ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ως και του Κλεμανσώ, το ηλιοβασίλεμα της Κυπαρισσίας, ταρακούνησε τα ύδατα του εφησυχασμού της ψυχής του και συγκινήθηκε, πώς να μην κάνει το ίδιο και σε μένα; Είναι δυνατόν να το βλέπω κάθε απόγευμα από τη βεράντα μου στην πάνω πόλη και να μη μου ανοίγει διαχρονικούς δρόμους, με νοσταλγίες, φαντασίες και ταξιδιωτικές αποδημίες; Πώς είναι δυνατόν να μην έρχεται στη μνήμη μου ο αιρετικός Γιάννης Σκαρίμπας με το ποίημα του «ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ» και να λέει: «Να ’ναι σα να ’μουν έτοιμος //. Και να ’ναι σαν να ’χω το εισιτήριο //. Οι κάβοι ν’ αφροκοπούν / κι οι αφροί να κουνάνε μες στους καπνούς του / όρνιο, ένα καράβι //. Κι εγώ να ψάχνουμαι εδώ χάμω //. Και όλο – όλο το εισιτήριο / να λέω συντρόφοι ωραίο! // Και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο / να μην φαινόνται πουθενά οι βαρκαρέοι //. Οι βαρκαρέοι! Το εισιτήριο! Να τρέχουν εντός μου η Χαλκίδα και τα όρη //. Κι εκεί να το ’χουν συνεπάρει οι ανέμοι μετέωρο / μες στις αχλές του, το βαπόρι //. Ω διάολε! Όλα να ’χουν χαθεί και να ’χουν πάει / κι οι άνθρωποι δραπετεύσει από τους τόπους / κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει / χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους //. Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο! // Και όλο να χλιμιντράει στο χάος //. Κι ως θα κλαίω / κιόλας να ψάχνομαι, να ψάχνομαι στο μώλο / κι όλο για κείνο το εισιτήριο να λέω //».
Και σαν ο ήλιος, δίσκος κόκκινος μετέωρος στην αστρική του κλίση βυθίζεται στο Ιόνιο, η θαυμασία νήσος Ζάκυνθος, θεά της ομορφιάς μπροστά μου προβάλλει. Ο Κάλβος ποτέ δεν τη λησμόνησε κι εγώ ακούω το τραγούδι του: «Ω φιλτάτη πατρίς / ω θαυμασία νήσος Ζάκυνθε, συ μου έδωκας την πνοήν / και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα! // […] Το κύμα Ιόνιον / πρώτον εφίλησε το σώμα / πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι / εχάϊδεψαν το στήθος / της Κυθερείας //. Μοσχοβολάει το κλίμα σου / ω φιλτάτη πατρίς μου / και πλουτίζει το πέλαγος / από την μυρωδίαν των χρυσών κίτρων //. […]».
Μ’ ένα διαβήτη άνισο μετά η φύση ιχνογραφεί και η Κεφαλονιά, γεμάτη φως, κόσμημα αστερισμού της ζωδιακής σμίλης, αγέρωχη προβάλει στις φωτοχυσίες του δειλινού. Χορεύτρα της θάλασσας αιώνες, το ‘53 ένας σεισμός στρυφνός θέλησε να την ισοπεδώσει. Μνήμη εκείνης της μακρινής εποχής και της πελεκιάς οι παρακάτω στίχοι: «Ο χάρος έστησε χορό στου Άδη τα σκοτάδια / και τρία όμορφα νησιά μας τα ’κανε ρημάδια / Ιθάκη και Κεφαλονιά και φιόρε του Λεβάντε/ κουράγιο και υπομονή στη συμφορά σας κόντε //. […] Ιθάκη και Κεφαλονιά και Ζάκυνθος ωραία / και στη ζωή και στο χαμό βρεθήκατε παρέα //. Ιθάκη και Κεφαλονιά και ξακουσμένο Τζάντε / πάλι θα ξαναγίνετε το φιόρε του λεβάντε //».
Μετά έρχεται η νεράιδα Ιθάκη στεφανωμένη με την αύρα της θάλασσας. Τώρα νομίζω μ’ ένα σάλτο μαζί με τον άνεμο αν το ήθελα θα πετούσα ως το Νήριτο το βουνό της κι εκεί να μιλήσω με τον Οδυσσέα, να μου δείξει το παλάτι και τα βοσκοτόπια του, τα λάφυρα που έφερε από την Τροία και το απέραντο της πατρίδας του που τον έκανε να ταξιδέψει δέκα χρόνια για να γυρίσει κοντά της. Κι εκεί ιστορώντας τα πάθη του, κάπως έτσι θα άρχιζε να μου λέει: «…είμ’ Οδυσσεύς Λαερτιάδης, ος πάσι δόλοισιν ανθρώποισι μέλω, και μευ κλέος ουρανόν ίκει, ναιετάω δ’ Ιθάκην ευδείελον…».