ΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΥ – ΜΙΚΡΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Ένας τόπος ιστορείται με αγάπη
«Το να έχεις ρίζες είναι ίσως η πιο σημαντική
και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη
της ανθρώπινης ψυχής» (Σιμόν Βέιλ)
Οι ρίζες που έχουμε ανάγκη για να νιώθουμε πως κάπου βρίσκει την αρχή του το νήμα της ζωής μας. Η βεβαιότητα και η ασφάλεια της αρχικής κοιτίδας. Οι τόποι αγαπιούνται γι’ αυτή τη μυστική σύνδεση που πάει από γενιά σε γενιά, οι τόποι της καταγωγής μας. Υπάρχουν όμως και οι τόποι της επιλογής μας. Αυτά τα μέρη που κάποτε από τύχη αγαθή, από συγκυρία περίεργη, βρέθηκαν μπροστά μας (γιατί αυτά μας βρήκαν) και από τότε κάτι μας δένει μαζί τους χωρίς να έχει καμία ανάγκη ερμηνείας. Ικανή συνθήκη η συνήθεια για να ζήσεις σ’ έναν τόπο, δυνατή ωστόσο η αγάπη για να μιλήσεις γι’ αυτόν.
Η Τίνα Κουτσουμπού μετά από δύο συλλογές διηγημάτων που παρέπεμπαν θεματικά στη σημερινή, δύσκολη εποχή, με ήρωες που συγκίνησαν με τις μικρές τους ασήμαντες και ελάχιστες ιστορίες της ζωής τους, έρχεται τώρα με τη νέα της πεζογραφική κατάθεση να μας πάει στα μέρη του Νότου, στη Μεσσηνία, τόπο που επέλεξε να ζήσει, τόπο που αγαπά και τον βάζει στις ιστορίες της μέσα. Μια μορφή απαθανάτισης είναι κι αυτή, να ιστορείται ένας τόπος, να περνά με την αφηγηματική γλώσσα από τον ένα στον άλλο. Εδώ, λοιπόν, πέντε μικρές αφηγήσεις που συνοψίζουν όχι μόνο την εικόνα του τόπου αλλά και την ψυχή του.
Οι πέντε ιστορίες του βιβλίου ακουμπούν στη μεσσηνιακή γη, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, και φέρνουν μέσα τους τις μνήμες της μακραίωνης ιστορίας του τόπου αυτού. Κι έχουν όλες κάτι γήινο στην αφήγησή τους. Στη μια ιστορία είναι τα πατρογονικά χωράφια και τα άλλα αποκτήματα που δεν μοιράστηκαν δίκαια, όπως όλοι νόμισαν, από τον εκλιπόντα φαμελιάρη μπαρμπα-Παναγή· μόνο που η αλήθεια αργεί μεν αλλά κάποτε έρχεται και όλα μπαίνουν στη θέση τους.
«Αχ, βρε μπαρμπα-Παναγή, τι το ’βαλες στην τσέπη της καμιζόλας σου εκείνο το χαρτί; Χάθηκε να το ’δινες ο ίδιος, τότε που είχες ακόμη τα κουράγια σου, στον Νικήτα;», και συνεχίζοντας μονολογεί: «Δεν βαριέσαι, πατέρα. Συχώρα με. Και να το δεις. Κούκλα θα το κάνω το σπιτάκι μας. Αναπαύσου κι εσύ κι εκείνος ο κατεργάρης ο αδελφός μου ο Περικλής. Να το μετάνιωσε άραγες που μ’ αδίκησε;»
Στην άλλη ένα νόμισμα, απ’ αυτά που αιώνες κρύβει μέσα της η γη, και που, ως να βρει τη θέση του στο Μουσείο, θα βρει τον χρόνο να ξαναζωντανέψει στον νου του Μανώλη τη μακρινή εποχή που πάλευαν οι εξουσίες μεταξύ τους, Τούρκοι και Ενετοί, ποιος θα διαφεντέψει τον Μωριά.
Γύρω τους η αφρισμένη θάλασσα καταχώνιαζε ήδη στα μανιασμένα της νερά υφάσματα και μπακιρένια σκεύη, ασημικά, έπιπλα και χρυσά κοσμήματα, αντάμα με κομμένα χέρια, σχισμένα πανιά και τα παραδαρμένα κορμιά από τους ναύτες που έστελναν ξέπνοοι τον ύστατο χαιρετισμό τους.
Η στεριά τούς φανερώθηκε απόκρημνη κι ανέλπιστα κοντά. Με αναπτερωμένες τις ελπίδες τους μα και με τις δυνάμεις να τους εγκαταλείπουν σιγά σιγά, καραβοτσακισμένοι, όσοι ναύτες απέμειναν πολέμαγαν να αράξουν αποφεύγοντας τις ξέρες. «Η Μοθώνη!», φώναξε πρώτος ο καπετάνιος και άρχισε τις ορμήνιες και τα παραγγέλματα.
Μια άλλη ιστορία θα πάει ακόμη πιο πίσω, στην Ύστερη αρχαιότητα, κι ένα ψηφιδωτό (στο βιβλίο ενσωματώθηκε ένα εύγλωττο σχέδιο της Αφροδίτης Ανδρικοπούλου που αποδίδει αυτό το διονυσιακό ψηφιδωτό) θα ζωντανέψει τις βακχικές κραιπάλες για τον αποξεχασμένο στο Μουσείο επισκέπτη και θα τον κάνει να απορεί: μα μπορεί ψέματα να ήταν όλα αυτά;
Μια δίνη μαγική με τραβούσε μέσα στο δάπεδο της έπαυλης. Με κατάπινε. Παραμερίζοντας τα γωνιακά μοτίβα της σύνθεσης με ανεξήγητη ταχύτητα, με έσπρωχνε να περάσω μέσα από τις καφεκίτρινες γυαλιστερές ψηφίδες, κερνώντας με κόκκινο κρασί. Αφέθηκα στη μοίρα μου, καλή ή κακή, όποια κι αν ήταν. Οι αισθήσεις μου ήταν όλες μουδιασμένες, θαρρείς και με είχαν υπνωτίσει με το κρασί της λήθης και της ευδαιμονίας. Ο Διόνυσος μου έκανε νεύμα να σταθώ δίπλα του. Ανοιγόκλεισα τα μάτια σαστισμένος. Και τότε ήταν που… χ ά θ η κ α!
Σε μια πιο σύγχρονη ιστορία το πατρικό σπίτι, που ανακαινισμένο περιμένει την επιστροφή των ενοίκων, θα βοηθήσει τη μνήμη να νιώσει τη συνέχεια του νήματος και θα αποτελέσει τον μικρό γήινο παράδεισο γι’ αυτούς που δεν το ξέχασαν.
Ο τόπος γύρω καταπράσινος, το χώμα εύφορο, αργιλώδες, ελαφρά νοτισμένο, ό, τι κι αν φύτευες φύτρωνε και θέριευε. Τα άγια χώματα το έτρεφαν και το έφταναν μέχρι τα παράθυρα του σπιτιού, όπως η φούξια μπουκαμβίλια, που άγγιζε ήδη το βορεινό παράθυρο, αιχμαλωτίζοντας στα κλαδιά της το δροσερό αεράκι που στριφογύριζε στις λαγκαδιές, εκεί κατά το Χαρακοπιό, το χωριό των παππούδων του. […]Το μεγάλο μπαλκόνι, που δέσποζε μπροστά στις λεμονιές και τις πορτοκαλίτσες του, με ορίζοντα το απέραντο γαλάζιο, χάριζε από τα υπνοδωμάτια μια θέα ξεχωριστή, που απολάμβαναν όλοι οι επισκέπτες. Από αυτό το μπαλκόνι αγνάντευε το λιόγερμα το μεσαιωνικό κάστρο της Κορώνης. Από εδώ καλημέριζε τον περήφανο Ταΰγετο και τη Μεσσηνιακή Μάνη απέναντι.
Τέλος, στη συγκινητική ιστορία του πιθαριού, της τζάρας, θα δούμε τα θαύματα της τέχνης των παλιών να πιάνουν το αργιλόχωμα και να φτιάχνουν τα ονομαστά χρηστικά πιθάρια, το καθένα με την ιστορία και τη μοίρα του. σαν κι ετούτο που ιστορείται εδώ για να μας πάει πίσω στα χρόνια της Κατοχής και να διδάξει με τη δική του κακοτυχία ένα παιδί να σέβεται την κληρονομιά της γης.
Τώρα μετρούσε ένα ένα τα κομμάτια της τζάρας που ήταν σπαρμένα στις γωνιές της αυλής της, τα χάιδευε που γυάλιζαν στον ήλιο με όλες τις χαρακιές από τα στεφάνια της και τις δαντέλλες που στόλιζαν το στόμιό της κι ανατρίχιαζε. Στο τελευταίο κομμάτι κοντοστάθηκε κι ανταριάστηκε η καρδιά της. Δυο αρχικά ήταν χαραγμένα επάνω του, τρανή απόδειξη της μαστοριάς και της δεξιότητας εκείνου που τα ’φτιαξε. Έτσι ήταν το συνήθειο, οι μάστορες να μαρκάρουν με την υπογραφή τους τα προϊόντα της τέχνης τους. Η σφραγίδα του καλλιτέχνη μάστορα άντρα της χρύσιζε με κεφαλαία όρθια γράμματα: Βασίλης Καλούδης, Χαρακοπιό, 1943.
Η αφηγηματική ικανότητα της Τίνας Κουτσουμπού είναι γνωστή και από τις άλλες συλλογές διηγημάτων της. Να τολμήσω να πω ότι σ’ αυτά τα νέα της διηγήματα μοιάζει να είναι πιο πλήρης η γραφή της. Εννοώ μ’ αυτό ότι μοιράζει έξοχα τα περιγραφικά κομμάτια με τα αφηγηματικά στο μικρό σε έκταση σώμα της κάθε ιστορίας, ξεχωρίζει τα πρόσωπα μέσα από το πλαίσιο που τα έχει τοποθετήσει, ώστε να διαγραφούν καλύτερα οι χαρακτήρες τους, τέλος η πλοκή κυλά αβίαστα, εκεί που χρειάζεται, και σταματά τον ρυθμό της για να δοθεί ο χρόνος στη σκέψη των προσώπων για να κερδίσει τον αναγνώστη. Οι ήρωές της μιλούν με τις κινήσεις τους, το βλέμμα τους, τη φανερή τους συγκίνηση, και όχι μόνο με τα λόγια τους. Ο τόπος δεσπόζει σε όλες τις ιστορίες, σαν ιδιότυπος ήρωας με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του ψυχή, και δένει με τα πρόσωπα σε σχέση δυναμική, σε διαρκή εξέλιξη. Όπως πρέπει να συνδέονται οι άνθρωποι με τη γη που αγάπησαν. Αυτό ακριβώς το στενό δέσιμο καταφέρνουν να αποδώσουν αυτές οι ιστορίες, με τον αυθόρμητο τρόπο που η συγγραφέας ξετυλίγει την πλοκή τους, με τη δουλεμένη γλώσσα και το λιτό ύφος.
Ένα βιβλίο για τη Μεσσηνία, για τα μέρη του Νότου. Ένα βιβλίο, όμως, με ιστορίες που διαβάζονται χωρίς να αποτελεί ο τόπος εμπόδιο για όποιον δεν έχει τους δεσμούς του γερούς με τα μέρη αυτά. Όπως διαβάζονται οι παπαδιαμαντικές ιστορίες οι σκιαθίτικες ή τα θεσσαλονικιώτικα πεζογραφήματα του Ιωάννου. Γιατί οι τόποι δεν ιστορούνται μόνο αλλά και ταξιδεύουν για να συναντήσουν όσους αγαπούν τις όμορφες αφηγήσεις, από όποιο μέρος κι αν αντλούν τα θέματά τους.
Στο εξώφυλλο μια ζωγραφιά της Δήμητρας Κουλούρη, «Οι Αθάνατοι», που όπως γέρνουν το σώμα τους προς τη γη με το φύσημα του αέρα ή με το βάρος του χρόνου που γράφει πάνω τους, σκέφτομαι πόσο μοιάζουν με τους ανθρώπους που γέρνουν και γερνούν με το βλέμμα στην πατρογονική γη· όσο το μπορούν, όσο αντέχουν να αντικρίζουν τη φθορά και την εγκατάλειψη σε όσα κάποτε ήταν αυθεντική ζωή. Αθάνατοι, όμως, που αναζητούν διαρκώς το φως και μισούν τη σκιά. Η εικόνα έτσι συνομιλεί ευθέως με το κείμενο, καθώς το φως της μεσσηνιακής φύσης διατρέχει τις ιστορίες.
Διώνη Δημητριάδου – Κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και φιλόλογος
- Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό fractal