ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ξεπόρτισα άρον άρον. Δελτίο ειδήσεων των 7 μμ. και μου την έδωσε ο πληρωμένος εκφωνητής της ασθενούς ενημέρωσης, που έβριζε τις μειοψηφίες των απεργών κατά του εργατικού νόμου, βαπτίζοντάς τες «ξυπόλητα τάγματα» που αναστατώνουν στα καλά καθούμενα τη σιωπηρή πλειοψηφία των Ελλήνων, που κλωσάει τ’ αυγά της στον καναπέ και υπό το άπλετο φως του εκκολαπτηρίου της κυβέρνησης, περιμένει επαξίως χρυσά αυγά.
Ριψάσπιδας λοιπόν για να γλιτώσω τη φιλήσυχη ψυχή μου από τέτοιες δημοσιογραφικές μετριότητες, το ‘βαλα στα πόδια κι όπου φύγει – φύγει, το ’κοψα για την πλατεία. Σκορδοκαϊλα θα μου πεις των ΜΜΕ αν έχασαν έναν ακροατή τους. Αυτά καθίσεις δεν καθίσεις μπροστά στην οθόνη, τον θανατηφόρο ιό τους θα τον ρίξουν, υπάρχει δεν υπάρχει συνωστισμός. Έτσι στο Ηρώο όταν έφθασα και κάθισα στο παγκάκι, άρχισα νοερά ν’ ατενίζω από τις στενόχωρες εκτάσεις των περασμένων οριζόντων γεγονότα, εικόνες, συγκινήσεις, μνήμες. Εκεί στο ίδιο μέρος βάζει ο Όμηρος Πέλλας τον εαυτό του, σ’ ένα διήγημα «Οι καρφίτσες» να πρωταγωνιστεί.
Χωρίς να ’ναι βουτυρομπεμπές ή μαμάκιας, ως αριστούχος καλείται από την καθηγητική σύγκλητο να καταθέσει στεφάνι στους ήρωες την 25η Μαρτίου, επέτειο της εθνικής γιορτής. Όμως φτωχοπαίδι, βρε αδερφέ, και το ντρίλι κουστούμι του είναι λιωμένο. Στη δεξιά μασχάλη η ραφή του σακακιού ήταν ξηλωμένη και την είχε ράψει με καρφίτσες. Ο επίγονος λοιπόν της «δυναστείας» των φτωχών, ως έσκυψε να καταθέσει το στεφάνι οι καρφίτσες σκόρπισαν, η ραφή έκανε χρατς και το ξηλωμένο σακάκι έγινε θέαμα των παρευρισκομένων! Η επίσημη ελίτ και το ιερατείο διαμαρτυρήθηκε, μερικοί τον γιουχάρισαν και κάποιοι χριστιανοί γαλάζιοι τον στόλισαν με υποκοριστικά, όπως «φλώρο», «κόκκινο» και «μπούλη». Μετά το τέλος της γιορτής μια ομάδα σκληροπυρηνικών εθνικιστών στο μεγάλο καλντερίμι έπεσε λυτή και δεμένη πάνω του να τον κατασπαράξουν που χλεύασε την πατρίδα με ένδυμα ντροπής.
Στα χρόνια της γραμματοδιδασκαλικής πορείας μου στο ίδιο μέρος η ελίτ της πόλης έπαθε άλλη μία ψυχρολουσία που έμεινε στην ιστορία κι έκανε πολλούς από τους απλούς ανθρώπους, να νιώσουν οίκτο για τους μικρούς αυτούς αυτοκράτορες και να επαναλαμβάνουν ακαταπαύστως στο δρόμο, μετά τη γιορτή: «Αχ βρε, τους κακόμοιρους τι έπαθαν!» Η πατρίς και η πόλις γιόρταζε άλλη μια επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821 όταν ένας ισχυρός και αντεθνικός καρτελάς, ρυμούλκησε ότι υπήρχε στις αυλές και στους δρόμους πέφτοντας με σφοδρότητα και πάνω στο πλήθος. Ούτε το μαθητή της Έκτης δε σεβάστηκε που του πήρε το στεφάνι από τα χέρια, και, στερώντας το από τους ήρωες, στεφάνωσε το διπλανό φράχτη.
Ανατριχίλα στην φιλήσυχη μάζα αλλά και στην ελίτ προκάλεσε τούτη η ανίερη πράξη του αέρα, που έκανε τις γαλάζιες αποχρώσεις στα μάτια τους να μαυρίσουν, τα δε παρεμφερή σύμβολα της τάξης και της ασφάλειας δίπλα τους ένιωσαν οικτρές άσημες μειονότητες. Ο δε δέσποτας ανέκραξε, όταν το πλήθος το ’βαλε στα πόδια να ξεφύγει από τη θύελλα που ενέσκηψε και να κρυφτεί κάτω από τα στέγαστρα: «Στις θέσεις σας! Στις θέσεις σας! Τι θα σκεφτεί ο Κολοκοτρώνης έτσι που τρέχετε σας λιποτάκτες! Ντροπή!».