Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ,
Εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας
Ο πανικός δεν είναι καλός σύμβουλος και το γνωρίζουν οι πάντες. Οδηγεί σε απέλπιδες και απεγνωσμένες κινήσεις. Γίνεται, μάλιστα, πολύ επικίνδυνος, όταν κυριεύει ανθρώπους που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας. Το τελευταίο διάστημα φαίνεται πως η κυβέρνηση κινείται στη δίνη του. Οι πολιτικές της επιλογές και η απουσία σχεδίου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας την οδήγησαν σε αδιέξοδο. Αυτό προκάλεσε πανικό στον πρωθυπουργό, στα στελέχη του και στο μιντιακό σύστημα που τον στηρίζει.
Αντιφατικές δηλώσεις, διαψεύσεις και πολυγλωσσία θα λέγαμε πως βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Κυνήγι μαγισσών από τον κ Γεωργιάδη που ανακάλυψε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει διαδηλώσεις για να διασπείρει τον κορονοϊό. Άλλο σκοπό βαράει το βιολί και διαφορετικό το λαούτο. Στις 11 Μαρτίου λ.χ. η κ. Κεραμέως έλεγε ότι η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στο άνοιγμα των σχολείων στις περιοχές με βαθύ κόκκινο και αργότερα ακούσαμε ότι θα προηγηθεί το λιανεμπόριο. Την επόμενη μέρα, σε μια κίνηση πανικού, έκλεισαν αιφνιδιαστικά όλα τα σχολεία της χώρας. Θα ξαναπώ ότι προκύπτουν πολλά ερωτηματικά για τον ρόλο της επιτροπής λοιμωξιολόγων και τις σκοπιμότητες που μοιάζει, κάποιες φορές, να υπηρετεί. Δε θα μπορούσαν, δηλαδή, τα σχολεία να λειτουργούσαν εξ αρχής με τους μισούς μαθητές στην τάξη; Πρότειναν ποτέ αυτή τη λύση και δεν έγινε αποδεκτή; Πόσο μετράνε στις αποφάσεις τους οι επιπτώσεις που θα υπάρχουν στη μαθησιακή εξέλιξη των παιδιών, στην κοινωνικοποίηση και στην ψυχική τους υγεία από αυτό το πήγαινε – έλα;
Εκείνο, ωστόσο, το οποίο πανικόβαλε την κυβέρνηση ήταν η τροπή την οποία πήραν τα γεγονότα που συνέβησαν στη Νέα Σμύρνη με τον αναίτιο ξυλοδαρμό πολίτη και με όσα ακολούθησαν. Η κοινωνία προβληματίστηκε σοβαρά και αυτό φάνηκε από τις αντιδράσεις της. Αυτό ακριβώς ενόχλησε τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος επιχείρησε στο διάγγελμά του (ανεπιτυχώς, αφού αποδείχτηκε ότι οι δράστες ήταν οπαδοί ομάδων) να φορτώσει τον απαράδεκτο και καταδικαστέο τραυματισμό του αστυνομικού στην Αριστερά. Συνειδητά, όμως, δεν έκανε καμιά αναφορά στην αστυνομική βία. Ίσως, γιατί ένιωσε περηφάνια βλέποντας τους άντρες της ομάδας ΔΙΑΣ να έχουν ανακτήσει το ηθικό τους, το οποίο, όπως είπε ο ίδιος, είχαν χάσει επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ. Στο κενό έπεσε και η προσπάθεια φιλικών του Μ.Μ.Ε, τα οποία καλοταϊσμένα από την κυβέρνηση, ως πολύτιμοι συνεργάτες της, μπήκαν στον χορό της προπαγάνδας, του ψεύδους και της στρεψοδικίας, κάνοντας μοντάζ σε βίντεο και αφαιρώντας ό,τι ενοχλούσε και τεκμηρίωνε την αστυνομική αυθαιρεσία. Απέτυχε, τέλος, η απόπειρα του πρωθυπουργού να διορθώσει την εικόνα της κυβέρνησής του στη Βουλή. Αντί να ξηλώσει όσους φταίνε και να ζητήσει παραιτήσεις, γιατί δεν μπορεί, κάποιοι είναι υπόλογοι, πέταξε το μπαλάκι στον Συνήγορο του Πολίτη για τη διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας. Θα γίνει, με μια λέξη, ό,τι ακριβώς και με την επιτροπή Αλιβιζάτου, δηλαδή τίποτα.
Ο πρωθυπουργός και οι συν αυτώ, αντιλαμβανόμενοι ότι, όταν ανοίξει η κοινωνία, θα υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις στα ήδη ψηφισμένα, αλλά και στα νέα σκληρά μέτρα τα οποία θα έρθουν, προσλαμβάνει ραβδούχους για να στηρίξει το οικονομικοπολιτικό σύστημα το οποίο τον ανέδειξε. Φοβάται τη λαϊκή οργή, γιατί ξέρει ότι αυτή θα τον στείλει στο σπίτι του. Ήταν δε τόσος και τέτοιος ο πανικός του προχθές στη Βουλή που έφτασε στο σημείο να αναλάβει την ευθύνη και να ζητήσει ένα υποκριτικό «συγγνώμη» για όλα τα περιστατικά αστυνομικής βίας, ακόμη και γι’ αυτά που έγιναν επί ΣΥΡΙΖΑ!! Το είπε μάλιστα με τέτοιο στόμφο, λες και έκανε τη δήλωση του αιώνα. Ασφαλώς, κάτω από άλλες συνθήκες, τούτο θα προκαλούσε γενική θυμηδία. Επειδή, εντούτοις, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, εμείς, οι πολίτες, δεν έχουμε παρά να ευχαριστήσουμε τον κ. Μητσοτάκη για τη μεγαλοψυχία του. Δε θα τσιμπήσουμε, όμως.