Ο Κλεισθένης (Αθηναίος πολιτικός) έθεσε το 508-507 π.Χ. τις βάσεις για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αθήνας, μετά το τέλος της τυραννίας του Πεισίστρατου. Χώρισε την Αττική σε 3 βασικούς δήμους (το άστυ, παράλια και τη μεσογαία) και με το σύστημα των τριττυών που καθιέρωσε, οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν μόνοι τους μια ισχυρή τάξη και αναμείχθηκαν με τους υπόλοιπους πολίτες. Ο Κλεισθένης έδωσε όλη την εξουσία στην Εκκλησία του δήμου και καθιέρωσε τον οστρακισμό. Έτσι έπαψαν η συγγένεια και η καταγωγή να παίζουν ρόλο και γεννήθηκε στην Αθήνα η δημοκρατία, το πολίτευμα που δίνει σε όλους του πολίτες το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους. Με το μέτρο αυτό ο Κλεισθένης “έδωσε την πολιτεία στον λαό”, όπως έγραψε αργότερα ο Αριστοτέλης.
“Ο νόμος του Κλεισθένη” για τους ΟΤΑ (ν. 4555/2018), με τον οποίο διεξήχθησαν οι τελευταίες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, έφερε μια επανάσταση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, εγκαινιάζοντας αλλαγές με κύριο γνώμονα την ενεργοποίηση και την ανεμπόδιστη συμμετοχή των πολιτών στις τοπικές υποθέσεις του Δήμου και της Περιφέρειας τους, αλλά και την ποιοτική αναβάθμιση της Τ.Α.
Ως σημαντικότερες εξ’ αυτών, θα μπορούσαμε να προκρίνουμε τις εξής: α) Θεσμοθέτησε το εκλογικό σύστημα της “απλής αναλογικής”, με γνώμονα την δίκαιη κι αναλογική αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος στα τοπικά συμβούλια και την διάσπαση των μονολιθικών συστημάτων εξουσίας (δημαρχοκεντρικό κ.α.), β) Έδωσε πνοή στην αυτοδιοικητική συνεργασία, θέτοντας τα πολιτικά θεμέλια ακόμη και της μετεκλογικής σύγκλισης και συνεννόησης, στα νέα συμβούλια της απλής αναλογικής, με την δυνατότητα συνένωσης παρατάξεων σε μια νέα παράταξη αλλά και του διορισμού αντιδημάρχων ή αντιπεριφερειαρχών ακόμα και από τις παρατάξεις της μειοψηφίας υπό προϋποθέσεις, γ) Ενίσχυσε τον λόγο της Αυτοδιοίκησης στο νομοθετικό έργο με την συμμετοχή της στην Μόνιμη Επιτροπή Ελέγχου Αρμοδιοτήτων Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με αντικείμενο τον έλεγχο και την εποπτεία για κάθε ζήτημα σχετικό με το νομοθετικό πλαίσιο καθορισμού των αρμοδιοτήτων της Τ.Α., δ) Προέβλεψε την δυνατότητα δημοτικών ή περιφερειακών δημοψηφισμάτων για κάθε θέμα (με συγκεκριμένες ελάχιστες εξαιρέσεις) ακόμα κι αν δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ΟΤΑ, ύστερα από πρωτοβουλία των δημοτικών και περιφ. Συμβουλίων, μετά από απόφαση της πλειοψηφίας των 2/3 των μελών τους, είτε και μετά από αίτηση του 10% τουλάχιστον των εγγεγραμμένων εκλογέων του οικείου Δήμου ή Περιφέρειας, δίνοντας έτσι την δυνατότητα άμεσης παρέμβασης στους πολίτες αλλά και ένα σημαντικό πολιτικό εργαλείο στις παρατάξεις για κρίσιμες υποθέσεις των περιοχών τους, ε) Ανασυγκρότησε τον θεσμό των Κοινοτήτων στα πλαίσια του διευρυμένου Δήμου, αποσυνδέοντας την εκλογή των κοινοτικών συμβουλίων από την εκλογή των δημοτικών συμβουλίων (ανεξάρτητη κάλπη και ψηφοδέλτια), ενώ συγχρόνως χορήγησε σε αυτά ποσοστό από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους καθώς και αποφασιστικές αρμοδιότητες (άμεσα εκτελεστές) για έργα και δράσεις στις περιοχές τους, στ) Επέκτεινε τον θεσμό της συνέλευσης των κατοίκων σε όλες τις κοινότητες ενός Δήμου ακόμη και σε αυτές με πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων.
Ειδικά η ανασύσταση και η ενίσχυση του ρόλου της Κοινότητας με τον «Κλεισθένη», στην οποία βρίσκει εφαρμογή η «Αρχή της Εγγύτητας της διοίκησης» του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας (Ν. 1850/1989: «η άσκηση των δημοσίων αρμοδιοτήτων πρέπει, κατά τρόπο γενικό, να ανήκει κατά προτίμηση στις αρχές τις πιο πλησιέστερες στους πολίτες»), στόχευε να αποκαταστήσει την αντιπροσώπευση και να αμβλύνει τις ανισότητες αλλά και την απόσταση του πολίτη από την Τ.Α., την οποία δεδομένα προκάλεσε η γεωγραφική και διοικητική διεύρυνση των ορίων Δήμων και Περιφερειών με τον «Καλλικράτη».
Για την παρούσα κυβέρνηση όμως και το νεοπαγές επιτελικό / υπερ-συγκεντρωτικό κράτος, οι ανωτέρω αλλαγές αποτέλεσαν casus belli από την εποχή της αντιπολίτευσης και της εξαγγελίας τους ακόμα.
Ο λόγος; Μα γιατί ακριβώς ο «νόμος του Κλεισθένη», απελευθερώνοντας κοινωνικές δυνάμεις και διαχέοντας όρους συμμετοχικής δυναμικής στα κοινά προς την βάση της πυραμίδας και τους πολίτες, «βάζει στον χάρτη» και επανα-πολιτικοποιεί τις τοπικές κοινωνίες, απειλώντας την – άρρηκτη έως σήμερα – κάθετη δομή της πολιτικής επικυριαρχίας, που θέλει ελεγχόμενη αντιπροσώπευση και ιδίως τις κοινότητες εξαρτημένες από τον δήμαρχο, τον δήμαρχο από τον περιφ/χη και τον τελευταίο από το κυβερνών κόμμα, το υπουργείο και την κεντρική κυβέρνηση, που έτσι μπορούν να ελέγχουν και να συνθέτουν εκλογικά το τοπίο στην Αυτοδιοίκηση.
Έτσι, «προνοώντας», από τις πρώτες ημέρες της θητείας της, η κυβέρνηση και ο αρμόδιος πρώην υπουργός κ. Θεοδωρικάκος, έσπευσαν να ναρκοθετήσουν τα νεοεκλεγέντα συμβούλια της απλής αναλογικής, ώστε να μην λειτουργήσουν ποτέ στην πράξη με τους όρους της εκλογής τους, αναπαράγοντας συνεργασίες και συνθέσεις προς μια πραγματικά ισχυρή κι ακηδεμόνευτη αυτοδιοίκηση, που μελλοντικά θα μπορούσε να διεκδικήσει μεγαλύτερη αυτοτέλεια πόρων και αρμοδιότητες, ερχόμενη σε αντιπαράθεση, για τον λόγο αυτό, με το ίδιο το αποτυχημένο μοντέλο του γνήσιου κρατικού συγκεντρωτισμού.
Στο προκείμενο, με τους νόμους Θεοδωρικάκου για τους ΟΤΑ: α) άμεσα τα συμβούλια Κοινοτήτων κατέστησαν εκ νέου απλά γνωμοδοτικά-εισηγητικά όργανα χωρίς αποφασιστικές αρμοδιότητες για τις περιοχές τους, β) τέθηκαν σε αναστολή οι διατάξεις για τη δυνατότητα δημοτικών και περιφερειακών δημοψηφισμάτων, γ) αντικαταστάθηκε η δυνατότητα συνένωσης παρατάξεων και μειοψηφιών από την σύμπραξη αποκλειστικά όμως και μόνο με την παράταξη της δημοτικής ή της περιφ/κης αρχής, αποκλείοντας έτσι κάθε άλλη δυνατή σύνθεση σε πολιτικό επίπεδο, δ) αφυδατώθηκαν πλήρως τα δημοτικά και περιφ. Συμβούλια από κρίσιμες αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στις επιτροπές (οικονομική κυρίως) στις οποίες χορηγήθηκε μια αυτόματη – τεχνητή και κατασκευασμένη πλειοψηφία συμβούλων υπέρ της πλειοψηφούσας παράταξης, σε αντίθεση με την αληθινή αντιπροσωπευτική δύναμη της κάλπης, αλλοιώνοντας έτσι το εκλογικό αποτέλεσμα αλλά και υποβαθμίζοντας θεσμικά Δημάρχους και Περιφ/χες σε «απλούς επιτρόπους τοπικών υποθέσεων», ε) ενώ περαιτέρω οι πλεονάζουσες αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στις επιτροπές, ορίστηκαν ως αποκλειστικές κι αναστράφηκε η δυνατότητα της παραπομπής τους στο δημοτικό ή αντίστοιχα στο περιφ. συμβούλιο, ώστε τα τελευταία να μην διαθέτουν πλέον καμία θεσμική δυνατότητα ανάκτησης και παρέμβασης, με συνέπεια την «τυπικοποίηση» του ρόλου τους στα πράγματα κάθε τόπου.
Κι όλα αυτά με σημαία το προσχηματικό επιχείρημα της «κυβερνησιμότητας», που εξάντλησε το παλαιοκομματικό προσωπικό των ακραία πλειοψηφικών συστημάτων, καταγγέλλοντας την απλή αναλογική ως «το όχημα της ακυβερνησίας». Ένα επιχείρημα που δεν είναι βέβαια ουδέτερο, ενέχοντας εκ προοιμίου πρόδηλη σκοπιμότητα, αφού η απλή αναλογική «δεν λειτουργεί σε πολιτικό κενό», όπως εξάλλου συμβαίνει με κάθε εκλογικό σύστημα, προσαρμόζοντας κι επιδρώντας άμεσα και μεσοπρόθεσμα στη συμπεριφορά του πολιτικού προσωπικού / πολιτών κι ενισχύοντας την κουλτούρα συναινέσεων και της δημιουργικής αντιπολίτευσης.
Πλέον, σήμερα, η κυβέρνηση και ο νέος υπουργός Εσωτερικών, εργαλειοποιώντας την υγειονομική πανδημία και το πανδημικό σοκ, την μελαγχολία που έχει επιφέρει στην κοινωνία η δέσμη των περιορισμών και της ανασφάλειας, όπως ανάλογα έχουν πράξει και σε πολλά άλλα δυναμικά πεδία (άρση πανεπιστημιακού ασύλου και αστυνομία πανεπιστημίων, εξίσωση ΑΕΙ – κολλεγίων, νομοσχέδιο για διαδηλώσεις, νέος συνδικαλιστικός νόμος, κ.α.), έχουν προαναγγείλει, σε ψυχρό κι αμήχανο χρόνο, μια νέα αντικοινωνική παρέμβαση με το νέο εκλογικό νόμο για τους ΟΤΑ, που, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, θα αποτελέσει την οπισθοδρόμηση προς ένα ακόμα πιο ακραίο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα (με όριο εισόδου στην ΤΑ από 3 έως 5% και μπόνους εδρών για την πλειοψηφούσα παράταξη, κατάργηση των Κοινοτήτων κι επαναφορά τους στο κεντρικό ψηφοδέλτιο των δήμων κ.α.), ευνοώντας έτσι αποκλειστικά τους αυστηρά κομματικοδίαιτους σχηματισμούς κι απορρίπτοντας κάθε περιθώριο ανεξάρτητων συμπλεύσεων και συνεργασιών στην κοινωνική βάση, όπως και την συμμετοχή ενεργών πολιτών με κοινωνικό αποτύπωμα.
Είναι εξάλλου το τοπίο της Αυτοδιοίκησης, λόγω ακριβώς της εγγύτητας του με την καθημερινότητα των πολιτών, ο χώρος εκείνος στον οποίο θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πρότυπες, σύγχρονες δομές άμεσης – συμμετοχικής δημοκρατίας. Αυτός όμως είναι και ο μεγάλος φόβος κάθε συντηρητικής εξουσίας, που, όπως μας διδάσκει η ιστορία, σχεδιάζει πάντοτε με κύριο γνώμονα την ανακύκλωση της.
Γεώργιος Μακρής
Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου & Ποινικών Επιστημών
μέλος της Ν.Ε Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία