ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Επωφελήθηκα από την πανσέληνο χθες και είπα να απολαύσω βόλτα και φεγγαράδα. Βόλτα στην εμβληματική πλατεία της πάνω πόλης που ανακαινισμένη δεν εκπληρώνει γαστριμαργικές ή αισθητικές απολαβές, αλλά όπως εφορμά από παλιά σε υψώνει με το φως και τις μνήμες της σε ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς ανάγνωσης, σκέψης και καλαισθησίας.
Τα μέτρα δεν ήρθησαν, ο ιός θερίζει και η καραντίνα καλά κρατεί να μας εθίζει σαν πρέζα. Αν εθιστείς δύσκολα ξεκαρφώνεσαι από τον καναπέ. Για να μην καρφωθώ, άδραξα την ευκαιρία της πανσελήνου, και ξεπόρτισα. Αν και ήξερα πως θα επικρατεί ερημιά εκεί πάνω, το τόλμησα να ανηφορίσω, για να χαρώ με ρομαντική και μοναχική διάθεση την αργυρόφαντη φωτοχυσία. Εφοδιάστηκα με φακό για τις παγίδες του δρόμου, τις αφρόντιστες στροφές, τις εξερευνήσεις των σκοτεινών κήπων και με αντισηπτικό πλήρους ιοκάθαρσης, το ‘κοψα ποδαράτο με τις ψυχικές μου ευφορικές κεραίες ενεργοποιημένες με ταχύτητα 5G.
Η διαδρομή χωρίς οχήματα και πεζούς. Κι όσο η ώρα έφτανε δέκα τίποτα δε θύμιζε αλλοτινές εποχές της εφηβείας μου, ούτε και πριν τον τρισκατάρατο εστεμμένο κορονοϊό. Που και που σε κοιτούσε κανένας τεμπέλης σκύλος, κάποια μοναχική γριά γάτα ή ο ξεχασμένος γκιώνης στο πάρκο σου θύμιζε θλιμμένες ένδοξες μέρες με το κλάμα του. Ηττημένος ολοσχερώς από δυσάρεστα συναισθήματα σκέφτηκα πως έκανα άσχημα, να διαλέξω να επισκεφτώ ένα πληγωμένο μέρος, που η πληγή του θα πλήγωνε και μένα. Λιγότερο δημοφιλές μέρος, θα ήταν καλύτερα. Στο πλάτωμα, πάνω, μόλις πέρασα το Ηρώο, να ‘σου ο Καβάφης μπροστά μου, να μου λέει: «Είπες», θα πάγω σ’ άλλη γη / θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα //. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ΄ αυτή //. Καινούριους τόπους δε θα βρεις / δεν θάβρεις άλλες θάλασσες //. Η πόλις θα σε ακολουθεί //. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους //. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς / και μες στα ίδια σπίτια θ’ ασπρίζεις //. Πάντα στην πόλη αυτή θα φτάνεις //. Για το αλλού – μη ελπίζεις – δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό […]
Η πλατεία καλλιτεχνημένη αλλά στην ακινησία καθημένη. Τα μαγαζιά κλειστά, λίγα παράθυρα ανοιχτά, μια διακριτική μουσική πίσω από ένα χάλασμα, ακουγόταν με στίχο εποχής: «Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτινοί μου χρόνοι. Ερωτικές μου συντροφιές, ερωτικοί μου πόνοι, αχ και να ΄ρχόσαστε ξανά…» Βρήκα μια ήσυχη γωνιά και αποτραβήχτηκα. Οι αισθήσεις μου εν γρηγόρσει, όμως αισθητική συγκίνηση καμιά, με το βλέμμα μου στραμμένο στην παρήγορο Αγία Τριάδα, γευόμουν τον άσπρο πάτο μιας ανίερης στιγμής.
Σκέφτηκα πως είχα υποστεί μετάλλαξη. Θέλεις ο φλύαρος χρόνος που βρήκε απάγκιο πάνω μου, και, με κούρασε, θέλεις το γενετικό αποτύπωμα του εστεμμένου ιού, που ενεγράφη ανεξίτηλο στο ασυνείδητό μου, θέλεις η καραντίνα, αλλοίωσαν τη συμπεριφορά μου και ένιωθα απερίγραπτος και τα έβλεπα όλα ξενέρωτα. Δεν άντεχα να παρακολουθώ άλλο τα παιχνίδια του ολόγιομου φεγγαριού με τα σύννεφα κι έφυγα, αφήνοντας την πλατεία στο ζωικό βασίλειο της νύχτας. Ολομόναχος και πάλι, κάθισα στο προσφιλές μου παγκάκι στο Ηρώο. Ήθελα να σκεφτώ με την ψευδαίσθηση της συναναστροφής κάποιων δίπλα μου. Φαντάστηκα πολλούς αργόσχολους να συζητούν ζωηρά. Άλλος από παλιά, άλλος από το χθες, άλλος από το σήμερα. Η εικόνα αποκαρδιωτική. Έφυγα κι από κει. Στο δρόμο για το σπίτι αγέλη αδέσποτων σκύλων έτρεξαν αίφνης προς το μέρος μου. Τα χρειάστηκα. Πέρασαν δίπλα μου, ευτυχώς και δεν με πείραξαν. Ένα το τελευταίο, κουνώντας την ουρά του, πονηρό, εχθρικό και θυμωμένο, με κοίταξε και δείχνοντας απορημένο, έμοιαζε σαν να με ρώτησε: «Πού είναι όλοι;»