Χρονογράφημα
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
Απέναντι απ’ το σπίτι μου και στις υπώρειες του κάστρου της Αρκαδιάς, εντός μιας μικρής λάκκας, ο ναός των Εισοδίων, μέλπει ενίοτε χερουβικούς ψαλμούς. Ρόδινα ή γκρίζα τα επουράνια τους δέχονται, με το μουσικό τους κοχλία ύστερα στο σύμπαν τους σκορπίζουν με διατεταγμένες νότες, τη συντριβή του κακού να επιζητούν. Σύντροφος της μουσικής τα δειλινά και τα πρωινά, μια βαρκούλα με σηκωμένα πανιά, στο λιμένα της πόλης, βόλτες κόβει, βόλτες αφήνει, πότε νότια και πότε δυτικά. Γύρω μου στους κήπους, πουλιά στήνουν χορούς, συναυλίες χαρμόσυνες σε μείζονα φα ακούγονται, εξόχως εγωιστής ένας σπουργίτης, το κάγκελο δε λέει ν’ αφήσει του μπαλκονιού. Οι προσπάθειές μου επίμονες, όσο το γυμναστήριο βλέπω, τις μνήμες να τις δαμάσω, όμως δεν μπορώ, κι όλο θυμάμαι.
Θυμάμαι την εφηβεία μου. Τότε που σε εποχή υλικής ένδειας, ήμουν μέλος του μαθητόκοσμου του γυμνασίου Κυπαρισσίας και είχα “στρατοπεδεύσει” εκεί γύρω ως “έποικος” εκ Μουριατάδας και με ρέοντα ελληνικό ρεαλισμό ονειρευόμουν να γίνω μάστορας σε αριστεία αρχαιοελληνικού διαφωτισμού. Όμως ο φιλόλογος, με ενέπαιζε, με προσφωνούσε, τεμπέλη και με βάπτισε “αγράμματο Δημοσθένη”. Ο αρχαιόγλωσσος αυτός σπιθαμιαίος θαυμαστής του Ομήρου όταν άνοιγε το βιβλίο δεν κρατιόταν με τίποτα. Λες και ήταν ηνίοχος σε άρμα απάγγειλε μεγαλοπρεπώς και με οίστρο: “Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην, η μυρί Αχαιοίς άλγε΄ έθηκε…” και γέμιζε τον πίνακα ασκήσεις γραμματικής και συντακτικού για εμπέδωση κατ’ οίκον.
Καταπονημένος μετά τις επίμονες προσπάθειες να τις επεξεργασθώ, κατέφευγα στο γυμναστήριο των Εισοδίων προς επικουρία του δοκιμασμένου πνεύματος. Το γυμναστήριο αυτό προ ετών ήτο κήπος με δέντρα, άνθη και οπώρας, φροντισμένο υπό της μητρόπολης Χριστιανουπόλεως, που εν καιρώ εγκαταλείφθηκε και απόμεινε άγονος τόπος αναψυχής και ψυχαγωγίας. Εκεί τα απογευματινά μας, εκεί και τα σκασιαρχεία μας. Όταν ο βίος μας στην αίθουσα γινόταν αβίωτος σε μια άκρη του στήναμε μαθητικό γκοβέρνο και δικάζαμε την κακή καθηγητική σύγκλητο. Ακόμη για να αποφεύγουμε τους φωστήρες καθηγητές μας και να μην τους συναντάμε στους δρόμους και τις ρίμες της πόλης, πηγαίναμε στο γυμναστήριο τις ώρες της σχόλης και μονάζοντες, οργανώναμε φιέστες παιχνιδιών, ερωτικές συναντήσεις συμμαθητριών και ανοίγαμε επίμαχες συζητήσεις περί παντού επιστητού. Το αυταρχικό κράτος εκείνης της εποχής μάς είχε “γραμμένους” ως ανυπότακτους και φαύλους. Έχοντάς το κι εμείς “γραμμένο”, σύσσωμη η μαθητική ομάδα αποφάσιζε “πως ουδεμία παραχώρηση θα κάναμε προς αυτό και πως ποτέ δε θα το βλέπαμε ως φίλο και προστάτη”.
Εκεί και ο Αντώνης, φιλαράκι και συμμαθητής. Του άρεσε η φυσική και ο αιθέρας. Σφυρηλατημένος κι αυτός στην ένδεια, μπόρεσε και μπήκε στη σχολή Ικάρων, είκοσι δύο όμως χρονών η Άτροπος του έκοψε το νήμα, όταν το αεροσκάφος τον πρόδωσε και συντρίφτηκε στην άγονη λάκκα του γυμναστηρίου. Λευκή στήλη από μάρμαρο δυτικά, τη στιγμή θυμίζει που καιόμενος εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ταξίδεψε για τις ουράνιες μονές. Στη μνήμη του το απόσπασμα του Αλμπέρτο Αϊνστάιν που τόσο του άρεσε και το συζητούσαμε λύνοντας ασκήσεις φυσικής. “Κρατούσα αυτόν τον ιστό αράχνης και σκεφτόμουν πόσο τέλειο μουσικό όργανο είναι. Οι μεταξωτές κλωστές σχηματίζουν μια πανάρχαια άρπα με συμπαθητικές χορδές και το μικρό αρθρόποδο τις τεντώνει στη συχνότητα που υπαγορεύει η βαρύτητα. […] ‘Όταν αποσύρεται το θήραμά του, καθώς περνά ανάλαφρα ο άνεμος μέσα απ΄ αυτό το κόσκινο, από αυτές τις κυψέλες τις διατεταγμένες σε γεωμετρία κοχλία, το έγχορδο γίνεται με μιας πνευστό, ένας σχεδόν άυλος αυλός. Κι όταν η πεταλούδα πέσει πάνω στο νεκρικό της σάβανο, μετασχηματίζεται σε μεμβρανοειδές τύμπανο του θανάτου. […] Είναι το τελειότερο όργανο στο σύμπαν επειδή είναι έγχορδο, πνευστό και κρουστό συγχρόνως και περιγράφει τη δημιουργία της ζωής και τη συντριβή του θανάτου”.
ellinikoxronografima.blogpost.gr