Ο Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων (Ιωάννης) Σιώκος, Προσωρινός εφημέριος και εντεταλμένος Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Μάνης (τέως τακτικός Ιεροκήρυξ (Ν. 817/78) της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως & Θάσου, της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος & Φαναριοφερσάλων και της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης & Αλμωπίας), απέστειλε (ηλεκτρονική) επιστολή στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, σχετικά με την επίμαχη διαμάχη μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, στα πλαίσια της παγκόσμιας πανδημίας και κρίσης του κορωνοϊού:
Εξοχώτατε Πρόεδρε Της Ελληνικής Κυβερνήσεως
Και Πρωθυπουργέ Της Ελλάδος
Κύριε κύριε Κυριάκε Μητσοτάκη,
Με τον δέοντα και προσήκοντα σεβασμό στο Υψηλό Πρωθυπουργικό Σας Αξίωμα αλλά και με ευαίσθητη προσωπική, δημοκρατική και εκκλησιαστική, συνείδηση, Σας απευθύνουμε την παρούσα Εμπιστευτική μας Επιστολή, σχετικά με την επίμαχη διαμάχη μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, στα πλαίσια της παγκόσμιας πανδημίας και κρίσης του κορωνοϊού και Σας παρακαλούμε να τη λάβετε υπ’ όψιν Σας, διότι, όλως παραδόξως, αποβαίνει προς όφελος της Εντιμοτάτης Ελληνικής Πολιτείας, η οποία, εν τέλει, αδίκως κατηγορείται από την Εκκλησία της Ελλάδος για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας των Ελλήνων Πολιτών ‒ Μελών Της
Μετά βαθυτάτου σεβασμού και οφειλομένης τιμής
Αρχιμ. Ιλαρίων Σιώκος
Ι. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΣΥΔΟΣΙΑ, ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΝΟΜῼ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΙΣΧΥΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΙΣΧΥΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ.
Βάσει του 13ου Άρθρου του ισχύοντος Συντάγματος, στα πολιτειακά πλαίσια της Προεδρευομένης Ελληνικής Δημοκρατίας και της Εντιμοτάτης Ελληνικής Πολιτείας, κατοχυρώνονται συναμφότερα και η επιτροπή της Θρησκευτικής Ελευθερίας και η αποτροπή της Θρησκευτικής Ασυδοσίας και η δικαίωση της χρήσης και η καταδίκη της κατάχρησης της θρησκευτικής ελευθερίας από τους παντοιοτρόπως θρησκευομένους Έλληνες Πολίτες, οποιασδήποτε θρησκείας ή δογματικής ομολογίας.
Συγκεκριμένα, στην 4η Παράγραφο του 13ου Άρθρου του εν ισχύϊ Ελληνικού Συντάγματος, διατάσσεται ρητώς, κατηγορηματικώς και απολύτως, για κάθε είδους «αντιρρησία θρησκευτικής συνειδήσεως», ότι «κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους» και με τη συνταγματική αυτή διάταξη κατοχυρώνεται αδιαμφισβήτητα και στο θεωρητικό και στο πρακτικό επίπεδο το δημοκρατικό δόγμα της «Νόμῳ Κρατούσης Πολιτείας», δηλαδή, η υπερισχύς των Νόμων της Πολιτείας έναντι της ισχύος των Κανόνων κάθε είδους θρησκείας ή δογματικής ομολογίας ‒ και συνεπώς, έναντι της ισχύος και των λεγομένων «Ιερών Κανόνων» της επικρατούσης θρησκείας ‒ οι οποίοι, σαφώς, εκφράζουν με θεσμική μορφή, εν είδει, δηλαδή, «θρησκευτικών νόμων» και τοιουτοτρόπως κατοχυρώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των παντοίων θρησκειών ή δογματικών ομολογιών.
Η εν λόγω συνταγματική διάταξη κρίνεται, πράγματι, «απαραίτητη», από νομική και δημοκρατική άποψη, διότι με τη θέσπισή της διακρίνεται, εν τέλει, ειδικώτερα η «καλή» από την «κακή» χρήση της θρησκευτικής ελευθερίας των παντοιοτρόπως θρησκευομένων Ελλήνων Πολιτών, η οποία αναγνωρίσθηκε γενικώς και κατοχυρώθηκε με όλες τις προηγούμενες συνταγματικές διατάξεις και καταδικάζεται και αποτρέπεται η «κακή» χρήση της, η λεγομένη «κατάχρηση» της θρησκευτικής ελευθερίας και η εκτροπή της σε «θρησκευτική ασυδοσία», δηλαδή, σε «λόγο παρανομίας» και επίδειξης κάθε είδους απείθαρχης και παραβατικής συμπεριφοράς ως προς τους νόμους του Κράτους, κατά την άσκησή της από τους πολίτες. Εν προκειμένω, το Σύνταγμα είναι σαφές: «Κανένα Φυσικό ή Νομικό Πρόσωπο της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να επικαλείται ως νόμιμο λόγο ή δικαιολογία τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του και τους Κανόνες της οποιασδήποτε θρησκείας ή δογματικής ομολογίας στην οποία ανήκει, οι οποίοι, σημειωτέον και πάλι, εκφράζουν επισήμως και θεσμοθετούν τις θρησκευτικές αυτές πεποιθήσεις ως θρησκευτικούς νόμους, και να παρανομεί στο όνομα της θρησκείας ή της δογματικής ομολογίας του, της θρησκευτικής ελευθερίας του και της ελεύθερης και αβίαστης θρησκευτικής του συνείδησης. Όταν Πολιτειακοί Νόμοι και Θρησκευτικοί Κανόνες συγκρούονται και έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, επικρατούν πάντοτε οι Νόμοι του Κράτους». Σημειωτέον, ότι οι αντιρρησίες της ένοπλης στρατιωτικής θητείας, δεν θεωρείται από το ισχύον Σύνταγμα ότι απαλλάσσονται από τη θητειακή τους υποχρέωση προς το Κράτος, διότι από το εν λόγω Σύνταγμα εκλαμβάνεται ότι εναλλάσσουν τη στρατιωτική με την πολιτική θητεία.
Κρίνεται, επίσης, «ανυπέρθετη», διότι με αυτή εξασφαλίζεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού πολιτεύματος και αποτρέπεται η εκτροπή του ελληνικού πολιτειακού χαρακτήρος σε θεοκρατικό, κατοχυρώνεται η ίδια η ελληνική δημοκρατία και αποκρούεται η απειλή της μετατροπής της σε «ορθόδοξη χριστιανική θεοκρατία», λόγω της συνταγματικής αναγνώρισης και περιβολής των Ιερών Κανόνων της επικρατούσης θρησκείας με ισχύ κρατικών νόμων. Ναι μεν, οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας αναγνωρίζονται και περιβάλλονται από το Σύνταγμα με ισχύ κρατικών νόμων, όσον αφορά την πνευματική και τη νομική υπόσταση και τη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος και την εν γένει διαγωγή των κληρικών και των λαϊκών μελών της, το σύνολο των οποίων, σημειωτέον, ταυτίζεται με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων Πολιτών, αλλά μόνο όταν δε συγκρούονται και δεν έρχονται σε αντίθεση με τους Νόμους του Κράτους και δεν προσβάλλουν τον δημοκρατικό πολιτειακό του χαρακτήρα και τη δημοκρατική υπόσταση, συνείδηση και διαγωγή των νομοταγών πολιτών του.
Γι’ αυτό άλλωστε και στην περίπτωση του διαζυγίου δεν υπερισχύουν οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, οι οποίοι γενικώς απαγορεύουν την έκδοσή του και κατ’ εξαίρεσιν την επιτρέπουν μόνο σε περίπτωση μοιχείας, αλλά οι Νόμοι της Πολιτείας και ο Μητροπολίτης υποχρεώνεται να υπογράψει και να εκδώσει το διαζύγιο και το ίδιο ασφαλώς και γενικώς ισχύει και σε κάθε παρόμοια περίπτωση σύγκρουσης και αντίθεσης μεταξύ τους και συνεπώς και στην περίπτωση της εκλογής και της ισοβιότητος των Μητροπολιτών.
Αν, λοιπόν, επί του προκειμένου, κατατεθεί προσφυγή στο ΣΤΕ περί ακυρώσεως του σχετικού ισχύοντος νόμου ως αντισυνταγματικού, τότε όλοι οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος θα υποχρεωθούν να εκλέγονται από την κληρικολαϊκή εκκλησιαστική βάση εξουσίας, διότι σαφώς υφίσταται εκκλησιαστική κληρικολαϊκή κυριαρχία και να είναι αιρετοί και όχι ισόβιοι. Σημειωτέον, ότι το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας συγκλίνει μεν με τους δημοκρατικούς Νόμους του Κράτους ως προς την εκλογή των Μητροπολιτών από το λαό και ότι εν προκειμένω έχουν παρερμηνευθεί επίτηδες οι σχετικοί Ιεροί Κανόνες και έχει, επίσης, εσκεμμένα, αποκρυβεί και αποσιωπηθεί η Επιστολή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου προς την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, αλλά αποκλίνουν ως προς την ισοβιότητα και όχι αιρετότητα της εκλογής τους.
ΙΙ. ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΙΚΟΛΑΪΚΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ, ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΔΙΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΕΞΩΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ, ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΟΜΑΝΙΑ, ΙΟΥΔΑΪΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ.
Βάσει του 80ου Ιερού Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (Κων/πολη 691−692), σε περίπτωση που συντρέχει σοβαρός ή αποχρών λόγος «βαρυτέρας ανάγκης» ή «δυσχερούς πράγματος», επιτρέπεται και παρέχεται η ιεροκανονική άδεια σε κάθε κληρικό οποιουδήποτε βαθμού και σε κάθε λαϊκό προσωπικά, άρα και στο εξ εκάστου κληρικού και λαϊκού μέλους συναπαρτιζόμενο κληρικολαϊκό εκκλησιαστικό σώμα και πλήρωμα συνολικά, να «απολείπεται» και να απέχει από τον τακτικό εκκλησιασμό και τις λατρευτικές συνάξεις των Κυριακών, αλλά και των λοιπών, εννοείται, εβδομαδιαίων ημερών, «επί πλείστον», για το μέγιστο, δηλαδή, αναγκαίο και απαιτούμενο, αόριστο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου εκλείψει η «βαρυτέρα» αυτή «ανάγκη» ή το «δυσχερές» αυτό «πράγμα» και χωρίς η αορίστου χρονικής διαρκείας, μακρόχρονη ή βραχύχρονη, αυτή αποχή να θεωρείται εφάμαρτος και να τιμωρείται ποινικά με τις προβλεπόμενες για την αντίθετη περίπτωση έσχατες ιεροκανονικές ποινές της καθαιρέσεως, για τους κληρικούς και του αφορισμού, για τους λαϊκούς:
«Εἴ τις επίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ τῶν ἐν τῷ κλήρῳ καταλεγομένων, ἢ λαϊκός, μηδεμίαν ἀνάγκην βαρυτέραν ἔχοι, ἢ πρᾶγμα δυσχερές, ὥστε ἐπὶ πλεῖστον ἀπολείπεσθαι τῆς αὐτοῦ ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἐν πόλει διάγων, τρεῖς Κυριακὰς ἡμέρας ἐν τρισὶν ἑβδομᾶσι μὴ συνέρχοιτο, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἀποκινείσθω τῆς κοινωνίας».
Πρέπει να επισημανθεί, καταρχήν, ότι ο εν λόγω Ιερός Κανών δε συγκρούεται και δεν έρχεται σε αντίθεση με τους δημοκρατικούς νόμους του Ελληνικού Κράτους και γι’ αυτό αποτελεί εν ισχύϊ εκκλησιαστικό Νόμο του, σχετικό με τη λειτουργία των Ιερών Ναών της Εκκλησίας της Ελλάδος και την τέλεση των ιερών ακολουθιών σε αυτούς με τη συμμετοχή κληρικών και λαϊκών και εν συνεχεία να τονισθεί ο υπερθετικός βαθμός του επιθέτου «πολύ» στον εμπρόθετο επιρρηματικό προσδιορισμό του χρόνου «ἐπὶ πλεῖστον», δηλαδή, «ἐπὶ πλεῖστον χρόνον», διότι ο Κανών δε γράφει ούτε «ἐπὶ πολὺ» (θετικός βαθμός) ούτε «ἐπὶ πλεῖον» (συγκριτικός βαθμός) αλλά γράφει «ἐπὶ πλείστον» (υπερθετικός βαθμός), επεκτεινόμενος σε βάθος χρόνου και «επ’ αόριστον» μέχρι εκλείψεως της «βαρυτέρας ανάγκης» ή του «δυσχερούς πράγματος».
Συνεπώς, η Ελληνική Κυβέρνηση, δύναται, κατά την έμφρονα κρίση της, στην τρέχουσα πανδημία του κορωνοϊού και στα πλαίσια λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την προστασία της δημόσιας υγείας, να θέσει σε υποχρεωτική εφαρμογή για όλο το εκκλησιαστικό πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, κληρικούς και λαϊκούς, την από τον 80ο Ιερό Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου παρεχόμενη ιεροκανονική άδεια της αορίστου χρονικής διαρκείας αποχής από τον τακτικό εκκλησιασμό και όλες ανεξαιρέτως τις λατρευτικές συνάξεις των Κυριακών και των καθημερινών, δηλαδή, από όλη τη λεγόμενη «δημόσια λατρεία», μέχρις ότου κατασταλεί η κρατούσα πανδημία του κορωνοϊού, η οποία, ασφαλώς, επιγινώσκεται κατεξοχήν ως «βαρυτέρα ανάγκη» ή «δυσχερές πράγμα».
Και πράγματι, η Ελληνική Κυβέρνηση αυτό ακριβώς και νομίμως και ιεροκανονικώς έπραξε εξαρχής, είτε εν γνώσει, είτε εν αγνοία του εν λόγω Ιερού Κανόνος ‒ ο οποίος, σημειωτέον και πάλι, αποτελεί και ισχύοντα εκκλησιαστικό Νόμο του Ελληνικού Κράτους ‒ επιβάλοντας τη γενική αποχή από τη δημόσια λατρεία σε όλο το εκκλησιαστικό πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε κληρικούς και λαϊκούς και γι’ αυτό, μέχρις εδώ, δε φέρει η ίδια ουδεμία ευθύνη για ουδεμία διασάλευση της ιεροκανονικής τάξεως, σε αντίθεση με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, όχι μόνο δεν πειθάρχησε και δε συμμορφώθηκε ούτε προς αυτό το ίδιο το Κανονικό της Δίκαιο, μη συναινούσα οικειοθελώς, ως όφειλε, στην επιβληθείσα καθολική αποχή από τη δημόσια λατρεία και την υποχρεωτική, εν προκειμένω, εφαρμογή της λεγομένης «κανονικής οικονομίας» την οποία προβλέπει ο 80ος Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου για τέτοιες βαριές και δυσχερείς περιπτώσεις, αλλά αντιδρώσα και μη επευλογούσα αυτή και διαμαρτυρόμενη εντόνως και εξαρχής για την επιβολή της και τοιουτοτρόπως διασαλεύουσα αυτή η ίδια την ιεροκανονική της τάξη και αθετούσα ακόμη και αυτή την ίδια την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, στις αποφάσεις της οποίας οφείλει υποχρεωτικώς «πάσαν πειθαρχίαν και υπακοήν» και «ωσεί υπεραιρομένη υπέρ αυτήν», αλλά, ακόμη χειρότερα, επεκτείνουσα την αντικανονικότητα και πρωτοβούλως αυτή η ίδια προτείνουσα στην Ελληνική Κυβέρνηση να επιτρέψει την τέλεση των λεγομένων «κεκλεισμένων των θυρών ακολουθιών» και εν τέλει συμπαρασύρουσα και την Ελληνική Κυβέρνηση να συμπράξει και να κάνει πράξη τις αντικανονικές αυτές προτάσεις και πρωτοβουλίες της, δεδομένου ότι οι λεγόμενες «κεκλεισμένων των θυρών ακολουθίες», από δογματική, κανονική και εκκλησιολογική άποψη, κρίνονται και ελέγχονται όχι μόνο «εξωκανονικές» αλλά και «αντικανονικές» και «αντιεκκλησιαστικές» και ουδαμώς εμπίπτουν στη λεγόμενη «κανονική οικονομία» αλλά, τουναντίον, στην «αντικανονική ανομία». Κάποιοι, δυστυχώς, συγχέουν απερίσκεπτα μεταξύ τους τους όρους «οικονομία» και «ανομία» και θεωρούν την επέκταση και εφαρμογή της εκκλησιαστικής οικονομίας «επί παντός», γενικά, αόριστα, αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα, «ωσεί εκτάνυσιν ελάσματος βρακίου», το οποίο, ασφαλώς, είναι «άμβλυνσις δικαίου» και όχι «ελαστικότης» και «προσαρμοστικότης» εξ ανάγκης.
Οι εν λόγω ακολουθίες όχι μόνο δεν προβλέπονται από το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας ως «μέση» και «εναλλακτική» λύση «κανονικής οικονομίας» σε περιπτώσεις ανάγκης ‒ όπως αντιθέτως και ρητώς προβλέπεται η «επί πλείστον χρόνον απόλειψις» από τις λατρευτικές και μάλιστα από τις ευχαριστιακές συνάξεις (θείες λειτουργίες) ‒ ούτως ώστε να εμπίπτουν στα πλαίσια της ιεροκανονικώς προβλεπομένης και γι’ αυτό ακριβώς «κανονικής» λεγομένης «οικονομίας», αλλά ούτε καν ως όρος αναφέρονται, γι’ αυτό και αποτελούν «έσχατον εξωκανονικόν εφεύρημα» και «οικτράν φαεινήν ιδέαν εξ ιδίων κεφαλών κατερχομένην» μεταγενεστέρων Συνόδων, όπως προσφάτως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και δυστυχώς, όπως ειπώθηκε, δεν είναι μόνο «εξωκανονικές» αλλά και «αντικανονικές» και «αντιεκκλησιαστικές», για τους εξής λόγους:
α΄. Διαστρέφουν το ορθόδοξο εκκλησιολογικό νόημα των ευαγγελικών λόγων του Χριστού, «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν», με τους οποίους ορίζεται ο ελάχιστος αριθμός της σύνθεσης του εκκλησιάσματος προκειμένου και αυτό το ίδιο να δύναται να υφίσταται εκκλησιολογικώς και να καλείται ως «εκκλησία» αλλά και να καθίσταται εφικτή η «επ’ εκκλησίας» τέλεση κάθε ιεράς τελετής και ακολουθίας και κατεξοχήν της θείας λειτουργίας, διότι ο αριθμητικός αυτός ευαγγελικός ορισμός δόθηκε ασφαλώς υπό την προϋπόθεση της ελεύθερης και αβίαστης προσέλευσης κάθε πιστού στη θεία λατρεία και όχι υπό την απαίτηση του βίαιου και δυναστικού αποκλεισμού της συντριπτικής πλειοψηφίας του προσερχομένου εκκλησιάσματος από τη συμμετοχή στη θεία λατρεία και της αποδοχής μόνο της ελάχιστης συμμετοχής δύο ή τριών «αρίστων» και «εκλεκτών» εκ των πολλών προσερχομένων στη θεία λατρεία πιστών, «δίκην αριστίνδην συνόδου». Αυτό, δηλαδή, δε σημαίνει ότι δύο ή τρεις μόνο πιστοί είναι αρκετοί και «δεκτοί» και όλοι οι υπόλοιποι περιττοί και «άδεκτοι» στη θεία λατρεία αλλά ότι προκειμένου να ασκηθεί η θεία λατρεία και να τελούνται οι ιερές ακολουθίες και μάλιστα η θεία λειτουργία απαιτείται η αβίαστη και ελεύθερη προσέλευση, παρουσία και συμμετοχή τουλάχιστον δύο ή τριών πιστών, συμπεριλαμβανομένου και του θρησκευτικού λειτουργού, χωρίς, ασφαλώς, να αποκλείονται και να αποκόπτονται βίαια και δυναστικά οι υπόλοιποι προσερχόμενοι πιστοί από το εκκλησιαστικό σώμα, διότι εάν κάτι τέτοιο συμβεί, είτε «ἑτέρᾳ καὶ ἔξωθεν βίᾳ καὶ δυναστείᾳ», με τη βίαιη δηλαδή και δυναστική έξωθεν επέμβαση και εντολή των πολιτικών αρχόντων και των κρατικών νόμων, είτε, ακόμη χειρότερα, «ἰδίᾳ καὶ ἔσωθεν βίᾳ καὶ δυναστείᾳ», με τη βίαιη δηλαδή και δυναστική έσωθεν επέμβαση και εντολή του θρησκευτικού λειτουργού ή του οικείου επισκόπου ή της ιεράς συνόδου ή κάποιας κληρικολαϊκής φατρίας, διχοτομείται και σχίζεται βάναυσα το ενιαίο εκκλησιαστικό και μάλιστα «ευχαριστιακό» σώμα και για το λόγο αυτό, από εκεί και πέρα, όλα όσα τελούνται «πάσχουν κανονικώς», είναι, δηλαδή, «αντικανονικά» και «κινδυνεύουν ως προς την εγκυρότητα», ενδέχεται, δηλαδή, εν τέλει, να αποβούν άκυρα. Σημειωτέον, ότι και οι ακολουθίες μέχρι 25 ή 50 πιστούς είναι ασφαλώς και αυτές κεκλεισμένων των θυρών ακολουθίες, απλά πιο διευρυμμένες.
Πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί καταρχήν αδιαμφισβήτητα ότι δεν επέβαλε το Ελληνικό Κράτος, «ἑτέρᾳ καὶ ἔξωθεν βίᾳ καὶ δυναστείᾳ», τις κεκλεισμένων των θυρών ακολουθίες στο κληρικολαϊκό εκκλησιαστικό σώμα και πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος και ούτε καν αυτό το ίδιο πρότεινε την τέλεσή τους, αλλά αυτή η ίδια η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υιοθετώντας το ίδιο προηγηθέν αίτημα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης και πρότεινε πρωτοβούλως και απαίτησε επιμόνως από την Ελληνική Κυβέρνηση να επιτρέψει και να αδειοδοτήσει νόμιμα την τέλεσή τους, ως «μέση» και «εναλλακτική» λύση μεταξύ των δύο άκρων, ανάμεσα στην κανονική τέλεση των ιερών ακολουθιών και την καθολική συμμετοχή των πιστών στη θεία λατρεία και στην επιβληθείσα από το Κράτος απαγόρευση της τελέσεώς τους και την καθολική αποχή των πιστών από τη λατρεία.
Εν προκειμένω, σημειωτέον, πρέπει εξαιρέτως να τονισθεί ότι δεν επιτρέπεται τέτοια μέση, εναλλακτική και συμβιβαστική λύση, διότι δεν είναι σώφρον να προτείνονται και να επιλέγονται και να εφαρμόζονται έμβουλα και πρωτόβουλα και «ἰδίᾳ καὶ ἔσωθεν βίᾳ καὶ δυναστείᾳ» τέτοια αντικανονικά σχήματα όπως οι κεκλεισμένων των θυρών ακολουθίες, αλλά θεληματικά και με τη βούλησή του, ή τελεί κανείς κανονικές ιερές ακολουθίες, όταν είναι δυνατόν, ή δεν τελεί ουδεμία ακολουθία και μάλιστα αντικανονική, όταν δεν είναι δυνατόν και εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζει την προβλεπόμενη «κανονική οικονομία» της «επί πλείστον χρόνον απολείψεως» και αποχής του 80ου Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, εκτός και αν αυτές οι ακολουθίες του επιβληθούν υποχρεωτικώς και καταναγκαστικώς, «ἑτέρᾳ καὶ ἔξωθεν βίᾳ καὶ δυναστείᾳ», αλλά και πάλι, όπως ειπώθηκε, τίθεται θέμα κανονικής ακριβείας και εγκυρότητος.
Αλλά και εν συνεχεία το Κράτος επέτρεψε και παρέσχε απλά και τυπικά μόνο στην Εκκλησία τη νόμιμη άδεια της τελέσεώς τους, υποχωρώντας στο επίμονο αίτημα της Ιεράς Συνόδου της και εγκρίνοντάς το, εάν, βεβαίως και εφόσον εκείνη τελικώς αποφάσιζε να κάνει το υποβληθέν και εγκριθέν αυτό αίτημά της πράξη, χωρίς και πάλι το Κράτος να επιβάλει την τέλεσή τους, η οποία, εν τέλει, επιβλήθηκε με απόφαση της Συνόδου, δηλαδή, «ἰδίᾳ καὶ ἔσωθεν βίᾳ καὶ δυναστείᾳ», επί τη βάσει της κρατικής εγκρίσεως και αδειοδοτήσεως.
β΄. Επιβάλλουν αυθαίρετα, βίαια και δυναστικά και σαφώς αντικανονικά το ιεροκανονικό επιτίμιο του προσωρινού, του λεγομένου «μικρού», αφορισμού από όλες γενικώς τις λατρευτικές εκκλησιαστικές συνάξεις στη συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών μελών του εκκλησιαστικού σώματος συνολικά και στον καθένα εξ αυτής πιστό προσωπικά, με κατά το δοκούν αποδοχή των ολίγων και αποκλεισμό των πλείστων, χωρίς να προκύπτει εκ των πραγμάτων και να στοιχειοθετείται συγκεκριμένα και να τεκμηριώνεται βέβαια για τον καθένα τοιουτοτρόπως αφοριζόμενο πιστό χωριστά και προσωπικά ουδείς αποχρών ιεροκανονικός λόγος για την επιβολή του, επί τη βάσει μόνο της «λογικής των πιθανοτήτων», ότι δηλαδή είναι πιθανό να νοσεί ή να νοσήσει από κορωνοϊό. Με την ίδια, όμως, λογική, όλα τα μέλη, γενικώς και ανεξαιρέτως, του κληρικολαϊκού εκκλησιαστικού σώματος και πληρώματος καθίστανται εξίσου «πιθανά» και «ύποπτα» και όλοι πρέπει εξίσου προληπτικώς να αποκλεισθούν και να καταλήξουμε, εν τέλει, στην «κανονική οικονομία» της «επί πλείστον» καθολικής αποχής από τον εκκλησιασμό που προβλέπει ο 80ος Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Και εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται «προληπτικός αφορισμός» αλλά κάθε είδους αφορισμός σε πιστό επιβάλλεται βάσει συγκεκριμένων τεκμηρίων και όχι αφηρημένων υποψιών.
γ΄. Βασίζονται στη νομική και «κοσμική» αντίληψη του ιερού ναού ως «δημοσίας υπηρεσίας» η οποία απασχολεί προσωπικό υπαλλήλων και συνεπώς, δύναται να εκτελεί «εσωτερικές λειτουργίες» με «κλειστές θύρες», παρόντος μόνο του προσωπικού των υπαλλήλων και χωρίς την παρουσία του κοινού. Κατά συνέπεια, η «δημόσια» θεία λατρεία καθίσταται «ιδιωτική» και ακόμη χειρότερα, οι θείες λειτουργίες των Κυριακών και μάλιστα στους δημόσιους ιερούς ναούς από «δημόσιες» γίνονται «ιδιωτικές». Ακόμη όμως και στην κοινή περίπτωση της τελέσεως των ιδιωτικών λειτουργιών στους δημόσιους ενοριακούς ναούς επιτρέπεται η προσέλευση και συμμετοχή και άλλων ενοριτών και πιστών, χωρίς να τελούνται με κλειστές τις θύρες για τους υπολοίπους, το οποίο, κατά την τέλεση των εν λόγω ιδιωτικών λειτουργιών, των «κεκλεισμένων των θυρών», απαγορεύεται.
Επιπλέον, από νομική άποψη, είναι αυτονόητο, ότι μόνο οι ναοί που απασχολούν προσωπικό υπαλλήλων, το λεγόμενο «βοηθητικό προσωπικό», με κάθε είδους νόμιμα συναφθείσα σχέση εργασίας με το ναό και διατηρούν «βιβλίο ή κατάλογο προσωπικού» δύνανται να εκδίδουν και να χορηγούν νόμιμα στους υπαλλήλους του προσωπικού τους τις ειδικές βεβαιώσεις μετακίνησης εργαζομένου εν μέσω της καραντίνας (lock down) και να τελούν νόμιμα τις κεκλεισμένων των θυρών ακολουθίες. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η τέλεση των ακολουθιών αυτών είναι σαφώς παράνομη και οι ναοί που δεν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την τέλεσή τους πρέπει να παραμένουν κλειστοί ή να ανοίγουν μόνο για κατ’ ιδίαν προσέλευση και ατομική προσευχή των πιστών, εάν, βεβαίως, αυτό προβλέπεται νόμιμα και εφόσον πληρούν όλες τις απαραίτητες υγειονομικές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η αποτροπή της προσέλευσης ανθρώπων που ανήκουν στις λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες», όπως των ηλικιωμένων, οι οποίοι πρέπει να παραμένουν στο σπίτι, το οποίο σημαίνει ότι οι ναοί των μικρών ενοριών πολλών οικισμών της υπαίθρου, το περιορισμένο εκκλησίασμα των οποίων αποτελείται, ως επί το πλείστον, από ηλικιωμένους θα πρέπει στην περίπτωση αυτή να παραμένουν κλειστοί για ευνοήτους λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.
Και ερευνώντας κανείς, από θεολογική και δογματική άποψη, τους λόγους της «φαιδράς», πράγματι, «εφευρέσεως» των εξωκανονικών και αντικανονικών αυτών «κεκλεισμένων των θυρών ακολουθιών» εντοπίζει σαφώς τη διάκριση της «φιλακολουθίας» και του «φιλακολούθου» από την παθολογική εκτροπή τους, την «ακολουθιομανία» και τον «ακολουθιομανή», από την αδιάκριτη δηλαδή και αρρωστημένη και μανιακή επιδίωξη της τελέσεως των ιερών ακολουθιών «σώνει και καλά» και «όπως και να έχει», η οποία αδιαφορεί ουτοπικά, αγνοεί πεισματικά και δε λαμβάνει υπόψει της την όλη περιρρέουσα κατάσταση και πραγματικότητα.
Διαπιστώνει, συνεπώς και συναφώς, τις δογματικές αποκλίσεις των ακολουθιομανών χριστιανών, τόσο προς την ιουδαϊκή, όσο και προς την ειδωλολατρική λατρεία, με βάση τον γνώμονα και τον κανόνα της ορθοδόξου χριστιανικής λατρείας, η οποία, σύμφωνα με την ορθόδοξη δογματική, δεν υφίσταται επειδή, δήθεν, ο αληθινός Θεός, στα πλαίσια της Καινής Διαθήκης, απαιτεί εγωκεντρικώς και επιδεικτικώς να λατρεύεται και να προσκυνείται και να υμνείται διαρκώς και αδιαλείπτως από τον άνθρωπο μέσα σε εντυπωσιακούς και εκθαμβωτικούς ναούς με μεγαλόπρεπα και πομπώδη τελετουργικά τυπικά και λαμπρές και φαντασμαγορικές ιερές τελετές και ακολουθίες, όπως οι ψευδείς θεοί των ειδωλολατρών, ως προς τους οποίους, θέλοντας να διακριθεί και να αντιπαραβληθεί ο Ιουδαϊσμός, στα πλαίσια της Παλαιάς Διαθήκης, οργάνωσε κι αυτός παρόμοια και μεγαλόπρεπα αλλά αντεπιδεικτικά τη λατρεία του αληθινού Θεού, με συνεχείς και ακατάπαυστες ζωοθυσίες και λαμπρές τελετές, αλλά υφίσταται επ’ ωφελεία και επ’ αγαθώ του ανθρώπου, προκειμένου ο άνθρωπος να μετέχει στη θεία χάρη της σωτηρίας και της θεώσεως, η οποία παρέχεται στα πλαίσια της τελέσεως των ιερών μυστηρίων και των λοιπών ιερών ακολουθιών.
Με άλλα λόγια, στα πλαίσια της Εκκλησίας, οι κάθε είδους ιερές ακολουθίες και τελετές δεν διεξάγονται «για να προσκυνείται ο Θεός και να μη μένει απροσκύνητος και για να λειτουργείται ο Ναός του Θεού και να μη μένει αλειτούργητος» αλλά για να σώζεται και να θεώνεται ο άνθρωπος «κατά χάριν», δηλαδή, «κατά μέθεξιν» στη θεία ενέργεια, γι’ αυτό και ουδεμία ιερά τελετή και ακολουθία δεν έχει νόημα τελέσεως χωρίς την προσέλευση, την παρουσία και τη συμμετοχή του εκκλησιαστικού σώματος και πληρώματος και σε τελευταία ανάλυση, απορρίπτονται από την ορθόδοξη θεολογία και δογματική, ως «ξένες» και «αλλότριες» ως προς αυτή, οι λεγόμενες «κεκλεισμένων των θυρών ακολουθίες».