Χρονογράφημα
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Είχα χρόνια να τον δω. Συναντηθήκαμε τυχαία. Ο φλύαρος χρόνος τον είχε κάνει αγνώριστο. Άσπρο μαλλί και άσπρο γένι. «Δε με γνώρισες;» μου ‘πε. «Ο Λαοκράτης είμαι, συμμαθητές στην πρώτη Γυμνασίου για μια χρονιά και γείτονες στη Γελουδά. Μικρός ο χρόνος της γειτνίασής μας αλλά οι σελίδες της πάμπλουτες από νότες της ζωής όμορφες, πικάντικες ιστορίες και αλλόκοτες εφηβικές επινοήσεις. Αρχόντισσα η Αρκαδιά σαν μια αόρατη πεταλούδα που πέρασε από μπροστά μου κι έφυγε. Έφυγα κι εγώ. Μετάνιωσα. Αν έμενα σφυρηλατημένος από την αθωότητα εκείνης της μίζερης εποχής, ίσως να μην ήμουν απολωλός σήμερα»
Στην ταβέρνα «Αρκαδιά» στο τρίτο ποτήρι ξεκίνησε να εξιστορεί τα βάσανά του. «Τρία χρόνια στην ψειρού, κάτι θα ’χεις ακούσει, όλα ξεκίνησαν από το Φαρισαίο θεολόγο. Θα θυμάσαι που μ’ έπιασε να παίζω στο μεγάλο καλντερίμι και την άλλη μέρα με χαστούκισε μέσα στην τάξη και μου ζήτησε να απαγγείλω το «Πάτερ ημών, εφτά φορές». Εγώ άρχισα και είπα τα δικά μου: Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, παρελθέτω η αδικία σου, γεννηθήτω το κατόρθωμά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον κουμούτσιον πάρ’ τον από τους πλούσιους και δος ημίν σήμερον και αύριο και μεθαύριο και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θα θυμάσαι ακόμη, που μου είπε: «Λες ανοησίες, μπολσεβίκε» και με λιάνισε στο ξύλο. «Χάσου εσύ και το πανεπιστήμιό σου», του απάντησα κι εγώ και πετάχτηκα από την πόρτα σαν πυροβολημένος. Από τότε χάθηκα. Κείνες τις εποχές της υλικής ένδειας δεν υπήρχαν λιμνοθάλασσες αρμονίας. Απαιτητικό το στομάχι κι εξόχως γκρινιάρης και ενοχλητικός ο σπιτονοικοκύρης, που παρά την επίμοχθη προσπάθειά μου να του καταβάλω τα ενοίκια δεν τα κατάφερα, ήταν αιτίες που θεμελιώθηκε μέσα μου η φυγή. Λιποτάκτησα, πήγα στο χωριό, πιλαλούσα στα χωράφια, ξέχασα το βιβλίο, έβαλα το σουγιά στην πισωτσέπη, τα τσιγάρα στο τσεπάκι και πήρα τη ζωή μου λάθος! Οι φαλαγγίτες της χούντας με παρακολουθούσαν, μου έφτιαξαν φάκελο και περίμεναν το πρόσταγμα να μ’ αρπάξουν. Όταν με θεώρησαν επικίνδυνο με συνέλαβαν. Μου ’ριξαν τρία χρόνια για αντίσταση κατά του καθεστώτος και μ’ έκλεισαν ένα στις φυλακές της Κασσανδρίας. Εκεί έμαθα πως οι σωτήρες μας αυνανίζονταν σ’ ένα ζωγραφισμένο πουλί με γραμμένο στα πόδια του το τρίπτυχο, Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών! Πέρασε ο καιρός, βγήκα, γύρισα στο χωριό. Άραξα στον καφενέ και το ’ριξα στο χαρτί και στο ποτό. Ερωτεύτηκα την Πανδώρα, μια πλούσια χωριατοπούλα, όλο φωτιά, με μάτια να ’χουν το χρώμα της θάλασσας και χείλη το χρώμα του κερασιού. Ερχόταν με τον μπότη να πάρει κρασί κι εγώ κυλιόμουν στα τέσσερα να την φτάσω και να την αγγίξω. Σιγά μην την έδιναν σε μένα! Αυτή με έσπρωχνε και με περιφρονούσε. Έπεσα σε κατάθλιψη. Το ’ριξα πιο πολύ στο χαρτί, δεν έκανα οικογένεια, κατάντησα ρέμπελος, ένα κουρέλι. Το σπίτι έγερνε, δανείστηκα να το στυλώσω. Του ’ριξα λίγα λεφτά τ’ άλλα τα ’φαγα. Το χρωστάω. Αύριο πάω στους τραπεζίτες. Αν το χάσω, χάνομαι… «Εσύ; Εσύ έχεις βάσανα;»
Οι λέξεις του μεταξωτές χορδές σχημάτισαν μιαν άρπα κι άκουγα και το δικό μου τραγούδι στον ανάλαφρο άνεμο. Σιώπησα. Φίλη επιστήθια η ψυχή μου είχε συντριβεί.
Άδειασε το ποτήρι, με άγγιξε στον ώμο, στα μάτια του η θλίψη κυλούσε υγρή. «Ωραία χρόνια τότε…» ψιθύρισε κι ένας λυγμός του έσβησε τη φωνή. Όταν συνήλθε, με παρότρυνε: «Πες μου κάτι για σένα, θέλω ν’ ακούσω!»
Λύγισα, άρχισα; «Διορισμένος γραμματοδιδάσκαλος στα σχολεία της αρχόντισσας τούτης πόλης, έφαγα το χρόνο μου, δίδαξα τους μαθητές μου με τη συνοδεία των ασώματων αγγέλων της και τους έμαθα το “ευ πράττειν”. Και τώρα με τη νεότητά μου μαραμένη, τους ευώδεις παραδείσους της πορείας μου σκαμμένους απ’ το φλύαρο καιρό και τη χλεύη του Προκρούστη χρόνου, σέρνομαι στους δρόμους της σαν κίτρινο φύλλο, ένας καπνός που σαν νέφος θα σκορπιστεί στον ουρανό. Κι ως τώρα που με βλέπεις διάγω τη ζωή μου ζώντας στην αγκαλιά της, ασπρίζοντας στις γειτονιές της, ψηλαφώντας ότι έμεινε στη φλούδα της από μια ολάκερη φευγάτη ζωή. Κι όσο ξέρω πως οι μέλισσες και οι ολόχρυσοι κύαθοι, που βρέθηκαν στα σπλάχνα της θα είναι στο Μουσείο εν μέλλοντι απόντος μου, αφήνω τα δάκρυά μου καυτά να τρέξει στις ρυτιδωμένες παρειές μου».
Η φωνή του σιγοσβησμένη, ψιθύρισε: «Όπως κι εγώ! Ένας φτωχός και λησμονημένος ερημίτης! Στο χάος και στη λήθη! Αφήνεις όμως κάτι! Εγώ;».
ellinikoxronografima.blogspot.gr