Η Κύπρος σήμερα είναι η μόνη χώρα μέλος της Ε.Ε. τμήμα της οποίας βρίσκεται υπό κατοχή και η Λευκωσία η μόνη πρωτεύουσα η οποία εξακολουθεί να είναι διχοτομημένη. Φτάνει πια με τις διακηρύξεις, τα μνημόσυνα και τη συμπόνια. Η Κύπρος δεν είναι και ούτε πρέπει να αφεθεί μόνη.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ*
Συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τότε που η Τουρκία με τις ευλογίες των ΗΠΑ και εξαιτίας της προδοτικής στάσης της χούντας των Αθηνών και εκείνης της Κύπρου εισέβαλε στη νησί και κατέλαβε σταδιακά περίπου το 40% του εδάφους του. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, τραγωδία που έζησε ο ελληνισμός τον περασμένο αιώνα. Από τότε ως τώρα έγιναν πολλές προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα. Χρονιά με τη χρονιά οι προοπτικές για εξεύρεση λύσης γίνονταν όλο και πιο δυσοίωνες, ώσπου φτάσαμε στη δυσμενέστατη εξέλιξη, στην ανακήρυξη δηλαδή του ψευδοκράτους, το1983, από τον Ντενκτάς, στη Βόρεια κατεχόμενη Κύπρο.
Η Κύπρος σήμερα είναι η μόνη χώρα μέλος της Ε.Ε. τμήμα της οποίας βρίσκεται υπό κατοχή και η Λευκωσία η μόνη πρωτεύουσα η οποία εξακολουθεί να είναι διχοτομημένη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να επιβάλλει λύση στο κυπριακό πρόβλημα (δεν βρίσκεται καν στις προτεραιότητες της) και η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη φαίνεται να μη θεωρεί ως προϋπόθεση για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων την επίλυσή του με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Η Κύπρος στην πραγματικότητα έχει αφεθεί ολομόναχη, από «συμμάχους και φίλους», παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις και τις μεγαλοστομίες, οι οποίες γίνονται για εσωτερική κατανάλωση.
Κι όμως το κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα παράνομης εισβολής και κατοχής εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους. Αυτό το αντικειμενικό δεδομένο, αυτή η αλήθεια, όλο και περισσότερο αποσιωπάται και δεν ακούγεται ούτε στην Κύπρο, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ευρώπη. Το κυπριακό δεν αποτελεί διμερές ζήτημα για το οποίο θα πρέπει να συζητήσουν μόνο η Ελλάδα και η εισβολέας Τουρκία, μόνο η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή πλευρά με στόχο να βρεθεί λύση κοινά αποδεκτή. Αυτή η τακτική βολεύει αφάνταστα την Τουρκία, η οποία, με τη συστηματική διπλωματία και τη στάση της, έχει πετύχει την αποδιεθνοποίηση του κυπριακού.
Η Τουρκία εδώ και πενήντα χρόνια αρνείται να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο, με τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις διεθνών οργανισμών και συμπεριφέρεται σαν τρομοκράτης και πειρατής στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στα ελληνικά νησιά, ζητάει την αποστρατιωτικοποίηση τους, υπογράφει το παράνομο τουρκο-λυβικό μνημόνιο και διεξάγει έρευνες εντός της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ. Θεωρεί το κατεχόμενο τμήμα της Βόρειας Κύπρου προέκταση του τουρκικού κράτους και προχωρεί σε εποικισμό του Βαρωσίου και της Αμμοχώστου. Συνεχίζει, επίσης, τις απειλές της για τη γαλάζια πατρίδα και τις προκλήσεις στο Αιγαίο. Όλα αυτά ανενόχλητη.
Η ελληνική πλευρά από την άλλη ακολουθεί τακτική κατευνασμού της Τουρκίας και κρατάει υποχωρητική στάση ενθαρρύνοντας έτσι τις τουρκικές απαιτήσεις. Χρειάζεται, ωστόσο, να διεθνοποιήσει ξανά το κυπριακό και να υιοθετήσει τη θέση ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών διαφορών περνάει μέσα από την δίκαιη και ειρηνική επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Επιβάλλεται να οριοθετήσει την ΑΟΖ με την Κύπρο και να επαναφέρει το ενιαίο αμυντικό δόγμα, το οποίο θεωρούσε τη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο ως συνεχόμενους κρίκους της ίδια αλυσίδας. Αν σπάσει κάποιος κρίκος, αργά ή γρήγορα θα ανοίξουν και οι άλλοι. Απαιτείται, λοιπόν, αλλαγή πλεύσης στο κυπριακό, μια αποφασιστική και δυναμική στάση απέναντι στις τουρκικές απειλές, γιατί είναι φανερό ότι η μέχρι τώρα πολιτική των υποχωρήσεων και η στάση του καλού παιδιού δεν ωφέλησε ούτε την Κύπρο, ούτε την Ελλάδα παρά μόνο τον τουρκικό επεκτατισμό και εθνικισμό.
Το 1974, λοιπόν, με την παράνομη εισβολή και κατοχή του βόρειου κυπριακού εδάφους, με τους νεκρούς, τους αγνοούμενους, τους πρόσφυγες και τους ξεριζωμένους, με τους συνεχόμενους εποικισμούς του νησιού, οι οποίοι αλλοίωσαν την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού, η Τουρκία κάρφωσε ένα τεράστιο αγκάθι στην καρδιά του ελληνισμού, η οποία (καρδιά) από τότε διαρκώς αιμορραγεί. Φτάνει πια με τις διακηρύξεις, τα μνημόσυνα και τη συμπόνια. Η Κύπρος δεν είναι και ούτε πρέπει να αφεθεί μόνη. Το σύνθημα ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ας γίνει επιτέλους πράξη. Πενήντα χρόνια εισβολής και κατοχής δεν αντέχονται.
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας