Χρονογράφημα
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Στη νέα μου γειτονιά, το παλιό τριώροφο αρχοντικό στις νότιες υπώρειες του κάστρου, με τα κόκκινα κεραμίδια, τα τοξωτά παράθυρα, τις ορτανσίες στο μπαλκόνι, με μάγεψε. Μαθητής λυκείου, μετά το διάβασμα πεζοπορώντας ανατολικά στο καλντερίμι για την παζαρόβρυση, το θαύμαζα έτσι κομψό, ωραίο και μεγαλόπρεπο που έστεκε στη θέση του. Μου άρεσε να βλέπω τον ήλιο που πηγαίνοντας να βουτήξει στο Ιόνιο, το έβαφε με ροζ, κόκκινα και χρυσαφένια χρώματα, Τα τζάμια του ν΄ αντανακλούν σκιές, αχτιδωτές γραμμές, πρόσωπα ακαθόριστα, φευγαλέα, θαμπά. Από όσα παράθυρα ήταν ανοικτά, κόκκινες λουρίδες φωτός έμπαιναν στα δωμάτια, από τα κλειστά εκχέονταν μέσα από τις γρίλιες, που έχασκαν σαν κακογραμμένα «ι» του αλφάβητου.
Γενάρης, μύριζε πρώιμο καλοκαιράκι, όταν οι ξελογιάστρες Αλκυονίδες του φόρεσαν πανωφόρι και ζεστός να υποδεχτεί μια ένοικο. Ακατοίκητο και εγκαταλειμμένο το σπίτι, βρέθηκε σ’ ένα αιφνίδιο μπουρίνι με το ερχομό της γυναίκας. Ο θυμόσοφος λαός της γειτονιάς εξωραΐζοντας υπερβολικά τα κουτσομπολιά του και τι δεν είπε για την άφιξη της επισκέπτριας. Όμως με τον καιρό οι συκοφάντες έπεσαν έξω, και αποφάνθηκαν: «Είναι σημαντική γυναίκα, απείρου κάλλους και ομορφιάς, που ως εικαστικός βάζει σε αρμονία τα χρώματα και ήρθε στην πόλη μας να κατακτήσει το δυναμισμό της φύσης με την τέχνη της».
Αμύητος στην τέχνη, το δαιμόνιο της επιθυμίας ξύπνησε εντός μου να την επισκεφτώ, να δω τα έργα της και να σπουδάσω με το βλέμμα το θαύμα του χρωστήρα της. Ιδιαζόντως επιρρεπής σε αιφνιδιασμούς και σε απρόοπτα, αποφάσισα μια Κυριακή απόγευμα να παραβιάσω την εξώπορτά της. Ενθαρρυμένος από την ησυχία του κήπου, πλησίασα την τζαμόπορτα και κοίταξα μέσα. Την είδα να ζωγραφίζει δυο φλαμίνγκο σ’ ένα βραχάκι. Καθόταν σε σκαμνί, δεξιά της είχε ένα τραπέζι στρογγυλό, πάνω του μπογιές, στην αριστερή του άκρη ένα ποτήρι μπύρα και στη τσιγαροθήκη η γόπα να καίει. Μεσόκοπη, με απολλώνιο φως γύρω από το πρόσωπό της, με έκφραση ψυχωτική που ζητούσε ν’ απαλλαγεί από τη μοναξιά και τους δαίμονες που την στοίχειωναν. Σε λίγο αντικατέστησε τα πουλιά με άλλον πίνακα, μια τοπιογραφία, δάσος, δέντρα, φωτεινά χρώματα και ιδιαίτερη τεχνική. Ο καμβάς απεικόνιζε ένα ζευγάρι ερωτευμένων με άσπρα ρούχα που περπατούν πιασμένοι χέρι- χέρι δίπλα σ’ ένα παλιό νερόμυλο. Πίσω από την ξύλινη περίφραξη μια πλαγιά με ζωηρά χρώματα, εντείνει την τοπιογραφία και στο φόντο ο ουρανός φωτεινός έδινε την αίσθηση της κίνησης να απογειώνει όλο το σκηνικό.
Εντυπωσιασμένος έφυγα. Στο σπίτι σκεφτόμουν κι άλλες τέτοιες αποδράσεις στο εργαστήριό της, έστω κι έξωθεν για να ανατραπεί άρδην το τοπίο της ατεχνίας μου. Κι όλο τη φανταζόμουν, ντυμένη στα ροζ να ζωγραφίζει, τα μαλλιά της σκόρπια, ριγμένα στους ώμους, να φεγγίζουν χυτά, με τον ήλιο του Ιονίου να της καίει άσβηστο το καντήλι του. Πολλή ώρα στην ίδια θέση με το πινέλο στα χέρι, το βλέμμα της στραμμένο προς τα έξω, να ψάχνει τα φιλήδονα χείλη της τέχνης στη σκόνη των πραγμάτων.
Φλύαρος ο καιρός, τον Ιούνιο αποχαιρέτησα την Κυπαρισσία, στο κλεινό άστυ ασμένως έφτασα τις σπουδές μου ν’ αρχίσω. Επέστρεψα γραμματοδιδάσκαλος, με θέση οργανική σε σχολείο, τους μαθητές μου μάθαινα το «ευ πράττειν» με τη συνοδεία των ασωμάτων αγγέλων. Περνώντας απ’ το αρχοντικό, τη θυμήθηκα, στάθηκα στο καλντερίμι, χάζεψα στο μπαλκόνι με τους δυο φιλοτεχνημένους ερωδιούς, την αναζήτησή της ως ίαση εναγωνίως επεδίωξα. Έτρεξα στη Σταθιώ, χαρτομάντισσα και καφετζού, ενήμερη για όλα τα σημάδια που είχαν ανοίξει οι σφαίρες στους ταπεινούς γειτόνους. Λόγια ουσίας όσα μου είπε η υψηλή κύρους χαρτορίχτρα, ανεξίτηλα τα ασφάλισα στη μνήμη, μια τελευταία της εικόνα να έχω. «Έφυγε. Τελευταία δεν έβγαινε στην αυλή και τα μάτια της είχαν δυο σύννεφα βροχής. Τις νύχτες έμενε άυπνη, κάπνιζε πολύ και μεθούσε. Ασήμωσαν οι κρόταφοι της, το σώμα της γέρασε, τα όνειρά της έγιναν νεκρά όστρακα. Είχε τρελαθεί. Πριν ένα χρόνο, άφηνε το σπίτι, πήγαινε στο κάστρο και ζωγράφιζε. Στην άκρη της ντάπιας, έπαιζε με τα σκοτεινά αγκαλιάσματα των καθημερινών πραγμάτων. Από έρωτα είπαν τα ’κανε αυτά. Το σαπισμένο του υλικό την κατάντησε έτσι. Ποιον αγαπούσε; Ποιος αναδυόταν στη ρωγμή της ζωής της, κανείς δεν το ’μαθε ποτέ».