γέφυρες που υπήρχαν στο ποτάμι. Οι ταγματασφαλίτες ξεκίνησαν τις συλλήψεις από χαμηλά νότια προχωρώντας προς τα βόρεια. Έφτασαν μέχρι την Ρουμελιώτου, όπου είναι και το πατρικό μας σπίτι. Μαζεύανε τους πολίτες, σαν πρόβατα στη σφαγή για τις θηριωδίες που σχεδίαζαν .
Μαζί με όλους αυτούς που είχαν συλλάβει, ήταν και ο αδελφός μου, ο Χαραλάμπης. Τον συνέλαβαν μέσα από το σπίτι, καθ’ υπόδειξη με χαρτιά στα χέρια τους με λίστες ονομάτων. Όταν είχαν συγκεντρωμένα τα παλικάρια μια γειτόνισσα η Μαίρη Παπαδοπούλου της οποίας ο επικεφαλής ταγματασφαλίτης ήταν ξάδελφός της, λοχαγός, του έβαλε τις φωνές λέγοντας του “που πας τα παιδιά;” και αυτός της απάντησε “Να τους παραδώσουμε στους Γερμανούς, είναι κομμουνιστές”. “Τι, λες!”, του είπε αυτή, “άσε κάτω τα παιδιά! ” άρχισε να του φωνάζει όσο μπορούσε και με τις φωνές της γλιτώσανε αρκετά παιδιά της γειτονιάς.
Σε εμάς ήρθαν να πάρουν τον Γρηγόρη και πήραν τον Χαραλάμπη. Ήθελα να πάω κι εγώ μαζί του, τότε ήμουνα μικρό κορίτσι ακόμα. Όταν είδε η Μαίρη Παπαδοπούλου τον Χαραλάμπη στην εξώπορτα να βγαίνει από το σπίτι τον ρώτησε αμέσως τι συμβαίνει. Ο Χαραλάμπης κρατούσε στα χέρια του μια χλαίνη που φορούσε ένας εκ των διωκτών του και του την είχε δώσει να την κρατά, αμέσως την καθησύχασε λέγοντάς της ότι δεν πρόκειται να του κάνουν τίποτε.
Ο λόγος που πήγαν στην Δυτική Πόλη να κάνουν τις συλλήψεις είναι γιατί η περιοχή, ήταν περιοχή της αντίστασης όπως και η περιοχή της Φυτειάς. Ο απλός λαός ήταν με την αντίσταση. Στη συνοικία της Φυτειάς είχαν εγκατασταθεί και πολλοί Μανιάτες με πατριωτική δράση.
Τότε δεν ακούγαμε τους Ρώσους, αλλά τους Άγγλους και αυτά που μας έλεγαν ότι και μια βίδα από τα όπλα και τα καμιόνια των Γερμανών αν λείψει, είναι συνεισφορά στον αγώνα για το σύνολο του κόσμου, για την ειρήνη και τον αγώνα. Αν λείψει έστω και ένας Γερμανός οι σύμμαχοι παίρνουν δυνάμεις και μειώνεται το μέτωπο.
Οι Άγγλοι, ενώ είχαν υποστηρίξει αρχικά τον Χίτλερ, στην συνέχεια, άλλαξαν στάση. Εδώ αργότερα πετούσαν προκηρύξεις με τη βοήθεια των αεροπλάνων της ΡΑΦ. Η περιοχή βόρεια από το σπίτι μας, στα κτήματα μέχρι την Βελανιδιά γέμιζε με χιλιάδες προκηρύξεις τον Άγγλων γραμμένες στα ελληνικά. Το ξέραμε ότι αν σκοτωθεί κάποιος Γερμανός, μετά θα υπάρξουν αντίποινα. Αυτοί που θυσιάστηκαν, δεν το έκαναν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά για την ελευθερία του κόσμου, για την παγκόσμια ελευθερία. Είμαστε παγκόσμιοι άνθρωποι. Και πρέπει να παραμείνουμε παγκόσμιοι και όχι παγκοσμιοποιημένοι, όπως ήταν και αυτοί οι αγώνες τότε και ας μην κολλάμε στα νούμερα, του πόσοι ήταν οι νεκροί. Το σημαντικό είναι να έχουμε την παγκόσμια ειρήνη, που είναι το ποθητό της ανθρωπότητας και δεν θέλουν οι πολεμοκάπηλοι. Δυστυχώς, όμως, η Ελλάδα ήταν μοναδική χώρα που την οδήγησαν σε εμφύλιο σπαραγμό .
Τους συλληφθέντες, αφού οι αποκηρυγμένοι από τους συμμάχους ντόπιοι συνεργάτες τους παρέδωσαν στους Γερμανούς, τους μετέφεραν στην Τρίπολη όπως έκαναν επίσης με μικρό αριθμό που έφεραν από τη Σπάρτη αλλά και με τους συλληφθέντες από την περιοχή της Μεγαλόπολης. Προετοίμαζαν βήμα βήμα το έγκλημά τους, τη θηριωδία τους κατά αμάχων πατριωτών. Όταν γίνεται στην συνέχεια μάχη μεταξύ ανταρτών της Εθνικής Αντίστασης, με επικεφαλής τον ταγματάρχη του Ελληνικού Στρατού, καπετάν Γιώργη Κερκεμέζο -ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα στη μάχη της Αγορέλιτσας στη Χώρα της Τριφυλίας – κατά των Γερμανών σκοτώνονται κατά τη διάρκεια της μάχης Γερμανοί στρατιώτες και ένας στρατηγός τους.
Στις 24 Φλεβάρη του 1944 ημέρα Τετάρτη, κατέβασαν τους κρατούμενους στις Βίγλες της Μεγαλόπολης, στην Παλιόχουνη και τους εκτέλεσαν επί τόπου, πάνω στον δρόμο και τους άφησαν εκεί στο τόπο που μαρτύρησαν. Ενώ εκτέλεσαν στη παραπάνω στροφή του δρόμου στη ρεματιά άλλους 40. Τα φορτηγά αυτοκίνητα που διερχόνταστε και έκαναν μεταφορές συχνά δρομολόγια πραγμάτων από και προς την Αθήνα, οι οδηγοί και βοηθοί τους ανέλαβαν από μόνοι τους το καθήκον και μέριασαν τους νεκρούς για να ανοίξει ο δρόμος και να μπορέσουν να περάσουν. Εκεί, ο Παναγιώτης Κυριαζής που ήταν προσωπικός φίλος του αδελφού μου, τον αναγνώρισε και του πήρε την ταυτότητά του, την φωτογραφία του και το σημείωμα που μας παρέδωσε και σε αυτό γράφει για να μας απαλύνει τον πόνο που θα μας προξενούσε η απώλεια του: «Μη στεναχωριέστε είμαι μαζί με 320 παλικάρια, η λευτεριά ζυγώνει».
Αυτή την φωτογραφία την έχω στο σπίτι. Δεν ζητήσαμε εκδίκηση. Και αυτήν που είπε ψέματα -και τη μάθαμε ποια ήταν- ότι κατέβηκε ο μικρός αδελφός μου ο Γρηγόρης, από το βουνό, ενώ δεν ήτανε αλήθεια, την συγχωρέσαμε.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, πήγαμε στους νεκρούς μας τους οποίους είχαν ρίξει στο πλάι του δρόμου και τους είχαν σκεπάσει ρίχνοντας πάνω τους χώματα.
Η αποκάλυψη τους έγινε μετά από πολλά χρόνια, όταν ο αείμνηστος Σωτήρης Καλογερόπουλος, μηχανικός έβαλε τις μπουλντόζες για να διαπλατύνει, τον επάνω δρόμο εκεί που ήταν οι νεκροί, μεριάζοντας τα χώματα μαζί τους ήταν τα οστά και τα κρανία των από ότι είχε απομείνει από τους νεκρούς μας. Μεγαλοπολίτες με ενημέρωσαν για το συμβάν και αμέσως κινητοποίησα τις γυναίκες της Φυτειάς και πήγαμε επιτόπου πενήντα και πλέον μόνο γυναίκες. Κανένας άντρας δεν ήταν μαζί μας, γιατί διαφορετικά δεν θα μας άφηναν να πλησιάσουμε. Ζητήσαμε να μας επιτραπεί να κάνουμε μια ανθρώπινη ταφή. Πράγμα που έγινε αποδεκτό. Συγκεντρώσαμε ότι μπορούσαμε να βρούμε από τους ανθρώπους μας και με τη βοήθεια του Σωτήρη Καλογερόπουλου, ο οποίος με τα μηχανήματα που διέθετε , διαμόρφωσε ένα πλάτωμα. Στη συνέχεια θάψαμε, πιο ανθρώπινα, με μια σειρά τα υπολείμματα των ανθρώπων μας, ότι μπορούσαμε να βρούμε και όσο μπορούσαμε στις δύσκολες εκείνες συνθήκες.
Όταν πηγαίναμε, κάθε φορά στην επέτειο για το μνημόσυνο, έρχονταν οι χωροφύλακες και μας πετούσαν τα σπερνά και τις λειτουργιές. Τους λέγαμε ότι ήταν σκοτωμένοι από τους Γερμανούς, αλλά αυτοί μας έλεγαν ότι έχουν εντολές και πρέπει να φύγουμε. Η τρομοκρατία ήταν αφόρητη .Οι χωροφύλακες μας εμπόδιζαν και μας έδιωχναν. Εκεί βάζαμε σταυρούς, εκεί και μας τους γκρεμίζανε. Μας έσπαζαν τις πιατέλες με τα σπερνά, κλώτσαγαν τα λιβάνια και τα κεριά που βάζαμε στους νεκρούς μας. Εμείς ποτέ δεν ξεχάσαμε την 24η Φλεβάρη παρά την τρομοκρατία με τις γυναίκες της Φυτειάς πάντα δίπλα μου.
Κάποια χρονιά θυμάμαι ναυλώσαμε πούλμαν για το μνημόσυνο και να πάμε ακόμα περισσότεροι. Μας την στήσανε στην γέφυρα που ήταν παλιά το ΚΤΕΛ, παρ’ όλα αυτά κατορθώσαμε πήγαμε και πάλι. Εκεί μας περιμένανε άλλοι από την Μεγαλόπολη και την Ασσέα και είχαν ανοίξει την εκκλησία. Είχαμε πάει και τα σπερνά, όπως συνηθίζεται σε όλα τα μνημόσυνα. Όμως, δεν ήρθε ο παπάς. Τότε πήγα στο χωριό και τον βρήκα να κάθεται στο καφενείο. Τον ρώτησα γιατί δεν ήρθε στο μνημόσυνο και μου απάντησε ότι είχε εντολή από τον Δεσπότη. Αυτό το άκουσαν και όλοι όσοι ήταν στο καφενείο εκείνη την ώρα. Άρχισα να τον πιέζω εγώ, να τον πιέζουν και οι παραβρισκόμενοι βοηθώντας. Τελικά δέχτηκε να έρθει για να κάνει το μνημόσυνο, ενώ στην διαδρομή έλεγε συνέχεια ότι θα τον ξυρίσει ο δεσπότης όταν το μάθει, γιατί δεν τήρησε τις εντολές του.
Αργότερα μας έστειλαν να φτιάξουμε το μνημείο στο βουνό, όπου έχουμε φυτέψει 360 δέντρα μαζί και για τους 40 εκτελεσθέντες της ρεματιάς. Δεν μπορούσες όμως να πας εύκολα. Στην συνέχεια όμως με τον Κώστα τον Κακκαβά, εξάδελφό μου, τότε δήμαρχο της Μεγαλόπολης, πήραμε το τωρινό μέρος, μεταφέραμε τα κόκαλα των νεκρών και δημιουργήσαμε το σημερινό μνημείο που βλέπουμε όλοι.
Περιγράφω αναλυτικά τι τραβήξαμε για να τιμήσουμε τους νεκρούς μας μετά τον εμφύλιο, όχι για να περιγράψω μόνο τι τραβήξαμε, αλλά για ένα λόγο παραπάνω: για να απαντήσω γιατί η ιστορία των νικητών παντού στον κόσμο δεν καταγράφει ποτέ την αλήθεια για τα θύματα των κατατρεγμένων, τον πραγματικό αριθμό των σκοτωμένων αντιπάλων τους. Γι’ αυτό υπολείπονται οι αριθμοί από τους πραγματικούς αριθμούς και τα ονόματα των θυμάτων από τους αριθμούς. Όταν το όνομά σου ήταν στα θύματα ολόκληρη η οικογένεια δεν έβρισκε δουλειά. Ούτε στο δήμο, στην καθαριότητα τότε. Αρκετές φορές γινόντουσαν επεισόδια και διαμαρτυρίες γιατί γράψαμε κάποια ονόματα. Αυτοί που αντιστάθηκαν ή πολέμησαν τους κατακτητές κυνηγήθηκαν, κλείστηκαν στις φυλακές και τις εξορίες .
Οι κυβερνήσεις της χώρας δεν διεκδίκησαν τις αποζημιώσεις από την Γερμανία, όπως όφειλαν, και έκαναν άλλα κράτη, γιατί θα έπρεπε να αναγνωρίσουν μεταξύ άλλων και την αντίσταση. Θα μου πείτε βεβαίως, ούτε και τα Ελγίνεια Μάρμαρα δεν διεκδίκησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις με την ξενοδουλεία που είχαν.
Χρειάστηκε να οδηγηθεί η πατρίδα στον αδελφοκτόνο εμφύλιο και στον πόνο, για να σβήσουν από την μνήμη του λαού ότι αυτοί που κυβέρνησαν μετά το πόλεμο, όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν, αλλά συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Έκαναν τον εμφύλιο για να μπορέσουν να κυβερνήσουν ξανά.
Δεν πρέπει να κολλάμε στους αριθμούς, να βάλουμε όσους θέλει ο καθένας και να πει ο καθένας ότι θέλει για το πόσοι είναι οι νεκροί.
Αυτό που έχει σημασία είναι το τι έκαναν οι Έλληνες προς τους Έλληνες και οι Γερμανοί στους Έλληνες.
Δεν θα ακολουθήσω κανένα στην προσπάθεια προσθαφαίρεσης νεκρών.
Ήταν παλικάρια οι νεκροί και τους χρειάζονταν οι οικογένειες τους και η πατρίδα.
Για εμάς όλους που τους κρατάμε στη μνήμη μας, οι νεκροί μας θα είναι πάντοτε γενναίοι και χαμογελαστοί, θα πορεύονται της Λευτεριάς την ματωμένη στράτα μαζί με τους αμέτρητους γενναίους της γενιάς τους στο μεγάλο αγώνα των λαών που έδωσαν κατά του φασισμού.
Ποτέ πια πόλεμος ! ποτέ πια φασισμός!
Καλαμάτα 2/2/2021
Πότα Κακκαβά