ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Αγναντεύοντας το Ιόνιο από τη βεράντα μου στην πάνω πόλη, θυμάμαι τις βαθιές τομές στα μεταλλεία της ψυχής μου, που είχε ανοίξει ο Καρκαβίτσας με τα ανεκτίμητα διαμάντια του, στα «Λόγια της πλώρης». Έφηβος όταν έκανα κοπάνα από το γυμνάσιο για να νιώσω λεύτερος, την έβγαζα ώρες ολόκληρες αριβάροντας στο λιμάνι, στο λιμενοβραχίονα πολύ μ’ άρεσε με το φεγγάρι πάνω μου να τρατάρω χάδια στις βάρκες, με τους γλάρους να μιλάω και τις γοργόνες που έπαιζαν στον αφρό του κύματος να φλερτάρω.
Εκεί και ο Σπύρος Μαρτσέλος. Φτωχαδάκι, ναυτικός και μείζων «εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». Παραμυθάς ολκής, πηγαίναμε βαρκάδα, ιστορίες μου ‘λεγε ναυτικές, πολλές φορές επαναλάμβανε τη δική του, πως ξεμπάρκαρε στην ακτή της Κυπαρισσίας, ερχόμενος από τη δυτική Μεσόγειο. Ακόμη μου διηγιόταν μικρά λογοτεχνικά έθιμα από ξένους τόπους, διάφορα λαϊκότροπα ήθη ως και γαστρονομικά εξωτικά. Και για τη «Ζώνη» μου έλεγε, το πλοίο, που το βομβάρδισαν οι Γερμανοϊταλοί στον πόλεμο και σάπιζε στα νερά του λιμανιού. Τα βυθισμένα σάπια σίδερα βλέποντας, γινόταν μείζων πατριώτης, θλιβόταν, ενώ εγώ αιωρούμενος ενεός από τα χείλη του τον άκουγα που απάγγειλε: «Τι καταραμένη νύχτα! Στοίχειωσε και η πόλη, λες / μες στα ρημαγμένα σπίτια και στις άνανθες αυλές / τα στοιχειά γλεντοκοπώντας, κρουταλούν τις πόρτες τους / σαν φασίστες που περνούνε και χτυπούν τις μπότες τους …//».
Λίγο πριν την αποβάθρα ένα μικρό μονοπάτι, απότομο και κατηφορικό, μ’ έβγαζε στον αιγιαλό. Σπάνια έβλεπα εκεί στα νερά να βολταντζάρει βάρκα, ήτο ησυχία, ερημιά και μόνο ο αυλός του Ζέφυρου τραγουδούσε αρμονικά. Λίγα μέτρα από την ακτή, πέτρα [βράχος] ορθωνόταν, όγκος πελώριος, γυμνός και απροσπέλαστος στους αγύμναστους και στους αδαείς. Έθελγε το λάτρη της θάλασσας αλλά και τους σκράπες μαθητές που τις ώρες της σχόλης ή του σκασιαρχείου, κολυμπώντας, ανέβαιναν στην πέτρα, έκαναν τα μακροβούτια τους, χαλάρωναν και χαίρονταν μετά από την επιτήρηση της καθηγητικής συγκλήτου, τους παφλασμούς και τα παιχνίδια της θάλασσας. Η πλειονότης όσων ανέβαιναν στην πέτρα, έτρωγαν τη φόλα, έμεναν στην ίδια τάξη και διετείς πλέον το Σεπτέμβρη επαναλάμβαναν τα μαθήματα. Εξ’ ου και το ωραίο: «Στην πέτρα αν θα πας, τη φόλα θα την φας».
Ώρες εκεί στην ακτή, χάζευα με την πέτρα κι όταν επί μακρόν χόρταινα να την κοιτάζω, έκοβα δρόμο για την αποβάθρα. Εκεί έκανα παρέα με σκυφτούς εργάτες και ψαράδες, με ανθρώπους που βασάνιζε η φτώχεια, με εραστές της ομορφιάς και του γαλάζιου της θάλασσας και των πόντων. Οπότε μια μέρα δίπλα στους ροφούς ενός ψαρά, είδα το βιβλίο του Καζαντζάκη «Ο καπετάν Μιχάλης». Υπέρλαμπρο άστρο μου φάνηκε, πλησίασα, το πήρα στα χέρια μου, το ξεφύλλισα και έκπληκτος που ο θαλασσινός αυτός διάβαζε τέτοια βιβλία, τον ρώτησα: «Εσύ, το διαβάζεις;». Αυτός όλο υπερηφάνεια μου απάντησε: «Ναι! Αυτά τα βιβλία διαβάζω που νέγροι, μανιακοί, αγριάνθρωποι, φιλάργυροι, έμποροι, αυτοκράτορες, παπάδες, δάσκαλοι, παλιές φαγούρες πολιτικοί, τα βρίζουν και τα καίνε! Όλοι τους έχουν ρουφήξει αφορολόγητο ποτό απ’ το εργοστάσιο του Σατανά! Τι ξέρουν; Είναι όλοι τους εξωλέστατοι, ολίγιστοι και μικρόνοες!».