ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δυστυχώς ο κορονοϊός βάλθηκε ν’ αποτελειώσει ότι άφησαν στη μέση τα μνημόνια, να αμπαρώσει τον κόσμο στα σπίτια του, να τον κολλήσει στους καναπέδες, να τον κάνει φόβου άθυρμα στην τρομοκρατία της τηλεείδησης και να τον κάνει νοσταλγό της πριν κρίσης εποχής. Κυριακή και βρέθηκα στην πλατεία της πάνω πόλης. Ερημιά, δε σάλευε ρόδα, ούτε ένα χαμόγελο παιδιού δεν έσκαγε, κανένας πότης και ρέκτης της κουβέντας δεν κατέβαζε τα ουζάκια του στις ταβέρνες.
Άλλοτε οι αστοί εγκατέλειπαν άρον – άρον τα κολαστήρια των μεγαλουπόλεων και κατέφευγαν αγεληδόν στους χέρσους και παράκτιους παραδείσους της πατρίδας μας, μεταφέροντας μαζί με το κουρασμένο σαρκίο τους και τις μίζερες καθημερινές τους βεβαιότητες. Η Κυπαρισσία με την πάνω πόλη, τα άπειρα κάλλη και τις ομορφιές της, τους έσφιγγε στην ολόθερμη αγκάλη της, την εσωτερική ψυχογραφία τους με ίαση ηρεμούσε επί το βέλτιστον. Σήμερα καμία πολυκοσμία, καμία πανηγυρική αγορά. Ερημιά παντού, μοναχικά κτήρια, κλειστά μαγαζιά, σφραγισμένα ταβερνάκια, ατάραχοι δρόμοι, ψιθυρίζουν νοσταλγικά στους ελάχιστους οδοιπόρους, πως δεν ευθύνονται για τα χάλια τους ούτε και για το συρφετό της ερημιάς που εκ πρώτης όψεως δείχνει η πόλη.
Παρά το γκρίζο και το μουντό, ένας αναπάντεχος εξωτισμός με άγγιξε λίγο πριν την είσοδό μου στην πλατεία και πλησίον του Ηρώου. Μυρίζοντας πρώιμο καλοκαιράκι οι ανθισμένες αμυγδαλιές στον κήπο του ερειπωμένου ξενοδοχείου «Μορφέα», φώτισαν με απολλώνια ομορφιά τη διαδρομή της θλιμμένης μου ψυχής, ώστε μπόρεσα και διανοήθηκα ήρεμα και αναδείχτηκε μέσα μου η υπόσταση του κτηρίου έντονα. Ιδιότυπο γεγονός προ πολλών ετών συνέβη δυτικά στο μπαλκόνι του με θέα το γαλάζιο Ιόνιο. Γεγονός που έδωσε στην Κυπαρισσία δημοσιότητα και προκάλεσε παγκόσμιο αντίκτυπο ως δημοφιλές θέρετρο ανά την Υφήλιο. Στο μπαλκόνι λοιπόν του «Μορφέα» ο Γάλλος διακεκριμένος πολιτικός Κλεμανσώ και φιλέλλην, απόλαυσε ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασίλεματα του κόσμου, και, θαυμάζοντας αυτό οραματίστηκε λαμπρόν πεδίο δόξης για την πόλη, καταλείποντας το λόγο του στους ευγενείς Κυπαρίσσιους, που γέμισαν με υπερηφάνεια και του έμπλεξαν το εγκώμιο με ασυνήθιστες ραψωδίες επαίνων και επωδών.
Μέμφομαι συχνά το φλύαρο χρόνο που αφήνει πίσω του μνήμες και ερείπια. Ωστόσο περνώντας από το ερείπιο ξενοδοχείο με την πεσμένη στέγη, τους γκρίζους τοίχους και το λογγωμένο κήπο του, κάτι με άγγιξε εσώψυχα και με συγκίνησε που θα ήθελα να σουλατσάρω κάτω στο υπόγειό του και να έβλεπα αυτά που τραγουδάει ο ποιητής: «Μες στο υπόγειο / βρίσκονται στοιβαγμένες / στιγμές αγαπημένες / κάτω απ’ της λήθης τον ιστό //. Βινίλια εντ ρολ / αφίσες του Γκεβάρα / μια γέρικη κιθάρα / κι άδεια μπουκάλια αλκοόλ //. Uranya τηλεόραση / πικάπ μ’ ένα ηχείο / ασπρόμαυροι κι οι δύο / σε σχολική απόδραση //. Κόμικς σε χάρτινα κουτιά / ένα μπλουτζίν καμπάνα / νότες Κάρλος Σαντάνα / σε ξέθωρα παλιά χαρτιά //. Χακί στρατιωτικό μπουφάν / βυζαντινές σημαίες / αριστερές ιδέες / σε σκονισμένα σελοφάν //. Παλιά βιβλία με λεπτές / σε μένα αφιερώσεις / γραπτές φαντασιώσεις / που μας βαπτίζουν ποιητές //».