Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΕΒΕΝΤΗ*
Όσο κι αν με την πρώτη ανάγνωση μοιάζει κάπως υπερβολικό, εντούτοις με μια προσεκτικότερη προσέγγιση γίνεται εμφανές, πως πίσω από την αρθρογραφική ομοβροντία των τελευταίων ημερών, με αφορμή τη συνέντευξη Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα τη φασιστική επίθεση στον Πέτρο Κωνσταντινέα, υφέρπει η προσφιλής για τους νεοφιλελεύθερους – και σφόδρα αντισυριζαίους – θεωρία των δύο άκρων. Και βέβαια η δικαιολόγηση της ακροδεξιάς βίας, που οξύνεται το τελευταίο διάστημα λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών, ενισχυόμενη από την ακροδεξιά μετατόπιση και ρητορική της Ν.Δ. Εξ ου και ο ποταπός συμψηφισμός.
Από τη μία πλευρά οι μπαχαλάκηδες του Σκουρλέτη και οι «κυνηγοί» πολιτικού του ΠΑΣΟΚ το 2011 (μια ακόμη άδικη κατηγορία σε ότι αφορά στον πολιτικό μας χώρο).
Από την άλλη οι φανατικοί (προσέξτε, όχι φασίστες κατά τον μόνιμο πολιτευτή της ΝΔ) που χτύπησαν τον Κωνσταντινέα. Και σε τελική ανάλυση ίσως ο Κωνσταντινέας προκάλεσε την τύχη του (άρα καλά του κάνανε;) σύμφωνα με τη νέα θεωρία συνωμοσίας που διακινείται από δω κι από κει!
Τι κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ έστειλε διαμέσου του γραμματέα του, των υπουργών και των βουλευτών μας, κοινό μήνυμα κατά του φασισμού, ζητώντας να υψωθεί ένα δημοκρατικό τείχος απέναντι στην φασιστική βία και να τύχει της πλήρους απομόνωσης από όλες τις πολιτικές δυνάμεις και από όλους τους κοινωνικούς φορείς. Καταγγέλοντας τη δολοφονική επίθεση στο βουλευτή Μεσσηνίας, την πρόσφατη επίθεση εναντίον του φοιτητή, μέλους του ΣΥΡΙΖΑ, στο Πέραμα, αλλά και την επίθεση σε βάρος του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη.
Όλα αυτά είναι υποκριτικά, κατά τους θιασώτες της θεωρίας των άκρων. Όλα ένας χυλός, χωρίς καν διαβάθμιση. Οτιδήποτε, αρκεί ο πολιτικός αντίπαλος να χρεωθεί τον νεοναζισμό κι έτσι να απονομιμοποιηθεί. Το ίδιο πράγμα οι δύο φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ που παρενέβησαν απρεπώς και άξεστα στη συνέντευξη – ως μη όφειλαν -, με τους τραμπούκους που επιτέθηκαν στον Κωνσταντινέα. Τα πάντα μία γενίκευση. Οι μπαχαλάκηδες του Σκουρλέτη.
Όλοι εμείς δηλαδή που παρευρεθήκαμε στη συνέντευξη Τύπου, χωρίς να δημιουργήσουμε θέμα, παρά το γεγονός ότι ξεπεράστηκαν τα όρια της ευπρέπειας και της ευγένειας και από αλλού. Εμείς δεν γενικεύσαμε όμως, χρεώνοντας άστοχες συμπεριφορές στο σύνολο των δημοσιογράφων, συμφωνώντας στο ακέραιο με το αυτονόητο πως οι άνθρωποι του τύπου οφείλουν και πρέπει να είναι αυστηρότατοι και με τις ερωτήσεις τους σε κάθε εξουσία, στα πλαίσια όμως της ευπρέπειας.
Από την άλλη, η θεωρία των δύο άκρων παρουσιάζει πολλές αναλογίες με το «μαζί τα φάγαμε». Ιδιαίτερα δημοφιλής ερμηνεία και σε κάποιους τοπικούς αρθογραφούντες.
Αφού η εμπλοκή των πολλών στο ρουσφέτι και τη φοροδιαφυγή είναι ίσης βαρύτητας ατόπημα με την πολιτική ευθύνη των λίγων για τα πελατειακά δίκτυα και τη διαφθορά, τότε γιατί η άρνηση πληρωμής διοδίων και η μικροανομία των πολλών να μην είναι ισοδύναμες με την οργανωμένη φονική βία των ταγμάτων εφόδου;
Ο κυρίαρχος «αντιλαϊκιστικός» λόγος με ευκολία καταδικάζει τις «πρακτικές των άκρων» αλλά παραβλέπει πως η «πολιτική του κέντρου» κυρίως τροφοδότησε το περιθώριο.
Ξεχνά το επίσημο άλλοθι που δόθηκε στην Ακροδεξιά, όταν εθνικιστές και αντισημίτες έκρυψαν το τσεκούρι, φόρεσαν το κουστούμι της συναινετικής υπευθυνότητας και μπήκαν στο σαλόνι της κεντρικής πολιτικής σκηνής (συγκυβέρνηση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ επί πρωθυπουργίας Λουκά Παπαδήμου το 2011).
Ξεχνά πως η διακομματική προσχώρηση στην ξενοφοβική ατζέντα (επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά) μετατόπισε ολόκληρο τον άξονα της πολιτικής αντιπαράθεσης προς τα ακροδεξιά, όπως σωστά επισημαίνει σε άρθρο του ο Κωστής Παπαϊωάννου τ. Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας.
Με αυτό βεβαίως δεν υποστηρίζω πως δεν υπάρχει βία της άλλης πλευράς. Φυσικά και υπάρχει και τυφλή αντιεξουσιαστική βία κ.ά., που ασφαλώς είναι πολιτικά καταδικαστέα και αποτελεί αποκλειστικά αντικείμενο του ποινικού δικαίου. Η Χρυσή Αυγή όμως είναι αυτή που διεκδικεί τον διττό ρόλο του τρομοκράτη στα πεζοδρόμια και του τσαμπουκά – τιμωρού στη Βουλή.
Όποιος λοιπόν συμψηφίζει την οργανωμένη βία με τις ρίψεις γιαουρτιών ή ακόμα και με διαδηλωτές στις παρυφές της βίας, στην ουσία εξισώνει τη μαφία και τους μπράβους της νύχτας με τους μικροκακοποιούς πορτοφολάδες. Αυτή είναι η αναλογία. Η ανιστόρητη αριθμητική της βίας παραγνωρίζει πως ο φασισμός απλούστατα δεν συμψηφίζεται με τίποτα.
Η αντιμετώπιση της νεοναζιστικής απειλής αποτελεί δημοκρατικό καθήκον ανώτερο από το πολιτικό πρόταγμα της κάθε πολιτικής δύναμης. Όλοι μας, λοιπόν, ή τουλάχιστον όσοι κατατάσσουμε τους εαυτούς τους στο δημοκρατικό τόξο, οφείλουμε να είμαστε σθεναρά απέναντι στη φασιστική βία και να το διαλαλούμε, χωρίς ναι μεν αλλά, χωρίς τον παραμικρό συμψηφισμό.
* Μέλος της Ν.Ε. Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ